Ο Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 Ιανουαρίου του 1859 στην Πάτρα και μεγάλωσε με την ευρύτερη οικογένειά του, αφού έχασε τους γονείς του σε πολύ μικρή ηλικία. Οι συγγενείς του, σχεδόν όλοι λόγιοι και άνθρωποι των γραμμάτων ήταν η καλύτερη επιρροή για τον μεγάλο μας ποιητή.
Έγραψε το πρώτο του ποίημα σε ηλικία 9 ετών. Η αρχή του ποιήματος εκείνου ήταν: "Σ΄ αγαπώ εφώνησα, / κι εσύ μ΄ αστράπτον βλέμμα /Μη - μ΄ απεκρίθης - μη θνητέ, / τολμήσης να μιάνης / δια της παρουσίας σου / τας ώρας τας ωραίας / που έζησα στον κόσμον /...". Λίγα χρόνια μετά, ο Κωστής Παλαμάς θα το χαρακτήριζε ποίημα για γέλια.
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου και μάλιστα το τελευταίο σου είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά»
Υπήρξε ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 14 φορές. Το 1887 παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά και έζησαν μαζί μέχρι το τέλος της ζωής του μεγάλου ποιητή στις 27 Φεβρουαρίου 1943.
Τα Χριστούγεννα του 1920 όμως, η ζωή του Κωστή Παλαμά θα αλλάξει, όταν θα γνωρίσει την 20χρονη Ελένη Κορτζά. Ο ποιητής ήταν τότε ήδη 61 ετών και τίποτα δεν προμήνυε τον μεγάλο τρυφερό έρωτα που θα ένιωθε για τη νεαρή Ελένη. Οι δυό τους γνωρίστηκαν στο σπίτι του ανιψιού του Παλαμά, Χρήστου Ξανθόπουλου. Ο ποιητής εντυπωσιάστηκε από τη φρεσκάδα, την ομορφιά, τη μόρφωση και την ευφράδεια της Ελένης η οποία μάλιστα ευθαρσώς του είπε «Δεν γνωρίζω ποιητή Παλαμά» (εκείνη την εποχή ο Παλαμάς ήταν ήδη καταξιωμένος). Οι συναντήσεις τους συνεχίστηκαν στο ίδιο σπίτι κάθε Σάββατο, υπό το βλέμμα και άλλων ενδιαφερομένων για τις απόψεις του Παλαμά.
"Επέρασα μια νύχτα, τη νύχτα της Δευτέρας προς την Τρίτη, με το λυρικό, το μεθυστικό πυρετό της ενθύμησής σου. Το δειλινό της Δευτέρας μου το εξακολούθησε και μου το συμπλήρωσε η νύχτα ίσα με τα ξημερώματα της Τρίτης, με όλη την αχαλίνωτη ελευθερία της φαντασίας, με όλη την ωραία, την ηδονόπαθη, τη λογική, τη βαθυστόχαστη, την τρομαχτική, την εντατική ασυναρτησία του ονείρου (...)"
Ωστόσο αυτό δεν αρκούσε στο μεγάλο ποιητή και τη νεαρή Ελένη, που έπασχε από φυματίωση και αντλούσε δύναμη από τον Κωστή Παλαμά. Κανόνισαν λοιπόν ιδιαίτερες συναντήσεις στο "κελί", όπως ονόμαζε το σπουδαστήριό του που βρισκόταν στην Ασκληπιού 3. Εκεί συζητούσαν για καθετί που μπορεί να τους απασχολούσε. Από πολιτική μέχρι λογοτεχνία και προσωπικές ανησυχίες.
Η υγεία της νεαρής Ελένης επιδεινώνονταν με την πάροδο του χρόνου και την ανάγκαζε να φεύγει για πιο θερμά κλίματα τους κρύους μήνες του χειμώνα. Στο διάστημα αυτό, ο Κωστής Παλαμάς και η Ελένη Κορτζά θέλησαν να καλύψουν το κενό της απουσίας αλληλογραφώντας. Ο έρωτάς τους διήρκησε 14 ολόκληρα χρόνια, με τα γράμματα να περιγράφουν τα αισθήματα και των δύο. Για τον ποιητή, η Ελένη γινόταν στα γράμματά του η «Ραχήλ». Το 1935 η Ελένη έφυγε από την Ελλάδα για την αφρικανική ήπειρο, ακολουθώντας τον στρατηγό πατέρα της. Επέστρεψε στην Ελλάδα έναν χρόνο μετά το θάνατο του Κωστή Παλαμά (1944), χωρίς να καταφέρει να πει αντίο στον αγαπημένο της. Η μορφή της σχέσης τους παραμένει μέχρι σήμερα ένα πολύ δύσκολο αίνιγμα.
«Η αλήθεια είναι πως τα γράμματά σου και μάλιστα το τελευταίο σου είναι σαν κάποια ωραία μάτια εκφραστικά που σε κοιτάζουν δακρυοπνιγμένα, μα χωρίς να στάζουνε τα δάκρυά τους, και χωρίς να χάνουν τίποτε από την ομορφιά τους τα μάτια αυτά. Μάλιστα γίνονται ομορφότερα. Μα η αλήθεια είναι πως θα τα ήθελα τα μάτια αυτά (παραμερίζοντας κάθε αισθητικό εγωισμό), πως θα τα ήθελα να μη πνίγονται δακρυσμένα, θα τα ήθελα ολοκάθαρα να λάμπουν και να χαμογελούν με το χαμόγελο εκείνο των ωραίων ματιών που κάποτε και πότε είναι εκφραστικώτερο και ποθητότερο από το χαμόγελο που ανατέλλει στα χείλη· κάποτε και πότε σημειώνω, γιατί δεν είναι τίποτε ωραιότερο καθώς κάπου το παρατηρεί και ο Τολστόης από το χαμόγελο του ανθρώπου· το μειδίαμα, βέβαια, που κέντρο του το στόμα είναι, μα που απλώνεται φωτίζοντας, με το φως μιας αυγής, ολόκληρο το πρόσωπο... Τα γράμματά σου πώς πονούν! Παλμός τους είναι η μελαγχολία, μια deception τα τρεμοσαλεύει κ' ένας φόβος τα κιτρινίζει. Αστείος και αφελής θα ήμουν αν προσπαθούσα να σε παρηγορήσω. Μα και δεν πρέπει να σου σιωπήσω δυο πράγματα: Πρώτα, πως μου δίνουν κ' εμένα ένα πένθος που όσο κι αν είναι δυσκολοέκφραστο, εύκολα θα μπορής να το εννοήσης. Επειτα και μαζί πως μου δίνουν μια χαρά. Το πένθος είναι από το πένθος σου, και η χαρά από τη σκέψη πως με θεωρείς άξιο της εμπιστοσύνης σου ώστε να γέρνης προς την ψυχή μου το πρόσωπο της θλίψης σου» (31 Αυγούστου 1924)
ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΑΥΤΟ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΣΤΙΣ 13.1.2015