Βρισκόμαστε, λοιπόν, στο σημείο που μπορεί, σε έναν ήσυχο δρόμο του κέντρου της Αθήνας, να διασταυρωθεί το διάβα μας με εκείνο ενός σπουδαίου αστέρα όχι μόνο της Γαλλίας αλλά και του παγκόσμιου στερεώματος των συγγραφέων, μια και τα βιβλία του έχουν μεταφραστεί πλέον σε περισσότερες από τριάντα γλώσσες: του αξιαγάπητου και αξιοθαύμαστου «φοβερού βρέφους» (βλ. enfant terrible) με την αγγελική όψη και την αντι-ομοφοβική σιδηρά πυγμή, τον Εντουάρ Λουί.
Το πρώτο του βιβλίο με τίτλο Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ εκδόθηκε όταν ήταν είκοσι δύο ετών και δημιούργησε τεράστια αναστάτωση και αντιπαραθέσεις. Διαβάστηκε, επίσης, όσο του άξιζε ‒ πολύ.
Δύο χρόνια αργότερα ακολούθησε η περίφημη Ιστορία της βίας, που διασκευάστηκε φέτος για το θέατρο και παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών από τον σπουδαίο σκηνοθέτη Τόμας Οστερμάιερ. Μετά κυκλοφόρησε το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου.
Και φτάνοντας στη φετινή χρονιά, που ο Εντουάρ Λουί είναι πια είκοσι εννέα ετών, κυκλοφόρησαν οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας και η Μέθοδος της αλλαγής ‒ το πρώτο εκδόθηκε στα ελληνικά μόλις προ μηνός, ενώ το δεύτερο αναμένεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2022 από τις εκδόσεις Αντίποδες, που έχουν εκδώσει και όλα τα υπόλοιπα βιβλία του.
Επιπλέον, φέτος ο Εντουάρ Λουί ανακοίνωσε ότι ο περίφημος σκηνοθέτης Τζέιμς Άιβορι θα μεταφέρει σε σειρά για τη μικρή οθόνη με τον τίτλο Το τέλος του Εντύ τα βιβλία του Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ και Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου.
Στην Αθήνα βρήκα κάτι που ήταν βαθιά άτακτο, κάτι το ακανόνιστο. Και αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι η Αθήνα μοιάζει στη ζωή, που είναι κι αυτή με τέτοιο τρόπο διευθετημένη, και ότι επίσης μοιάζει στην ψυχή, η οποία δεν είναι ποτέ οργανωμένη, δεν είναι ποτέ λειασμένη και είναι πάντα απρόβλεπτη. Το Παρίσι ως πόλη δεν έχει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά.
Ο Εντουάρ Λουί είναι αυτό που στη Γαλλία λέγεται «normalien» και σημαίνει απόφοιτος της École Normale Supérieure de la rue d’Ulm, που είναι μια υψηλότατου κύρους ανεξάρτητη ακαδημαϊκή σχολή με τα πλέον αυστηρά κριτήρια επιλογής φοιτητών. Μεταξύ των αποφοίτων της συγκαταλέγονται περί τα 14 βραβεία Νόμπελ, ενώ ένα πτυχίο από αυτήν θεωρείται γοητευτικό και χρήσιμο εφόδιο για τη διεκδίκηση της προεδρίας της δημοκρατίας στη Γαλλία.
Όλα αυτά έχουν μια κάποια σημασία επειδή η «προέλευση» του Εντουάρ Λουί από τη συγκεκριμένη σχολή αντικατοπτρίζεται στη σταθερότητα του τρόπου με τον οποίο δομεί τη σκέψη του μεθοδικά και με σαφήνεια, συνενώνοντας χωρίς περιττολογίες όλα τα θέματα στα οποία μπορεί να ανοιχτεί καθώς μιλά ελεύθερα. Και η εν λόγω συνοχή σκέψης δημιουργεί ένα γοητευτικό απαλό κοντράστ με το πόσο χαμογελαστός είναι όταν κάποιος του απευθύνεται.
— Αποκρίνεστε με ευκολία και χάρη στους αγνώστους. Έχετε την αυτοπεποίθηση εκείνων που τους αγαπούν όλοι διαμιάς;
Θα έλεγα ότι στη ζωή μου σώθηκα χάρη στη δική μου αίσθηση ότι δεν με αγαπούσαν. Αυτή με εξώθησε να το βάλω στα πόδια από κει όπου βρισκόμουν και να εφεύρω εξαρχής τη ζωή μου. Έτσι, κατάφερα να μη ζω τη ζωή που ζούσαν ο πατέρας μου και ο αδελφός μου, να μην αναπαράγω ένα προκαθορισμένο μοντέλο ζωής.
Λόγω του ότι είμαι γκέι, βρισκόμουν πάντα αντιμέτωπος με την ορμή που είχαν οι άλλοι για να με καταστρέψουν. Είναι κάτι που το βιώνουν όλοι οι ομοφυλόφιλοι. Στο σχολείο, επειδή ακριβώς ήταν πασιφανές ότι είμαι γκέι, οι άλλοι ήθελαν να με κατασπαράξουν εξαιτίας του πανικού που τους προκαλεί η ομοφυλοφιλία – εξαιτίας της επιτακτικής ανάγκης των ομοφοβικών να κάνουν να σωπάσει οτιδήποτε δεν ταιριάζει στην κληρονομημένη αντίληψή τους για την αρρενωπότητα.
Έτσι, λοιπόν, με υποκίνησε η αγωνία να βρω έναν χώρο, στον οποίο θα ένιωθα ότι με αγαπούν ή, τέλος πάντων, ότι με αποδέχονται. Τώρα πια, λοιπόν, θεωρώ ότι με έσωσε η απουσία της αγάπης. Δεν το λέω για να κάνω τους άλλους να κλάψουν ή να συμφωνήσουν. Τουναντίον, είναι μια εκδήλωση χαράς, επειδή το πώς είμαι τώρα αποτελεί τη φυσική συνέπεια της πορείας που διάνυσα.
— Τι καταδικάζει τους ανθρώπους στην ομοφοβία;
Είναι πολλοί οι παράγοντες που οδηγούν όλοι μαζί στην απόρριψη μετά αηδίας της ομοφυλοφιλίας και της θηλυπρέπειας των αγοριών. Μαθαίνουμε να τα σιχαινόμαστε και τα δύο με τον τρόπο που μαθαίνουμε τη γλώσσα που μιλάμε, όπως μαθαίνουμε να λέμε «καλημέρα» ή «ορεβουάρ».
Δεν μου αρέσει η λέξη ομοφοβία. Ακούγεται σαν οι ομοφοβικοί να είναι θύματα της ομοφυλοφιλίας επειδή εκείνη τους γεννά μια φοβία απέναντί της. Ενώ στην πραγματικότητα τον φόβο τον νιώθουμε εμείς οι ομοφυλόφιλοι. Διότι εμείς δεχόμαστε επιθέσεις και κινδυνεύει ακόμα και η ζωή μας εξαιτίας τους.
Ως εκ τούτου, προτιμώ να λέω ότι νιώθουν ένα μίσος για την ομοφυλοφιλία. Είναι ένα μίσος που μαθαίνει να το νιώθει κάποιος, όπως μαθαίνει και να μιλά. Κι έτσι, την κρίσιμη στιγμή που θα το εκφράσει, ούτε καν προηγείται μέσα του κάποιος ενδοιασμός. Δεν αποζητά αιτιολόγηση μέσα του ο ομοφοβικός για το ότι εκφράζει ένα τέτοιο μίσος.
Όλα γίνονται αυθόρμητα και αυτόματα, μέσα από τη γλώσσα. Και μέσα από αυτήν κάθε κοινωνική τάξη εκφράζει αυτό το μίσος με δικό της τρόπο. Η μπουρζουαζία, για παράδειγμα, η οποία προσπαθεί συνήθως να συγκαλύψει τη γλώσσα και τη ρητορική του μίσους, ασκεί επίσης μια βία μέσω αυτής της απόπειρας συγκάλυψης. Δηλαδή ασκεί βία καθώς προσπαθεί να αποκρύψει τη βία που περιέχει η γλώσσα της.
— Θα ήταν άραγε εφικτό να υπάρξει μια κοινωνία όπου κανείς δεν θα ασκούσε κανενός είδους βία στον άλλο ή αυτό είναι ουτοπία και χίμαιρα ταυτόχρονα;
Πιστεύω ότι είναι κάτι που το έχουμε ζήσει ήδη μέσα από τη συνθήκη της αγάπης και της φιλίας, κυρίως της φιλίας. Η αγάπη και η φιλία είναι οι τόποι διακοπής της βίας, εκεί όπου οι δεσμοί βίας ανάμεσα στους ανθρώπους διαρρηγνύονται και διαλύονται. Και αυτό συμβαίνει σε αντίθεση με το τι ισχύει στις οικογενειακές σχέσεις, επειδή η αγάπη, ο έρωτας και η φιλία είναι δεσμοί που εδραιώνουμε μόνοι μας, δεν γεννιόμαστε με αυτούς. Η γλώσσα, μέσα στο πεδίο της φιλίας και του έρωτα, δεν έχει πια το ίδιο νόημα που έχει έξω από αυτό.
Αν, για παράδειγμα, είστε φίλος μου και μου πείτε ότι αυτό που λέω είναι ανόητο, δεν θα πληγωθώ με τον τρόπο που θα συνέβαινε αν μου το έλεγε κάποιος άγνωστος. Μέσα στο πλαίσιο που εμείς επιλέγουμε η γλώσσα δεν μεταφέρει το ίδιο φορτίο μίσους και επιθετικότητας. Οι δικοί μου καλύτεροι μου φίλοι είναι άνθρωποι που είμαστε συνέχεια μαζί, χωρίς να έχουμε μαλώσει ποτέ. Δεν συγκατοικούμε, γιατί το σπουδαίο και το σημαντικό στη φιλία είναι η αυτονομία του καθενός, ενώ το να συγκατοικείς με κάποιον είναι για μένα το αντίθετο της ελευθερίας. Είναι κάτι τρομερό και το τρομακτικό.
— Μένατε πάντα μόνος;
Ναι, απολύτως μόνος. Πάντα μόνος. Πιστεύω ότι αυτή η μοναξιά είναι ένας πολιτικός στόχος, μια κατάκτηση. Διότι, η κοινότοπη ιδέα της κοινωνίας που χτίζεται από ζευγάρια που συζούν βρίσκεται πραγματικά στον αντίποδα του ανθρώπινου ενστίκτου.
— Άρα, ευαγγελίζεστε και προετοιμάζετε την «κοινωνία των εργένηδων», για την οποία με τόσο τρόμο μιλούν οι ψυχαναλυτές ως κάτι που θα συμβεί στο μέλλον προς μεγάλη δυστυχία του ανθρώπου;
Αν είναι γεγονός ότι το λένε, τότε είναι θαυμάσιο. Σε όλη μου τη ζωή μέχρι τώρα ενσαρκώνω αυτό το πρότυπο. Και πιστεύω πολύ στο ότι μπορεί κάποιος να είναι ερωτευμένος, αλλά να μένει μόνος, χωρίς τον έρωτά του.
Δεν αμφισβητώ ότι είναι εφικτό να ευτυχήσει κάποιος συμβιώνοντας με αυτόν που αγαπά, να αποκτήσουν μαζί παιδιά και όλο αυτό να είναι πολύ λειτουργικό και να τους χαρίζει διαρκώς χαρά. Όμως, εγώ προσωπικά είμαι κυρίως ανοιχτός σ’ εκείνα τα σχεδιάσματα ζωής που δίνουν προβάδισμα στην ελευθερία του ενός από τον άλλο. Εννοώ την ελευθερία τού να επιλέγεις τη ζωή σου και να τη διαμορφώνεις μόνο μέσα από επιλογές σου.
Προσωπικά, επέλεξα και το επίθετό μου, αφότου έφυγα από το οικογενειακό μου περιβάλλον. Έχω μέχρι και υιοθετημένο πατέρα στην καθημερινότητά μου, που αντικαθιστά τον φυσικό μου. Επιλέγω, επίσης, να μένω μόνος παρότι βρίσκομαι σε σχέση με κάποιον και θα μπορούσαμε να συζούμε. Το ότι ο τρόπος ζωής μου είναι αποτέλεσμα μόνο προσωπικών μου επιλογών είναι για μένα η ουσία της απόλυτης ευτυχίας. Και επίσης εξασφαλίζει πως το να τρως με τον άλλο κάθε μέρα το δείπνο σου ή να κοιμάσαι μαζί του δεν συμβαίνει επειδή το επιβάλλει η συμβίωση μαζί του αλλά η επιθυμία να το κάνεις.
Γνωρίζω πάρα πολλά ζευγάρια που θα μπορούσαν να είναι μαζί όλη τους τη ζωή, αλλά τελικά χώρισαν για λόγους ανόητους, επειδή τους κατέτρωγε τη σχέση η καθημερινότητα και συσσωρεύονταν οι εκνευρισμοί του ενός για τον άλλον. Αυτό είναι κάτι θλιβερό.
Δεν το λέω για να ακουστεί ως κάτι το ανεκδοτολογικό ή ως εκκεντρικότητα αλλά επειδή αποτελεί μια προσωπική μου πολιτική ζωής το να συνεχίσω κάτι που ξεκίνησαν ο Ζαν-Πολ Σαρτρ και η Σιμόν ντε Μποβουάρ, λέγοντας ότι εάν θέλουμε να αγαπιόμαστε για όλη μας τη ζωή, δεν θα έπρεπε να συγκατοικούμε στον ίδιο χώρο, γιατί δύο διαφορετικά άτομα έχουν πάντα ευαισθησίες ξένες μεταξύ τους και αυτές τα οδηγούν τελικά στην τρέλα και στην απογοήτευση του ενός από τον άλλο.
Υπερασπίζομαι, λοιπόν, αυτό το πολιτικό μου πρότζεκτ, αλλά αισθάνομαι, παρ’ όλα αυτά, ότι αν το υποστήριζα με επιμονή, θα ακουγόμουν εξίσου χαζός και κακός με οποιονδήποτε θα διακήρυττε ότι διαθέτει επιτυχημένα προγράμματα ζωής. Και φυσικά δεν έχω καμία πρόθεση να επηρεάσω κάποιον με αυτά που λέω, προτείνοντάς του πώς να ζει τη ζωή του, τη στιγμή που εγώ ο ίδιος έχω βιώσει τι σημαίνει να σου επιβάλουν ένα μοντέλο ζωής το οποίο δεν επιθυμείς και σε καθιστά δυστυχή.
— Θα δίνατε όμως την ίδια συμβουλή κατά της συμβίωσης και στα ετεροφυλόφιλα ζευγάρια;
Α, ναι! Ακριβώς την ίδια. Θα τους έλεγα πως εάν θέλουν να είναι ευτυχισμένοι, θα έπρεπε να εφευρίσκουν στην καθημερινότητά τους τη ριζοσπαστική ελευθερία του ενός από τον άλλο.
— Πώς προέκυψε, λοιπόν, το να μένετε στην Αθήνα;
Κάθε χρόνο, το καλοκαίρι πηγαίνω για διακοπές με τους αγαπημένους μου φίλους, δηλαδή τους φιλοσόφους-συγγραφείς Ντιντιέ Εριμπόν και Ζοφρουά ντε Λαγκανερί. Αποτραβιόμαστε για τρεις ή τέσσερις βδομάδες κάπου για να γράψουμε ο καθένας τα δικά του.
Τη χρονιά που αποφασίσαμε να έρθουμε στην Ελλάδα, επειδή δεν είχαμε όρεξη να φύγουμε κατευθείαν για το νησί, μείναμε ένα βράδυ στην Αθήνα. Για μένα αυτό υπήρξε μια τομή στη ζωή μου, ένα είδος ρήξης της συνέχειάς της. Ήταν η πρώτη φορά που μέσα σε μια νύχτα είπα στον εαυτό μου ότι δεν υπήρξα ποτέ τόσο ευτυχισμένος σε μια πόλη και η πόλη αυτή ήταν η Αθήνα. Ήταν μια αίσθηση που θα την παρομοίαζα με μια ερωτική συνάντηση, έναν κεραυνοβόλο έρωτα.
Άρχισα λοιπόν να επιστρέφω στην Αθήνα όλο και πιο συχνά και να περνάω όλο και περισσότερο χρόνο εδώ. Τώρα πια ζω εδώ, από τέσσερις έως έξι μήνες τον χρόνο. Είναι κάτι που μου χαρίζει χαρά, διότι η ομορφιά της Αθήνας με άγγιξε αμέσως ‒ με τράνταξε θα έλεγα. Ό,τι αναγνωρίζουμε ως πραγματικό και ισχύον είναι πάντα σχεσιακό και ετεροπροσδιοριζόμενο. Όπως είναι, ας πούμε, το ότι αντιλαμβανόμαστε τι είναι η μέρα κατ’ αντιδιαστολή προς τη νύχτα ή τι είναι η φτώχεια σε αντίθεση με τον πλούτο.
Επειδή, λοιπόν, οι πόλεις μπορούν να αναχθούν σε μια τέτοιου τύπου σχεσιακή σύγκριση, εγώ, ανακαλύπτοντας την Αθήνα, αντιλήφθηκα την ασχήμια του Παρισιού. Χάρη στην Αθήνα είπα ότι το Παρίσι είναι μια άσχημη πόλη. Συνειδητοποίησα, δηλαδή, μια σχέση αντίθεσης των δύο και επαληθεύτηκε για ακόμα μία φορά στη ζωή μου ότι το να παίρνεις αποστάσεις από κάτι σου επιτρέπει να το δεις καθαρά. Όπως συνέβη και με την παιδική μου ηλικία, που άρχισα να την αντιλαμβάνομαι διαφορετικά σε σύγκριση με την εποχή που τη βίωνα και μου φαινόταν αφόρητη.
Έτσι, λοιπόν, στην Αθήνα βρήκα κάτι που ήταν βαθιά άτακτο, κάτι το ακανόνιστο. Και αυτό με έκανε να σκεφτώ ότι η Αθήνα μοιάζει στη ζωή, που είναι κι αυτή με τέτοιο τρόπο διευθετημένη, και ότι επίσης μοιάζει στην ψυχή, η οποία δεν είναι ποτέ οργανωμένη, δεν είναι ποτέ λειασμένη και είναι πάντα απρόβλεπτη.
Το Παρίσι ως πόλη δεν έχει κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά, με τις παλιές καλοδιατηρημένες πέτρες του, τα τέλεια κλαδεμένα δεντράκια του, όλη εκείνη την επιτήδευση. Στην Αθήνα με εντυπωσίασε αμέσως το γεγονός ότι μπορείς να βρεθείς σε έναν δρόμο με κτίρια εντελώς φυσιολογικά, που θα τα συναντούσες και οπουδήποτε αλλού, και ξαφνικά να γυρίσεις το κεφάλι και να δεις ένα πάρκο σε σημείο που δεν θα το περίμενες και πιο κει ένα σπίτι εντελώς ερειπωμένο. Ή μπορεί να αντικρίσεις πολυτελή κτίρια που τα χωρίζει ένα ακαθόριστο κενό, ένα οικόπεδο άκτιστο και απεριποίητο, με σημάδια εγκατάλειψης.
Πρόκειται για κάτι που θα το έβλεπε κάποιος ακόμα και στο Κολωνάκι, που είναι κατά παράδοση η συνοικία της υψηλής μπουρζουαζίας. Και αυτό το τονίζω γιατί δεν θα ήθελα να παρερμηνευτεί αυτό που εννοώ και να φανεί ότι αντιλαμβάνομαι ως εξωτικό κάποιο σημείο της πόλης, όπου, εξαιτίας της ανέχειας και της φτώχειας των κατοίκων της περιοχής, υπάρχουν διαφόρων ειδών σημάδια εγκατάλειψης.
Θα επιμείνω, λοιπόν, ότι ακόμα και στη γειτονιά που υποτίθεται ότι είναι η πλουσιότερη του κέντρου της πόλης τα χαρακτηριστικά αυτά είναι συνηθισμένα. Κι όμως, αυτό το στοιχείο της αταξίας που ανακαλύπτω στην Αθήνα είναι, πιστεύω, πιο κοντά σε αυτό που θα θεωρούσα ως την αλήθεια αυτού που είμαστε και αυτού που ζούμε μέσα στο σώμα μας.
Είναι πιθανό η προτίμησή μου αυτή να σχετίζεται με το ότι μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον λαϊκό κι έτσι αναγνωρίζω τον εαυτό μου περισσότερο στην αταξία και στην ακαταστασία παρά στην ευταξία των παριζιάνικων οδών.
— Και έχετε ενταχθεί στην πόλη; Είστε Αθηναίος;
Νομίζω ότι παραμένω εξωτερικός παρατηρητής. Ζω εδώ ως μόνιμος τουρίστας. Για μένα, που γράφω, αυτό συνιστά σπουδαίο πλεονέκτημα. Πιστεύω ότι για να ασχοληθεί κάποιος με τη λογοτεχνία οφείλει να είναι από τη μια συνδεδεμένος με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει και από την άλλη να μην απαντά πάντα στον κόσμο γύρω του. Να μην παρασυρθεί σε αυτά που ο κόσμος του ζητά να πει ή να κάνει. Και για τον λόγο αυτό η αίσθηση ότι είμαι ένας καθ’ ολοκληρία εξωτερικός παρατηρητής μού επιτρέπει να δημιουργώ μια πραγματικότητα και μέσω αυτής να απαντώ στο πραγματικό που βιώνω.
Μέσα από αυτήν τη συνθήκη διατυπώνω νέα ερωτήματα, αντί να απαντώ σε ερωτήματα τα οποία τίθενται σε καθημερινή βάση στη δημόσια σφαίρα και κινούν όλον τον δημόσιο λόγο. Όπως είναι, ας πούμε, τα ζητήματα που θέτει το μεταναστευτικό ή το Ισλάμ και τα οποία η αριστερή σκέψη καταλήγει πάντα να απαντά, προβάλλοντας όσα κατά παράδοση προβάλλει η αριστερά. Δηλαδή, ότι δεν πρέπει να είμαστε ρατσιστές, ότι δεν πρέπει να φοβόμαστε το Ισλάμ κ.λπ.
Εξυπακούεται ότι συμφωνώ με αυτές τις θέσεις, αλλά συγχρόνως πιστεύω ότι η αριστερή σκέψη είναι αιχμάλωτη της δεξιάς, γιατί η δεξιά θέτει τα ίδια ερωτήματα ξανά και ξανά και η αριστερά εξακολουθεί να της απαντά. Είναι κάτι που ισχύει παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια. Στις μέρες μας, η δεξιά, ακόμη και όταν χάνει στις κάλπες, είναι νικήτρια, επειδή η δεξιά σκέψη έχει κερδίσει τη μάχη του δημόσιου λόγου και έχει γίνει η κυρίαρχός του.
— Και αυτό θα λέγατε ότι γίνεται ο λόγος για τον οποίο γράφετε;
Θα έλεγα ότι ένας λόγος για τον οποίο γράφω είναι να δημιουργήσω, μέσω της τέχνης, πολιτικούς χώρους, διαπερνώντας την πολιτική, την κοινωνιολογία και όλα τα άλλα πεδία της σκέψης. Θα ήθελα ο κόσμος να μπορέσει να ταυτιστεί με αυτούς τους χώρους και να μεταβάλει τη θέση του.
Ξέρετε, στα «σαλόνια του βιβλίου» συχνά ακούω τη διαμαρτυρία ότι στον δημόσιο λόγο δεν μιλάμε ποτέ για τους φτωχούς. Όμως, αυτό δεν ισχύει. Πιστεύω ότι αναφερόμαστε πολύ στο θέμα αυτό. Όμως δεν αγγίζουμε ποτέ πραγματικά την ουσία του. Όσο περισσότερο μιλάμε, τόσο συσκοτίζουμε το αντικείμενο, καθιστώντας το τελικά αόρατο.
Κι όμως, η αλήθεια της πραγματικής ζωής είναι η φτώχεια, η εκμετάλλευση του ενός από τον άλλο, ο μισθός που μια καθαρίστρια παίρνει και δεν της αρκεί ‒ αυτά! Και όταν ο λόγος στρέφεται προς τα φτωχά λαϊκά στρώματα της κοινωνίας είτε στην πολιτική είτε στη λογοτεχνία ‒γιατί σε γενικές γραμμές και η λογοτεχνία συμπεριφέρεται όπως η πολιτική‒, αυτό συνήθως συμβαίνει για να πει ότι οι φτωχοί είναι τεμπέληδες, άγριοι, επικίνδυνοι, προβληματικοί, ή για να τους υμνήσει, διατυμπανίζοντας ότι είναι μια χαρά, σωστοί, αυθεντικοί άνθρωποι, που ξέρουν να ζήσουν και να χαρούν τη ζωή, που ξέρουν να γελούν αυθόρμητα και ειλικρινά, σε αντίθεση με τη διεφθαρμένη μπουρζουαζία.
Με τον τρόπο αυτό όμως συντηρείται και επαναλαμβάνεται το δίπολο μεταξύ του απλού, σκέτου άγριου και του καλού και αποδεκτού άγριου, όπως προσδιορίστηκε κατά την περίοδο της αποικιοκρατίας, καθότι μέσω αυτού του διπόλου ο δυτικός κόσμος αναφερόταν σε όσους υποδούλωνε στις αποικίες: ή θα ήταν επικίνδυνοι μπρούτοι λαοί ή θα ήταν λαοί που κατείχαν το αληθινό νόημα της ζωής, σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους.
Τούτο είχε ως αποτέλεσμα αυτή η αντίληψη της κατηγοριοποίησης σε άγριους και καλούς άγριους που συνοψίζει όλο το πνεύμα της αποικιοκρατίας να εξακολουθεί να κυριαρχεί και σήμερα σε όλες τις αναφορές στα λαϊκά και φτωχά στρώματα της κοινωνίας. Έτσι, χρησιμοποιώντας αυτές τις κλισέ και εσφαλμένες αντιλήψεις, όσο περισσότερο αναφερόμαστε σε αυτά τα στρώματα, τόσο λιγότερο λέμε κάτι ουσιώδες. Αναμασώντας τις μυθολογίες μας για κείνους, διατηρούμε την αλήθεια τους σε ένα πεδίο αφάνειας. Εγώ, λοιπόν, γράφω βιβλία με σκοπό να επαναφέρω στη λογοτεχνία και στον δημόσιο λόγο την πραγματικότητά τους.
— Στο τελευταίο βιβλίο σας, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά με τίτλο «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας», ένα χρονικό της ζωής της μητέρας σας και του ρόλου της, όσο έμεινε κοντά στον πατέρα σας, είναι πραγματικά εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο μένετε αγκιστρωμένος στην πραγματικότητα. Ταυτόχρονα, όμως, παραλείπετε ένα σημαντικό στοιχείο της, που είναι το συναισθηματικό αίτιο που θα έδινε μια ερμηνεία στο γιατί η μητέρα σας πέρασε τόσα χρόνια δυστυχίας κοντά στον πατέρα σας ‒ και το οποίο θα έλεγα ότι ήταν η αγάπη τους. Θα τολμούσα, επίσης, να πω πως η αγάπη ήταν που συνέδεε μεταξύ τους όλα τα μέλη της οικογένειάς σας. Για να συνοψίσω, η αγάπη σε αυτό το βιβλίο είναι πανταχού παρούσα, αλλά δεν αναφέρεται πουθενά. Γιατί την παραγκωνίζετε;
Είναι αλήθεια ότι προτιμώ να αφήνω αυτό το στοιχείο να διατρέχει ένα κείμενό μου, χωρίς εγώ να έρχομαι ευθέως και κατά μέτωπο αντιμέτωπος μαζί του. Υπάρχουν άνθρωποι που γνωρίζουν πώς να γράφουν για την αγάπη και το έχουν κάνει. Όπως ήταν, ας πούμε, ο Μαρσέλ Προυστ ή η Μαργκερίτ Ντιράς, αλλά και ο Ρολάν Μπαρτ, και τόσοι άλλοι.
Όμως εκείνο που ενδιαφέρει εμένα είναι το τι καθιστά αδύνατη την αγάπη, παρότι είναι παρούσα ανά πάσα στιγμή. Γιατί πιστεύω πως αυτό το ζήτημα μπορεί τελικά να επιφέρει κάποια μεταβολή σε μια αβίωτη συνθήκη στην οποία μπορεί ένας άνθρωπος να ζει παγιδευμένος.
Η πραγματικότητα για τους ανθρώπους γίνεται αφόρητα δύσκολη και δραματική, όποτε έρχεται η ώρα να αλλάξουν μόνοι τους τα πράγματα, είτε υπάρχουν είτε δεν υπάρχουν οι συναισθηματικοί δεσμοί που τους κρατούν καθηλωμένους σε μια θέση δυστυχίας.
Εγώ δεν αισθάνομαι άνετα όταν πρέπει να αναφερθώ σε αυτό που είναι ωραίο, ευχάριστο και όμορφο, διότι νιώθω πως πρέπει να αναφερθώ σε ό,τι είναι δύσκολο, επειδή πιστεύω πως αν γίνει κάτι για να αλλάξει κάποιος θέση –να μετακινηθεί από το αδιέξοδό του‒, τότε θα δημιουργηθεί κάτι περαιτέρω, κάτι ακόμα πιο ευχάριστο και όμορφο. Όσο μιλάμε για την ασχήμια της ζωής, τόσο περισσότερο ανοίγουμε τον δρόμο για την ομορφιά.
Όλα τα βιβλία του Εντουάρ Λουί κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Αντίποδες. Το τελευταίο βιβλίο του έχει τίτλο «Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.