«ΜΙΑ ΛΕΞΗ ΠΑΝΤΑ, σε όλη μου τη ζωή, με τυραννούσε και με μαστίγωνε: η λέξη Ανήφορος: τον ανήφορο αυτό θα ’θελα εδώ, με αλήθεια μαζί και φαντασία, να παραστήσω και τις κόκκινες πατημασιές που άφηκε το ανηφόρισμα», έγραφε ο Νίκος Καζαντζάκης στο αυτοβιογραφικό Αναφορά στον Γκρέκο, επιβεβαιώνοντας, για μία ακόμα φορά, ότι ο ανήφορος ήταν μια έννοια που πάντοτε διαπερνούσε και θεμελίωνε το μεταφυσικό του πλάνο.
Η ανηφορική πορεία του ανθρώπου προς ό,τι τον συνταράσσει και τον ξεπερνά, οι δυσκολίες που καλείται να ξεπεράσει στη ζωή του ώστε να κατακτήσει τα ύψη της αυτενέργειας και της ελευθερίας, ήταν ο κεντρικός άξονας πάνω στον οποίο θεμελιώθηκαν τα μυθιστορήματά του κορυφαίου συγγραφέα.
Ενδεικτικό της υπαρξιακής αυτής αναζήτησης είναι το έργο που φέρει ακριβώς αυτόν τον τίτλο (Ο Ανήφορος) και μέχρι σήμερα παρέμενε ανέκδοτο ‒ αναμένεται να κυκλοφορήσει στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα θανάτου του συγγραφέα.
Στον Ανήφορο είναι διακριτές οι εσωτερικές σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο που βασανίζουν τον συγγραφέα και μπορεί κανείς να πει ότι συνιστά το διονυσιακό συμπλήρωμα του πιο απολλώνιου Ζορμπά, καθώς είναι γεμάτο παραφορά και τις σελίδες του διαπνέει μια σκοτεινή αύρα.
«Είναι απίστευτο να κυκλοφορεί σήμερα, το 2022, για πρώτη φορά βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη» ήταν η χαρακτηριστική δήλωση του Κωνσταντίνου Παπαδόπουλου, εκδότη της Διόπτρας και πλέον διαχειριστή του πνευματικού έργου του συγγραφέα, αναφορικά με την επικείμενη έκδοση.
Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που χρονικά συμπίπτει με την αναχώρηση του συγγραφέα από την Κρήτη, στην οποία δεν ξαναγύρισε ποτέ ‒μόνο μετά θάνατον‒, και ουσιαστικά περιγράφει τα ζοφερά χρόνια του πολέμου, τόσο στην Αγγλία όσο και στην Ελλάδα, όπου ο συγγραφέας παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα για να μπορέσει να γράψει και να συγκεντρωθεί.
Στον Ανήφορο είναι διακριτές οι εσωτερικές σκέψεις για τη ζωή και τον θάνατο που βασανίζουν τον συγγραφέα και μπορεί κανείς να πει ότι συνιστά το διονυσιακό συμπλήρωμα του πιο απολλώνιου Ζορμπά, καθώς είναι γεμάτο παραφορά και τις σελίδες του διαπνέει μια σκοτεινή αύρα. Σε κάποια σημεία διαθέτει τη θεατρικότητα των έργων του Σαίξπηρ, στον οποίο παραπέμπει εμφανώς ο Καζαντζάκης προς το τέλος του βιβλίου, με σκηνές από την Τρικυμία π.χ., ενώ σε άλλα έχει την αυτοβιογραφική δύναμη που βλέπουμε και στην Αναφορά στον Γκρέκο.
Αλλού πάλι διακρίνεται από μια εκφραστική ένταση και ένα περιγραφικό σθένος που χαρακτηρίζει τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Μάλιστα θα λέγαμε ότι αυτό το χαρακτηριστικό του υβριδισμού καθιστά τον Ανήφορο ένα έργο άκρως πρωτότυπο και επίκαιρο για τους αναγνώστες, καθώς οι σκέψεις του συγγραφέα για τη μεταπολεμική Ευρώπη βρίσκουν αναλογίες με τη σημερινή κατάσταση της Γηραιάς Ηπείρου που ταλανίζεται από τον πόλεμο και την κρίση, και η κρίση ταυτότητας είναι παραπάνω από εμφανής.
Επικεντρώνοντας σε αυτά ακριβώς τα ζητήματα, ο Καζαντζάκης αναρωτιέται διαρκώς, όπως και στα υπόλοιπα βιβλία, για τον σκοπό και τη δύναμη του ανθρώπου, για το νόημα της ζωής και της ύπαρξης, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Δεν με νοιάζει ο θάνατος, δεν με νοιάζει η φθορά: αυτή εξευτελίζει τον άνθρωπο. Αυτήν πρέπει να νικήσω».
Τολμούμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα κατεξοχήν έργο ελευθερίας που συνομιλεί νοερά με την Πανούκλα του Καμί, η οποία, κατά σατανική σύμπτωση, γράφεται ακριβώς τότε.
Μέχρι σήμερα το χειρόγραφο του Ανήφορου φυλασσόταν στο Μουσείο Καζαντζάκη, στην ιδιαίτερη πατρίδα του, στους Βαρβάρους (σημερινή Μυρτιά), με αριθμό καταγραφής ΑΥΤ.086. Τη μεταγραφή του ανέλαβε και έφερε εις πέρας η Βίκυ Κατσαρού, ενώ οι φιλόλογοι Νίκος Μαθιουδάκης και Παρασκευή Βασιλειάδη, οι οποίοι την είχαν επιχειρήσει πρώτοι, υπογράφουν το επίμετρο που συνοδεύει την έκδοση, όπου τονίζουν πως ο Ανήφορος είναι ένα «πρωτοποριακό μυθιστόρημα με έντονο υβριδικό χαρακτήρα, που γράφεται κατά την περίοδο της “εξόδου” του Νίκου Καζαντζάκη στην Ευρώπη ‒που η αναχώρησή του στο εξωτερικό έμελλε να αποτελέσει την αρχή του οριστικού εκπατρισμού του‒, και μάλιστα ταυτίζεται με τα πρώτα χρόνια της ενασχόλησης του Κρητικού λογοτέχνη με το μυθιστόρημα, εντείνοντας τις προσπάθειές του να επιβληθεί ως παγκόσμιος συγγραφέας και προσπαθώντας πεισματικά να διεκδικήσει το Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία».
Η υπόθεση θέλει τον πρωταγωνιστή του βιβλίου, τον Κοσμά, να κινείται μεταξύ θεωρίας και πράξης, Ελλάδας και Αγγλίας, σε μια προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του συνομιλώντας, κατά τον τρόπο του Άμλετ, με το φάντασμα του νεκρού πατέρα του και καταγράφοντας φαντασιακές εικόνες που του γεννά το μεταπολεμικό σκηνικό τόσο στην πατρίδα του όσο και την Αγγλία.
Το πένθος είναι για τον ίδιο καθολικό και προσωπικό, αφού έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες μετά τον θάνατο του πατέρα του, καπεταν-Μιχάλη: επιστρέφοντας στο σπίτι μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, έρχεται σε επαφή με το οικογενειακό δράμα αλλά και με την καταστροφή που έχουν αφήσει πίσω τους φεύγοντας από το νησί οι Γερμανοί.
Σχεδόν ταυτόχρονα, σε ένα άλλο σπίτι, αυτό του ετοιμοθάνατου παππού του, έχουν ήδη μαζευτεί τα παιδιά και τα εγγόνια του, οι παλιοί καπεταναίοι, σύντεκνοι και συμπολεμιστές. Επιστρέφοντας, λίγο αργότερα, στο Μεγάλο Κάστρο ‒άλλη ονομασία για την πρωτεύουσα, το Ηράκλειο‒, ο Κοσμάς πληροφορείται ότι η γυναίκα του είναι έγκυος ‒ άλλη μια αφορμή για τον Καζαντζάκη να στοχαστεί πάνω στα αιώνια ζητήματα του θανάτου και της ζωής.
Ωστόσο εκείνος πρέπει να σκεφτεί το παγκόσμιο καλό κι έτσι ζητάει από τη σύζυγό του την άδεια να μεταβεί στο Λονδίνο, απ’ όπου της στέλνει μια σειρά από γράμματα ‒στην πραγματικότητα και ο ίδιος ο Καζαντζάκης έστελνε επιστολές σε διαφορετικές γυναίκες‒, κι αυτό δίνει την αφορμή να ξεδιπλωθούν μια σειρά από σκέψεις του συγγραφέα αναφορικά με τα υπαρξιακά ζητήματα αλλά και την ίδια την τέχνη και το νόημά της.
«Μονάχα στα έργα της τέχνης γίνεται τόσο φανερό το θάμα, να δημιουργά ένα σκουλήκι αθανασία», γράφει χαρακτηριστικά στον Ανήφορο. «Στην Πράξη βλέπουμε πολλά πρόσωπα, ομαδικό ανώνυμο σπρώξιμο, πλούσια, πολύπλοκη συνεργασία: στην Τέχνη ένας άνθρωπος κάθεται μ’ ένα κοντύλι, μ’ ένα σφυρί, με λίγες μπογιές, σκυμμένος, συμμαζεμένος, ολομόναχος. Κι όπως ο μεταξοσκούληκας βγάνει από το σπλάχνο του το μετάξι, κι υφαίνει το θάμα του κουκουλιού, όμοια κι ο τεχνίτης μετουσιώνει το χώμα του σε θεϊκιά, πολύτιμη ουσία».
Όσον αφορά το κρίσιμο ερώτημα τού γιατί αυτό το έργο παρέμενε τόσα χρόνια ανέκδοτο, οι Νίκος Μαθιουδάκης και Παρασκευή Βασιλειάδη εικάζουν ότι αυτό μάλλον οφείλεται είτε στο ότι θεωρήθηκε πρόδρομος του Καπετάν Μιχάλη είτε αποκηρυγμένο από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Όπως και να ’χει, πρόκειται για ένα αυτόνομο, πλήρες μυθιστόρημα με εμφανή τα πολιτικά και στοχαστικά στοιχεία και έντονη πειραματική διάθεση που αναμένεται να κερδίσει όχι μόνο τον εξοικειωμένο με το έργο του Καζαντζάκη αναγνώστη αλλά και τον νέο, που αναμένεται να βρει σε αυτό πολλά πρωτοποριακά μηνύματα ακόμα και σήμερα.
Αυτός, άλλωστε, είναι ο σκοπός των υπευθύνων των εκδόσεων Διόπτρα, που προσφέρουν όχι μόνο τον παρόντα τόμο αλλά και το σύνολο του έργου του Νίκου Καζαντζάκη, ανανεωμένο, εμπλουτισμένο με επίμετρο για κάθε έργο, νέα εξώφυλλα και με μια γραμματοσειρά που φέρει το όνομα του συγγραφέα, ειδικά διαμορφωμένη από τον art director Γιάννη Καρλόπουλο, «μια γραμματοσειρά-φόρος τιμής και ευγνωμοσύνης στους Γάλλους τυπογράφους των περασμένων πέντε αιώνων», όπως επισημαίνει ο ίδιος στο τέλος του βιβλίου.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.