Το βάλσαμο Μπένγιαμιν. Ότε ευρίσκω εαυτόν εις καιρούς τραμπάλας (όπως μεταφράζαμε, παίζοντας, τον στίχο «when I find myself in times of trouble»), όταν τα πράγματα από κιτς γίνονται ζοφερά και αντιστρόφως, όταν χρειάζομαι λέξεις παρηγοριάς, μια χειρολαβή για τα τραντάγματα, κάτι να με κρατήσει, όταν βλέπω τα πάντα να καταπίπτουν, καταφεύγω στη σκέψη ότι μένουν άφθαρτοι, και μάλιστα γίνονται ολοένα και πιο επίκαιροι, τρεις σπουδαίοι άνθρωποι και νόες: ο Λούντβιχ Βίτγκενσταϊν (1889-1951), ο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940) και ο Γκυ Ντεμπόρ (1931-1994). Οι τρεις τους, σκέφτομαι, προλόγισαν τον 21ο αιώνα, και στη σκέψη και στον βίο τους προσφεύγουμε, ολοένα και περισσότερο, στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τα όσα διαδραματίζονται γύρω μας σήμερα. Προσέφυγα, τον τελευταίο καιρό, και πάλι στον Μπένγιαμιν. Διάβασα ξανά μια βιογραφία, ένα μυθιστόρημα με πρωταγωνιστή τον ίδιο, και ένα δικό του, εξόχως σημαντικό πόνημα: ο Μόμε Μπρόντερσεν υπογράφει το Βάλτερ Μπένγιαμιν - Η ζωή, το έργο, η επίδραση (μτφρ. Ιωάννα Μεϊτανή, εκδ. Αλεξάνδρεια), όπου ερχόμαστε σε γόνιμη επαφή με τον βίο και την περιπέτεια του Μπένγιαμιν, με τα θέματα που τον απασχόλησαν, με τους ανθρώπους που τον σημάδεψαν. Ο Bruno Arpaia έρχεται να μας γοητεύσει με τον Άγγελο της Ιστορίας (μτφρ. Χρύσα Κατκατσάκη, εκδ. Ίνδικτος), όπου καταγράφονται μυθιστορηματικά τα τελευταία χρόνια της ζωής του Μπένγιαμιν, χρόνια εξορίας, ζόφου, αλλά και σπουδαίας δημιουργικότητας. Τα Παιδικά χρόνια στο Βερολίνο το χίλια εννιακόσια (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου, εκδ. Άγρα) είναι ένα ποιητικό έργο, απαρτιζόμενο από σύντομα κεφάλαια, «ολέθρια τρυφερές μικρογραφίες», σύμφωνα με τον Τέοντορ Αντόρνο, μέσα από τα οποία ο Μπένγιαμιν ασκεί προφητική κριτική στην ανάδυση του ναζισμού.
2.
Με τα λόγια του Μπένγιαμιν. «Η μόδα μυρίζεται το επίκαιρο, οπουδήποτε αυτό κινείται μέσα στην πυκνή φυλλωσιά του άλλοτε. Είναι το άλμα της τίγρης πάνω στο παρελθόν. Μόνον που το άλμα γίνεται μέσα σε μιαν αρένα που ελέγχει η άρχουσα τάξη. Το ίδιο άλμα στον ανοιχτό ουρανό της ιστορίας είναι το διαλεκτικό, η επανάσταση όπως την εννοούσε ο Marx» γράφει, σπαρακτικά, ο Γερμανός στοχαστής στην 14η από τις Θέσεις για την έννοια της Ιστορίας (στον τόμο Μπένγιαμιν, μτφρ. Σπύρος Δοντάς, εκδ. στιγμή). Και αλλού: «Δεν διαβάζονται όλα τα βιβλία με τον ίδιο τρόπο. Τα μυθιστορήματα, για παράδειγμα, υπάρχουν για να τα καταβροχθίζεις. Η ανάγνωσή τους συνιστά μια ηδονή της ενσωμάτωσης. Δεν πρόκειται για ενσυναίσθηση. Ο αναγνώστης δεν μετατίθεται στη θέση του ήρωα, αλλά ενσωματώνει ό,τι συμβαίνει σε αυτόν» (Η αποστολή του μεταφραστή, μτφρ. Γιώργος Σαγκριώτης, εκδ. Πατάκη). Και αλλού: «Η ανθρωπότητα, η οποία κάποτε υπήρξε στον Όμηρο το αντικείμενο θέασης των θεών του Ολύμπου, έχει καταστεί πλέον η ίδια αντικείμενο θέασης δι' εαυτήν. Η αυτοαποξένωσή της έχει φτάσει σ' εκείνο τον βαθμό που της επιτρέπει να βιώσει την εκμηδένισή της ως αισθητική απόλαυση πρώτης τάξεως» (Για το έργο τέχνης - τρία δοκίμια, μτφρ. Αντώνης Οικονόμου, εκδ. Πλέθρον).
3.
Για τον Μπένγιαμιν. Προσφάτως κυκλοφόρησαν δύο τόμοι με δοκίμια: ο Homo Liber του Σάββα Μιχαήλ (Αθήνα, 1947), από τις εκδόσεις Άγρα, και το Ενδεχομένως αταξίες του Στάθη Γουργουρή (Χόλιγουντ, 1958) από τις εκδόσεις Νήσος. Και στους δύο βρίσκουμε πολύτιμες σελίδες για τον Βάλτερ Μπένγιαμιν. Ο Μιχαήλ υπογράφει τα κείμενα «Ο μονόδρομος των καταπιεσμένων» (σσ. 243-256) και «Το πλήρωμα του χρόνου» (σσ. 257-275). Ο Μιχαήλ τονίζει, και μας θυμίζει, ότι «Ο Μπένγιαμιν δίνει ιδιαίτερη προσοχή στο ζήτημα της τεχνικής, ιδιαίτερα μετά την καταστροφική της χρήση στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αλλά δεν είναι καθόλου ένας νοσταλγός του προβιομηχανικού πολιτισμού και βρίσκεται, επίσης, στους αντίποδες του Heidegger, με τον οποίο θέλησαν να τον ταυτίσουν οι σταλινικοί, προκαλώντας την οργή του Γερμανοεβραίου μεσσιανικού μαρξιστή». Ο Γουργουρής, στο δοκίμιό του «Βάλτερ Μπένγιαμιν: Φυσιοδίφης και φωτογράφος της Ιστορίας» (σσ. 131-139), επισημαίνει: «Το έργο του Μπένγιαμιν διαρκώς ψηλαφεί τη δυνατότητα να λογοτεχνηθεί το μονοπάτι που θα μας οδηγήσει, με την όπισθεν, στις άρρητες και σκοτεινές πηγές της Ιστορίας. Αυτή η λογοτεχνική πράξη –γιατί περί αυτού πρόκειται το καθήκον του στοχασμού: το πράττειν της σκέψης και του ποιείν– δεν σκοπεύει να κατανοήσει την ιστορία ως επιστήμη αλλά ως κεντρική χωροχρονική διάσταση της ψυχικής ύλης. Με αυτή την έννοια το άψυχο παύει να υφίσταται στον φυσικό κόσμο. Και οι πέτρες ακόμη (και σίγουρα τα ερείπια, η νεκρή φύση του πολιτισμού) αποτελούν μέρος της ατέρμονης ιστορικής δυναμικής».
σχόλια