Η Μαρία μιλάει και λέει: «Και το περίεργο μ’ αυτήν τη δύναμη που έβγαινε απ’ όλους του τους πόρους ήταν πως μ’ έκανε να τον αγαπάω και να θέλω να τον προστατέψω περισσότερο από τότε που δεν είχε καμιά δύναμη. Όχι πως δεν πίστευα στη δύναμή του ούτε πως την αμφισβητούσα. Όχι πως τον έβλεπα ακόμα σαν παιδί. Όχι, έβλεπα μια δύναμη παγιωμένη, γνήσια, με τη δική της μορφή. Έβλεπα κάτι που έδειχνε να μην έχει πίσω του ιστορία, να μην προέρχεται από κάπου». Ο λόγος της είναι μια παρατεταμένη άρια, ένας μελωδικός μονόλογος που δεν χάνει τη χθόνια διάστασή του στιγμή, που δεν στέργει να καταπιαστεί με το επέκεινα, με το θαύμα, με τον ουρανό, με όποια άλλη διάσταση πλην της γήινης. Μάνα είναι. Ό,τι κι αν κάνει, ό,τι κι αν είναι ο γιος της, δεν παύει να είναι το βλαστάρι της, ο μικρός, το παλικάρι της, ο χαϊδεμένος, ο κανακάρης της. Κι αν βρίσκεται αντιμέτωπη με θείες, ιερές, απόκοσμες, εξωπραγματικές πτυχές του, και πάλι εκείνη τον νου της τον έχει στην πιο ιερή απ’ όλες τις ιδιότητες και διαστάσεις, αυτή του γιου, της σάρκας εκ της σαρκός της. Πασχίζει να καταλάβει, αλλά όχι πολύ. Μένει μονάχα στη μονέδα της μάνας. Μάνα η Μαρία, κι ας είναι Θεοτόκος, μένει μάνα.
Πυκνό αριστούργημα. Ο Κολμ Τομπίν (1955) δεν είναι θεολόγος, είναι συγγραφέας.και θηριώδης αναγνώστης. Μέσα στη Διαθήκη της Μαρίας (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου, εκδ. Ίκαρος) κρύβονται, λίαν χωνεμένα, κάμποσα κορυφαία λογοτεχνικά επιτεύγματα, δίχως ίχνος ραφής όμως, χωρίς μεταμοντέρνες φωνασκίες, μες στο αβίαστο κύλισμα του τρομερά βεβιασμένου ψυχολογικά λόγου της Μαρίας. Ο Τομπίν αναρωτιέται για τα όριά μας, τα όρια του εξεγερμένου, τα όρια της μάνας, τα όρια του οπαδού, τα όρια του φονιά, τα όρια του καλού, τα όρια του κακού. Αναρωτιέται για τα πώς και τα γιατί του σώματος, για τα πώς και τα γιατί του πνεύματος, για τα πώς και τα γιατί της αγάπης. Αλλά, σαν γνήσιος απόγονος των συμπατριωτών του που αναστάτωσαν και ανανέωσαν τη λογοτεχνία, του Τζέιμς Τζόις και, κυρίως, του Σάμιουελ Μπέκετ, αναρωτιέται για τα όρια, για τα πώς, για τα γιατί της Γλώσσας. Σιωπή και ομιλία, αυτοί είναι οι δύο πόλοι. Όλος ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν κρύβεται περίτεχνα στις πτυχώσεις των προτάσεων της Μαρίας. Και μαζί, όλες οι αλληλοσυγκρουόμενες θεωρίες και πρακτικές για το νόημα της λογοτεχνίας και της τέχνης μετά το πέρασμα των ρηξικέλευθων που μόλις προανέφερα, αλλά και του Marcel Duchamp, του Paul Celan, του Mark Rothko, όλων όσοι διακονούν την τέχνη στα όρια της τέχνης, όλων όσοι μοχθούν να εκφράσουν το ανέκφραστο, να πουν το ανείπωτο, να κάνουν τέχνη μες στα ερείπια της τέχνης (ιδίως μετά το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα), να μιλήσουν μετά το τέλος της ομιλίας που έχει γίνει πια ένας ακατάσχετος βόμβος, μια θλιβερή και ολέθρια ακατάσχετη πολυφωνία/κακοφωνία. Ο Τομπίν, μέσω της Μαρίας, επιμένει στην αλήθεια των λέξεων, στην αλήθεια ως έσχατη καταφυγή, στην αλήθεια ως καθημερινή αναπόφευκτη πρακτική ελλείψει άλλου νοήματος, και όταν πια τίποτα δεν μοιάζει να έχει νόημα: «Λέω την αλήθεια όχι επειδή θα κάνει τη νύχτα μέρα ή θα προσδώσει αέναη ομορφιά και παρηγοριά στις μέρες μας, στις δικές μας ημέρες, των γερόντων. Μιλάω απλώς και μόνο επειδή μπορώ να μιλήσω, επειδή είναι πολλά αυτά που συνέβησαν και επειδή ίσως δεν θα μου δοθεί ξανά η ευκαιρία». Και, στο τέλος: «Κι εγώ ψιθυρίζω λόγια, ξέροντας ότι τα λόγια μόνο μετράνε, και χαμογελώ καθώς τα απευθύνω στις σκιές των θεών τούτου του τόπου που αργοπετούν από πάνω μου θέλοντας να με παρατηρήσουν και να με ακούσουν».
Το καθήκον του συγγραφέα. Στις μόλις 107 σελίδες του αριστουργήματός του, που έχει μεταφράσει δυναμικότατα η Αθηνά Δημητριάδου, ο Ιρλανδός δημιουργός στοχάζεται, ξανά και ξανά, και πάντα μέσω της Μαρίας, για το καθήκον του συγγραφέα σήμερα. Η βιρτουοζιτέ είναι ξεπερασμένη και κουραστική, η ατέρμονη διδακτικότητα κατέστη αφερέγγυα, και βέβαια βαρετή, όλες οι ιστορίες έχουν πια ειπωθεί. Σωσμός αχνοφέγγει μονάχα στην κεκαλυμμένη γειτνίαση και ερωτοτροπία με το ιερό, με τη φιλοσοφία, με τον βαθύ στοχασμό, χωρίς να φαίνεται, χωρίς να κάνει θόρυβο, χωρίς να γίνεται θέμα. Σωσμός αναλάμπει στην εκ νέου διευθέτηση του απέραντου αρχείου. Και στο πλέγμα των αντινομιών και των αντιφάσεων. Να είσαι βαθύτατα απαισιόδοξος για να μπορείς να ελπίζεις. Να έχεις δάκρυα για να μπορείς να χαμογελάς. Να ζεις στη σιωπή για να μιλάς κρίσιμα. Να έχεις πεθάνει για να γλεντάς τη ζωή. Στη σελίδα 66, η Μαρία, ήτοι ο Τομπίν, προσδιορίζει με πονεμένη σοφή σαφήνεια το σαράκι του συγγραφέα, το καθήκον του: «Μόνον εμείς θα είμαστε εκείνοι που θα κοιτάζουν τον ουρανό τις νύχτες του μέλλοντος και προτού δουν το λαμπύρισμα θα βλέπουν σκοτάδι».
σχόλια