ΚΑΘΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΕΝΝΕΑ επεισόδια της αυτοτελούς δραματικής σειράς Say Nothing που προβάλλεται στο Disney+ τελειώνει με την ίδια δήλωση «αποποίησης ευθύνης» (disclaimer): «Ο Τζέρι Άνταμς πάντα αρνιόταν ότι υπήρξε μέλος του IRA καθώς και κάθε ανάμιξη σε βίαιες ενέργειες που έχουν σχέση με τον IRA».
Πρόκειται φυσικά για τον πρώην πρόεδρο του κόμματος Σιν Φέιν, της πολιτικής πτέρυγας της ένοπλης παραστρατιωτικής οργάνωσης του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και έναν από τους αρχιτέκτονες της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής του 1998 στο Μπέλφαστ ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Βρετανίας και της Ιρλανδίας, που έθεσε τέλος σε δεκαετίες αιματηρής σύγκρουσης και εμφύλιου αλληλοσπαραγμού.
Είναι φανερό ότι οι πληγές δεν έχουν κλείσει ακόμα στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά αυτό ακριβώς (η επιμονή του τραύματος) είναι ένα από τα θέματα αυτής της σειράς που παίρνει το όνομά της («Μην πεις τίποτα»), το οποίο αναφέρεται στην ομερτά που επιβαλλόταν ανάμεσα στους μαχητές του IRA.
Η δήλωση μοιάζει με πικρό σαρκασμό από τη στιγμή που, καθ' όλη σχεδόν τη διάρκεια της σειράς, παρακολουθούμε την δράση του Τζέρι Άνταμς (τον οποίον υποδύεται εξαιρετικά σε νεαρή ηλικία ο Τζος Φίναν) ως στρατηγικού καθοδηγητή του IRA την εποχή των «Ταραχών» (The Troubles), πριν ξεφύγει από την πολιτική απομόνωση και εξελιχθεί σε σοβαρό πολιτικό παίκτη, προς μεγάλη απογοήτευση (αλλά και οργή) κάποιων από τους πρώην συντρόφους του. Ένας από αυτούς, και μάλιστα ο πιο στενός, ήταν ο Μπρένταν Χιουζ, ο οποίος έφερε το απειλητικό προσωνύμιο «The Dark», παρότι στη σειρά εμφανίζεται πολύ λιγότερο «σκοτεινός» από τον επιφανή αργότερα κολλητό του.
Στη μαγνητική τροχιά αυτών των δύο (πολύ νεαρών τότε) ανδρών κινούνται οι αδελφές Ντόλορς και Μάριαν Πράις, αυτές όμως αποτελούν (ειδικά η πρώτη) τα κεντρικά πρόσωπα της σειράς που κατορθώνει να λειτουργεί συγχρόνως ως ιστορική αναπαράσταση, ως συνταρακτικό δράμα, ως καθηλωτικό θρίλερ, ακόμα και ως δραματοποιημένο true crime, ειδικά για τους θεατές που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις πολυσύνθετες πτυχές του ένοπλου αγώνα στη Βόρεια Ιρλανδία.
Οι δύο αδελφές ριζοσπαστικοποιήθηκαν σε εφηβική ηλικία και συμμετείχαν σε μερικές από τις βίαιες και αμφιλεγόμενες ενέργειες του IRA, με αποκορύφωμα τη συμμετοχή τους σε βομβιστικές επιθέσεις στο Λονδίνο, γεγονός που τις οδήγησε αρχικά σε φυλακές (ανδρικές μάλιστα) στην Αγγλία, όπου ξεκίνησαν απεργία πείνας που παραλίγο να τους κοστίσει τη ζωή, τελικά όμως το αίτημά τους να μεταφερθούν σε φυλακές στην πατρίδα τους έγινε δεκτό.
Μετά την αποφυλάκισή τους, οχτώ χρόνια αργότερα, η Μάριαν συνέχισε τη δράση της κατά των Βρετανών, ενώ η Ντόλορς, η οποία ακολούθως παντρεύτηκε τον γνωστό Ιρλανδό ηθοποιό Στίβεν Ρία, βαθιά απογοητευμένη από «τα ψέματα» και τον φαύλο κύκλο της βίας, και πλημμυρισμένη από ματαιότητα, έριξε μαύρη πέτρα πίσω της.
Η φιγούρα όμως που στοιχειώνει από την αρχή ως το τέλος τις παράλληλες ιστορίες που αφηγείται η σειρά είναι αυτή της Τζιν ΜακΚόνβιλ, μιας πολύτεκνης μητέρας από το Μπέλφαστ, η οποία απήχθη βιαίως από μασκοφόρους του IRA το 1972 μέσα από το σπίτι της και μπροστά στα μάτια των παιδιών της, και έκτοτε δεν την ξαναείδε κανείς ποτέ.
Θα περνούσαν τριάντα ένα χρόνια μέχρι να βρεθεί το πτώμα της (που αναγνωρίστηκε από τα ρούχα) σε μια απόμερη παραλία, μετά από πολυετείς ενέργειες των δέκα παιδιών της, ένα εκ των οποίων επανήλθε προχθές για να διαμαρτυρηθεί εντόνως για την «ψυχαγωγική» διαχείριση της τραγικής ιστορίας της μάνας του από τη σειρά.
Είναι φανερό ότι οι πληγές δεν έχουν κλείσει ακόμα στη Βόρεια Ιρλανδία, αλλά αυτό ακριβώς (η επιμονή του τραύματος) είναι ένα από τα θέματα αυτής της σειράς που παίρνει το όνομά της («Μην πεις τίποτα»), το οποίο αναφέρεται στην ομερτά που επιβαλλόταν ανάμεσα στους μαχητές του IRA, από το ομώνυμο ερευνητικό βιβλίο του Αμερικανού δημοσιογράφου Πάτρικ Ράντεν Κιφ, που κυκλοφόρησε το 2018.
Το βραβευμένο βιβλίο έχει υπότιτλο «Μια αληθινή ιστορία φόνου και μνήμης στη Βόρεια Ιρλανδία» και ο συγγραφέας του πήρε με τη σειρά του το όνομα του βιβλίου του από ένα ποίημα του αείμνηστου Ιρλανδού νομπελίστα ποιητή Σέιμους Χίνι, που αναφέρεται σ’ εκείνους τους ταραγμένους και αδυσώπητους καιρούς. Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1975 και έχει τίτλο Whatever You Say, Say Nothing («Ό,τι κι αν πεις, μην πεις τίποτα»).