Με τέτοιο υλικό στη φαρέτρα του άλλος θα έγραφε μυθιστόρημα οχτακοσίων σελίδων. Όταν όμως ο ποιητής Μιχάλης Γκανάς ένιωσε την ανάγκη ν’ αποτυπώσει στο χαρτί τις τραυματικές παιδικές του μνήμες, γρήγορα συνειδητοποίησε πως δεν κάνει για πεζογράφος: «Δεν είχα υπομονή. Βιαζόμουν να πιάσω κορυφή, δεν άντεχα τις ανηφοριές και τις κατηφόρες…».
Τέσσερα χρόνια χρειάστηκε για να ολοκληρώσει το «Μητριά πατρίδα», αυτό το σύντομο, πυκνό και σπαρακτικό μέσα στη λιτότητά του αφήγημα, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1981 από τις εκδόσεις Κείμενα του Φίλιππου Βλάχου.
Ήταν τα χρόνια της μεταπολιτευτικής έξαρσης, της εξωστρέφειας, της ελπίδας. «Έξω γινόταν το έλα να δεις, αλλά εγώ, έχοντας ήδη έτοιμη την πρώτη μου ποιητική συλλογή, είχα βυθιστεί στα περασμένα. Κι έγραφα για να ξεπληρώσω μια οφειλή στη μάνα μου, στον παππού μου, στους νεκρούς, σ’ όλον αυτόν τον κόσμο που μπλέχτηκε στα γρανάζια του εμφυλίου».
Χρόνια αργότερα, ξαναδιαβάζοντας το αφήγημά του εν όψει της επανέκδοσής του από το Μελάνι με ζωγραφιές του Πειραιώτη εικαστικού Γιάννη Αδαμάκη (2007), τ’ ομολογούσε: «Έτσι όπως επανήλθαν μπροστά μου πρόσωπα και καταστάσεις, δεν το κρύβω, συγκινήθηκα. Υπάρχει μια παιδική αθωότητα στο κείμενο και μια δικαιοσύνη, καμιά πρόθεση για απόδοση ευθυνών. Γιατί κανείς δεν βγαίνει αλώβητος από τις μυλόπετρες της Ιστορίας».
Ο Γκανάς συμπύκνωσε το χρονικό της ομηρίας, της προσφυγιάς και της επιστροφής σε μια πατρίδα-μητριά, ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, βαδίζοντας στα ίχνη του Μακρυγιάννη, του Στρατή Δούκα ή του Θανάση Βαλτινού, αποφεύγοντας τον πειρασμό του μελοδραματισμού όπως ο διάολος το λιβάνι.
Ο Μιχάλης Γκανάς διασταυρώθηκε με την Ιστορία νήπιο, το φθινόπωρο του '48, με την υποχώρηση των ανταρτών από το όρος Μουργκάνα της Ηπείρου. Στη μεγάλη φούρια των μαχών με τον τακτικό στρατό, όσοι μπορούσαν κρύβονταν. Η οικογένειά του, εκτός από τον παππού που ανάρρωνε από τύφο, είχε καταφύγει με τους συγχωριανούς στο βουνό, στη Λακκότρυπα.
Κάποια στιγμή, παίρνουν μήνυμά του να επιστρέψουν. Κατεβαίνουν μέσα στη νύχτα κακήν κακώς, τον συναντούν, κι εκεί που προχωρούν στον δρόμο χαμένοι, μέσα στο πηχτό βουητό των εχθροπραξιών, «Πάμε συναγωνιστή!» φωνάζουν στον παππού οι αντάρτες, ανύποπτοι ότι απευθύνονται σε υποστηρικτή του ΕΔΕΣ, και τους παρασύρουν όλους πέρα απ’ τα σύνορα.
«Έτσι περάσαμε στην Αλβανία κι από κει στην Ουγγαρία, ως “απαχθέντες υπό τον κομμουνιστοσυμμοριτών”. Γι’ αυτό και καταφέραμε να γυρίσουμε πίσω δύο χρόνια μόλις μετά την εκτέλεση του Μπελογιάννη τον Φεβρουάριο του ΄54. Αν ήμασταν καταχωρημένοι στους πολιτικούς πρόσφυγες δεν υπήρχε περίπτωση να μας το επιτρέψουν. Κάτι που με γέμιζε ενοχές αργότερα, όντας αριστερός. Χίλια διακόσια εξήντα άτομα ταξιδέψαμε με τρένο ως τη Βενετία κι από κει πήραμε το τρένο για την Ηγουμενίτσα. Όπως διαπίστωσα αργότερα, με το ίδιο πλοίο, το «Μιαούλης», πήγα στην Κρήτη για να υπηρετήσω τη θητεία μου. Τι παιχνίδια παίζει η μοίρα!».
Ο Γκανάς συμπύκνωσε το χρονικό της ομηρίας, της προσφυγιάς και της επιστροφής σε μια πατρίδα-μητριά, ανήμπορη να κρατήσει τα παιδιά της, βαδίζοντας στα ίχνη του Μακρυγιάννη, του Στρατή Δούκα ή του Θανάση Βαλτινού, αποφεύγοντας τον πειρασμό του μελοδραματισμού όπως ο διάολος το λιβάνι.
Κάθε του φράση και μια εικόνα, ιδωμένη από το παιδί που υπήρξε τότε και διυλισμένη από τον ενήλικα εαυτό του που κουβαλάει το βάρος του ξεριζωμού. Η πείνα, οι αρρώστιες, οι μετακινήσεις, τα πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα, η στενή επαφή με τον θάνατο αλλά και με τη φύση, η απουσία του πατέρα που έχει μείνει πίσω, ο αγώνας της μάνας για την επιβίωση δένονται σαν ψηφίδες ενός πικρού μωσαϊκού με τις ιστορίες των επαναπατρισμένων που αναγκάζονται να μοιρολογούν στα κρυφά τους νεκρούς τους, που καλούνται να δώσουν λογαριασμό για την παραμονή τους στο ανατολικό μπλοκ και που, σπρωγμένοι από την φτώχεια, παίρνουν και πάλι τον δρόμο της ξενιτιάς.
Ο γενέθλιος τόπος σιγά-σιγά ερημώνει. Άλλος φεύγει για Αμερική, άλλος για Γερμανία ή Αυστραλία, οικογένειες σπάνε στα δυο μ’ ολέθριες συνέπειες. Όσο σκληρή ήταν η εξορία άλλο τόσο επώδυνος αποδείχτηκε κι ο γυρισμός.
Πού να το φανταζόταν ο Γκανάς πόσο επίκαιρο θα ήταν το βιβλίο του δεκαετίες μετά την συγγραφή του, αρχικά σε μια Ελλάδα-υποδοχέα πλέον μεταναστών, «μητριά πατρίδα» για εκατοντάδες χιλιάδες ξένους, και στη συνέχεια σε μια Ελλάδα γονατισμένη από την κρίση, ανήμπορη γι’ άλλη μια φορά να κρατήσει τα παιδιά της... Όσο για τον ίδιο, μολονότι νόμιζε πως με το «Μητριά πατρίδα» είχε κλείσει τους λογαριασμούς του με την πεζογραφία, το 2010 έμελλε να δημοσιεύσει και μια συλλογή μικρών ιστοριών, στοιχειωμένων από τη γυναικεία παρουσία.
Στο «Γυναικών» (Μελάνι), ο Γκανάς κρατά τη θέση ενός παρατηρητή πρόθυμου να υμνήσει τα πάντα: τη μαγεία της ομορφιάς αλλά και τη γοητεία της φθοράς, το παιχνίδι του έρωτα αλλά και το βάσανο της ανεκπλήρωτης αγάπης, χειρονομίες που φανερώνουν μια στάση ζωής, στιγμές ευτυχίας αλλά και χαρμολύπης.
Εδώ, κοπέλες σαν τα κρύα νερά, προσηλωμένες στον υπολογιστή τους, δίνουν τη θέση τους σε γερασμένες υπάρξεις που λαχταράνε ένα χάδι, ενώ στιγμιότυπα από τη σύγχρονη αστική καθημερινότητα διασταυρώνονται με εικόνες και ήθη περασμένων εποχών, ανασυρμένα από «τη θάλασσα της μνήμης».
Οι περισσότερες ιστορίες είναι μικροσκοπικές, αλλά υπάρχουν κι εξαιρέσεις. Όπως αυτή που εκτυλίσσεται μια Κυριακή, όσο ένας άντρας «μουγκός από θυμό» σκοτώνει τις ώρες του μέχρι να επιστρέψει γαληνεμένος πια στο συζυγικό κρεβάτι, μπλέκοντας τα πόδια του σ' εκείνα της συντρόφου του – «δυο λυπημένα φίδια που βυθίζονται σε νάρκη». Πώς θα μπορούσε να λείπει η ποίηση από τα πεζά του Γκανά;