1. Θα ξαναπήγαινε. Θα ξαναπάει. Ξαναπήγε. Έτσι άρχιζε ένα βιβλίο που είχα γράψει με θέμα τον νόστο αυτού του τοπίου και αυτής της διάθεσης που δεν εγκατέλειψες και δεν εγκαταλείπεις ποτέ. Ένα βιβλίο που επέμενε στο να λες πάντα au revoir και ποτέ αντίο. Ένα βιβλίο που, χωρίς να το λέει, και χωρίς να το ξέρει,
ήταν το μετανεανικό μου προσκύνημα στη διαστρική ιδιοφυΐα που ακούει στο όνομα Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Ό,τι κι αν κάνουμε, όπου κι αν πηγαίνουμε, νοσταλγούμε εν τέλει αυτό που είναι δίπλα μας, νοσταλγούμε την ίδια μας τη φάτνη. Ξαναπηγαίνουμε στα μέρη που δεν αφήσαμε ποτέ. Χωνόμαστε/χανόμαστε/χυνόμαστε, ξανά και ξανά, στους λυτρωτικούς λαβυρίνθους που μας άνδρωσαν: Εξάρχεια/Κυψέλη/Μαρούσι. Γυρίζω στον Πεντζίκη σημαίνει δεν έφυγα ποτέ από τον
Πεντζίκη. Γυρίζω στον Πεντζίκη σημαίνει κοιτάζω, ξανά και ξανά, με τις ώρες, με τα δευτερόλεπτα, με τα λεπτά, χάνοντας τον χρόνο, εκείνο το έργο με τον τίτλο «Κολπίσκος στη Χαλκιδική» (λάδι σε κοντραπλακέ, 38,4x43,2 εκ.) που βρίσκουμε στη σελίδα 65 του πολύτιμου τόμου Φυσικός Εκκλησιασμός 1934-1993 (εκδ. ΜΙΕΤ). Στον ίδιο τόμο, στη σελίδα 26, φιλοξενείται το «Ποίημα 2», από το 1944, εφτά δεκαετίες πριν: «Οδύνη θλίψη πόνος λύπη και στεναγμός / όταν συλλογιέμαι τα καθ' εαυτόν / όταν μεμονωμένα εξετάζω τον απέναντι / όλα τα πάντα διαψεύδονται / όταν περιορίζω την εξέταση στην κίνηση / δίχως να ξεχωρίζω τον σκοπό που υπηρετεί / σκοπός της
σαρκός σαρκικός άσαρκος / αισθητός με τη σάρκα που τη σκοτώνει / αγαπώ και το αγαπώμενο δεν είναι δικό μου / αγαπώ και στο αγαπώμενο δεν ανήκω / συμβατικά και κατά συνθήκη πλησιαζόμαστε / δεν λέω πως ψέματα μας πληροφορούν οι αισθήσεις / παραδομένος είμαι σαν φελλός στον Ωκεανό των αισθητών / απ' τον Βοριά ίσαμε τη μεσημβρία / από τους πάγους ίσαμε τους τροπικούς».
2. Γαλουχούν Γενιές. Διάβασα τους Δαιμονισμένους πριν από τριάντα χρόνια. Στη μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου. Τους ξαναδιάβασα το 2008, στη μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου (εκδ. Ίνδικτος). Τώρα, ξαναπιάνω τον Αλεξάνδρου και τον τόμο των εκδόσεων Γκοβόστη. Δεκέμβριος δίχως Ντοστογιέφσκι δεν νοείται. Παθιασμένη κουβέντα ως το ξημέρωμα δίχως Σάτοφ και Σταβρόγκιν, όπως δίχως Νάφτα και Σετεμπρίνι, ή δίχως Μαρξ και Μπακούνιν, δύσκολο να πετύχεις πια. Γαλούχησαν γενιές αυτά τα διαβάσματα, οι Δαιμονισμένοι, το Μαγικό Βουνό. Γαλούχησαν γενιές ο Γκοβόστης και ο Δίφρος. Ακόμα γαλουχούν. Βάθος και βένθος, έλεγε ο μακαρίτης φίλος Ηλίας Λάγιος. Ας ακούσουμε τον Σάτοφ, ας σκεφτούμε τα λεγόμενά του: «Ο Θεός είναι η συνθετική προσωπικότητα όλου του λαού – απ' την αρχή ως το τέλος της ιστορίας του. Ποτέ ως τα τώρα δεν συνέβη όλοι ή πολλοί μαζί λαοί να 'χουν έναν κοινό Θεό~ πάντοτε ο κάθε λαός είχε τον ιδιαίτερο θεό του. Όταν οι θεοί αρχίζουν να γίνονται κοινοί, έχουμε κιόλας το πρώτο σημάδι της καταστροφής των λαών. Όταν οι θεοί γίνονται κοινοί, πεθαίνουν και οι θεοί και η πίστη των λαών σ' αυτούς, μαζί με τους ίδιους τους λαούς».
3. Πετάχτηκα στον ύπνο μου γαλήνια. Δεν είναι αντίφαση. Ναι, πετάχτηκα. Κι όμως, χωρίς την παραμικρή ταραχή. Γαλήνια. Σηκώθηκα, βάδισα στα σκοτεινά, κατέβηκα στο γκαράζ, στην υπόγεια βιβλιοθήκη, βρήκα το βιβλίο που μ' επισκέφτηκε στο ενύπνιό μου, κι άρχισα πάλι να το διαβάζω. Για ελάχιστα βιβλία έχω σηκωθεί μες στ' άγρια χαράματα για να τα βρω και να ξεδιψάσω από το ύδωρ (ή άλλοτε το ουίσκι) των σελίδων τους. Τέτοιο είναι ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης του αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ). Σημαίνουσα μορφή, ο Σωφρόνιος έζησε/θήτευσε/προσευχήθηκε δίπλα στον Άγιο Σιλουανό και μας δώρισε τις διδαχές του, την αγιασμένη του σοφία. «Η μνήμη του θανάτου», διαβάζω, χαράματα η ώρα τρεις, «αρχίζει με τη συναίσθηση της συντομίας της επίγειας υπάρξεώς μας~ άλλοτε εξασθενίζοντας κι άλλοτε δυναμώνοντας, γίνεται κατά καιρούς βαθύ "αίσθημα" της φθαρτότητας και της παροδικότητας καθετί επίγειου πράγματος, μεταβάλλοντας έτσι τη στάση του ανθρώπου απέναντι σε κάθε πράγμα μέσα στον κόσμο. Ό,τι δεν μένει αιώνιο χάνει την αξία του στη συνείδηση του ανθρώπου και δημιουργείται το αίσθημα πως όλα τα γήινα αποκτήματα είναι μάταια. Η προσοχή του νου φεύγει από τον εξωτερικό κόσμο που τον περιβάλλει και συγκεντρώνεται προς τα μέσα, όπου η ψυχή αντιμετωπίζει κατά πρόσωπο την ακατάληπτη άβυσσο του σκότους». Πέρα από τη φιλοσοφική υπέρβαση, εκεί όπου πρόκειται για την πραγματική πραγματικότητα, φτάνουμε στη ζωή που δεν έχει ανάγκη από διαλεκτικές αποδείξεις, στη ζωή που «δεν έχει πώμα», στη γνώση που είναι απροσδιόριστη, αναπόδεικτη, ανεκδήλωτη και πιο δυνατή, και εσωτερικά πιο πειστική από κάθε «άψογη αφηρημένη διαλεκτική».
σχόλια