Tον Αύγουστο του 1969 η Μ. Βρετανία ανέπτυξε στρατιωτική δύναμη περίπου 21.000 ανδρών στο πλαίσιο της επιχείρησης «Banner» σε ολόκληρη την Β. Ιρλανδία, προσπαθώντας να επιβάλει ένα νέο καθεστώς στο 1/6 του νησιού και πριμοδοτώντας τοπικές παραστρατιωτικές προτεσταντικές ομάδες έναντι των καθολικών. Ένας χαμηλής έντασης ιδιότυπος ενδοβρετανικός και ενδοϊρλανδικός πόλεμος ξεκινά με την αποκοπή των έξι κομητειών της Β. Ιρλανδίας από το υπόλοιπο νησί.
Τα εμφυλιοπολεμικά αυτά επεισόδια θα περάσουν στην ιστορία ως «Οι Ταραχές» (The Troubles - Na Trioblóidí στα ιρλανδικά). Επί της ουσίας πρόκειται για έναν ενδοβρετανικό εμφύλιο με τρομερά αιματηρά επεισόδια αλλά και με δραματικές προσωπικές ιστορίες. Θα διαρκέσει περίπου τριάντα χρόνια, μέχρι τη Μεγάλη Παρασκευή του 1998, όταν και θα υπογράφει ανακωχή μεταξύ των εμπλεκομένων μερών. Η 30χρονη σύρραξη άφησε πίσω της 3.500 νεκρούς και 47.000 τραυματίες ‒ τα θύματα είναι κυρίως πολίτες.
Η σφαγή του Ballymurphy είναι ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο αιματηρά και σκοτεινά επεισόδια των «Ταραχών»: το πρώτο τάγμα αλεξιπτωτιστών του βρετανικού στρατού, στο πλαίσιο της επιχείρησης «Δημήτριος» για την ανεύρεση στελεχών του IRA, δολοφονεί εν ψυχρώ έντεκα καθολικούς πολίτες στις 9 Αυγούστου 1971. Είναι η πρώτη «ματωμένη» Κυριακή του Μπέλφαστ, ακριβώς έναν χρόνο πριν από αυτήν που θα μείνει στην ιστορία από τους U2, όταν το ίδιο τάγμα δολοφόνησε δεκατέσσερις πολίτες, στις 30 Ιανουαρίου 1972.
Ο IRA θα πάρει την εκδίκησή του λίγα χρόνια αργότερα, στις 27 Αυγούστου του 1979, στοχεύοντας στο Σύνταγμα των αλεξιπτωτιστών, στην ενέδρα του Warrenpoint. Με την πρώτη βόμβα σκοτώνει έξι, αλλά, γνωρίζοντας πώς θα κινηθεί ο βρετανικός στρατός και από πού θα έρθουν οι ενισχύσεις των αλεξιπτωτιστών, με τη δεύτερη έκρηξη θα σκοτώσει δώδεκα. Είναι οι χειρότερες απώλειες για τους Βρετανούς αλεξιπτωτιστές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι φτάνει στην κορύφωσή της η «ματωμένη» δεκαετία του 1970 στην Ιρλανδία.
Το βιβλίο του Keefe είναι πραγματικά καταιγιστικό και δεν είναι τυχαίες οι βραβεύσεις που απέσπασε, καθώς συνδυάζει πολλά στοιχεία και είναι αυτό ακριβώς το είδος της γραφής που λείπει από την εγχώρια βιβλιογραφική μας παραγωγή: διεισδυτική και σκληρή δημοσιογραφική έρευνα, μυθοπλαστική αφήγηση που σέβεται απόλυτα την ιστορία και κυρίως έντιμη, όχι εργαλειακή, καταγραφή του χρονικού που έρχεται να πλαισιώσει, όχι να εξαφανίσει, την Ιστορία.
H Β. Ιρλανδία επιβεβαιώνει τη φράση του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο ότι η «Β. Ιρλανδία είναι ένα αυτόνομο πολιτικό φρενοκομείο».
Σε αυτό το πλαίσιο έρχεται το πολυβραβευμένο βιβλίο του Patrick Radden Keefe για τη ζωή της Jean McConville, προτεστάντισσας, παντρεμένης με καθολικό και μητέρας δέκα παιδιών, που την ίδια περίοδο περίπου θεωρήθηκε συνεργάτιδα των Άγγλων, απήχθη από τον IRA και δολοφονήθηκε, σύμφωνα με την πολιτική της οργάνωσης τότε.
Η απαγωγή της άτυχης γυναίκας γίνεται στο Μπέλφαστ, μια πόλη βαθιά διαιρεμένη θρησκευτικά και εθνοτικά, όπου αντίπαλοι και φίλοι συχνά εναλλάσσουν ρόλους, χωρίς να το καταλαβαίνουν, υφιστάμενοι τις δραματικές συνέπειες, πληρώνοντας ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή.
Η ίδια η McConville είναι μια τραγική φιγούρα, καθώς οδηγείται στον θάνατο. Την ώρα που την παίρνουν οι οκτώ-δέκα ένοπλοι του IRA, ανάμεσά τους και γυναίκες, που εισέβαλαν σπίτι της ‒κάποιους από αυτούς τους γνωρίζουν τα παιδιά της‒, λέει στον μεγαλύτερο γιο της να προσέχει τα άλλα παιδιά.
Είναι μια φιγούρα που, με διαφορετικό όνομα, μπορούμε να τη συναντήσουμε σε κάθε εμφύλια σύγκρουση: η μάνα-σύμβολο που δίνει τη ζωή της για τα παιδιά της. Έτσι κι αλλιώς, η ζωή της μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν μια επίπονη μαρτυρία. Τη μισή της ζωή μέχρι τα τριάντα οκτώ της, οπότε κόπηκε το νήμα της ζωής της, την είχε περάσει έγκυος ή αναρρώνοντας από τις γέννες. Χήρα με δέκα παιδιά και πενιχρό εισόδημα, το παράδειγμά της λογικά θα έπρεπε να συγκινεί, όμως στο Μπέλφαστ του 1972 οι απείθαρχες οικογένειες τέτοιου τύπου συγκροτούσαν τον κανόνα. Δεν υπήρχε περίσσευμα για λύπηση, ο εσωτερικός και εξωτερικός πόλεμος δεν άφηνε χώρο για συναισθήματα και συμπάθειες.
Το βιβλίο του Keefe είναι πραγματικά καταιγιστικό και δεν είναι τυχαίες οι βραβεύσεις που απέσπασε, καθώς συνδυάζει πολλά στοιχεία και είναι αυτό ακριβώς το είδος της γραφής που λείπει ‒παντελώς θα έλεγα‒ από την εγχώρια βιβλιογραφική μας παραγωγή: διεισδυτική και σκληρή δημοσιογραφική έρευνα, μυθοπλαστική αφήγηση που σέβεται απόλυτα την ιστορία και κυρίως έντιμη, όχι εργαλειακή, καταγραφή του χρονικού που έρχεται να πλαισιώσει, όχι να εξαφανίσει, την Ιστορία.
Η μικροϊστορία ηγείται της αφήγησης και παράλληλα μας οδηγεί στο μεγάλο πλαίσιο και στο πολιτικό παράδοξο της Βόρειας Ιρλανδίας, στη σύγκρουση δύο θρησκευτικών ομάδων, προτεσταντών και καθολικών, με κοινή ‒όχι πάντα‒ εθνοτική καταγωγή, που αισθάνονται και οι δύο τον κίνδυνο να γίνουν μειονότητα.
Οι προτεστάντες, λόγω της ευρύτερης πληθυσμιακής σύνθεσης στο νησί, με τη στήριξη βέβαια του αγγλικού στρατού, και οι καθολικοί, που αριθμητικά όντως μειοψηφούν στη Β. Ιρλανδία και μέχρι τη δεκαετία του ’70 ήταν αποκλεισμένοι από τα δημόσια αξιώματα στις έξι κομητείες της Βόρειας Ιρλανδίας. Ένα ιδιότυπο πολιτικό σύστημα, στηριγμένο όχι στον φυλετικό αλλά στον θρησκευτικό διαχωρισμό, που όμως ενέτεινε σε κάθε περίπτωση τις συγκρούσεις μεταξύ των κοινοτήτων.
Ο Keefe στήνει ένα page turner βιβλίο, όπου με αριστοτεχνικό τρόπο, πλάι στην ιστορία της McConville, βάζει και την ιστορία της Dolours Price, γυναίκας-μέλους του IRA που περνάει χρόνια στη φυλακή και διώκεται με μεγάλη σκληρότητα.
Ένα βολικό αντίβαρο; Όχι, η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, που βοηθά προφανώς στην εξισορρόπηση αλλά και στην ανάδειξη της τραγικότητας αυτού του εμφυλίου που κρύφτηκε κάτω από τον επιεική τίτλο «Ταραχές».
Τελικά, το βιβλίο του Keefe τι είναι ακριβώς; Μυθιστόρημα, ιστορικό πόνημα, μαρτυρία; Η προσπάθεια να μπει μια ταμπέλα θα μπορούσε να προκαλέσει πρόβλημα. Αλλά αυτό που καταφέρνει ο συγγραφέας μέσα από αυτόν τον εξαιρετικό συνδυασμό έρευνας και διαφορετικών τεχνικών είναι να αναδείξει την τραγωδία, την καταστροφή και την ηθική πληγή που αφήνει πίσω του κάθε πόλεμος, πόσο μάλλον ένας εμφύλιος, με τις αναρίθμητες τραγικές προσωπικές ιστορίες.
Τέλος, ο επίλογος του βιβλίου είναι μια ωδή στη ζωή που συνεχίζεται και σ’ εκείνους που αντιστέκονται στη βολική λήθη, η άρνηση των παιδιών της McConville να την ξεχάσουν, η ζωή μετά τον θάνατο, με το πάντα αμήχανο τέλος του πολέμου με τους νικητές που δεν υπάρχουν.
Ένα πραγματικά δυνατό ανάγνωσμα που ήρθε στα ελληνικά σχεδόν παράλληλα με την αγγλική έκδοση και, εκτός από τη συγκλονιστική ιστορία, φέρνει και ένα παράδειγμα έντασης γραφής και έρευνας που δεν το συναντούμε συχνά.