Ο Μιχάλης Μακρόπουλος έχει γράψει περισσότερες από είκοσι νουβέλες (και παραμύθια) και έχει μεταφράσει πάνω από 120 βιβλία από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Η πιο πρόσφατη νουβέλα του, «Μαύρο Νερό», που διαβάζεται και συζητείται πολύ τους τελευταίους μήνες, είναι μία συγκλονιστική αφήγηση για τον αγώνα ενός ανθρώπου να επιβιώσει σε μια έρημη γη, ένα από τα βιβλία που μπορούν να σου αλλάξουν τον τρόπο που βλέπεις τους ταπεινούς ανθρώπους γύρω σου. Αυτό που ενώνει τους ήρωες μέσα στην δυστοπία και την απόλυτη καταστροφή είναι η αγάπη. Ο Μιχάλης έχει επιλέξει να ζει με την οικογένειά του στη Λευκάδα και έχει μία πολύ ιδιαίτερη σχέση με την Ήπειρο.
— Από πότε γράφεις;
Απ' το λύκειο. Είμαι 55 χρονών, οπότε μπορείς να κάνεις την αφαίρεση. Στο λύκειο έγραφα ιστοριούλες, χαζές, που γράφει κάποιος σε αυτή την ηλικία. Μετά συνέχισα να γράφω στο πανεπιστήμιο μικρές ιστορίες επιστημονικής φαντασίας, γιατί αυτό ήταν το είδος μου, κι αυτό μένει ακόμα, εν μέρει τουλάχιστον. Το πρώτο μου ολοκληρωμένο αφήγημα το έγραψα με το πέρας του πανεπιστημίου, στα 25. Μετά έγραψα το πρώτο μου εκδοθέν βιβλίο που βγήκε το '96 στον Οδυσσέα και πλέον μου είναι ανυπόφορο, δεν μπορώ να το διαβάσω. Το '98 βγήκε το δεύτερο, επίσης από τον Οδυσσέα. Το τρίτο, «Ιστορίες για μικροσκοπικά και γιγάντια πλάσματα» βγήκε το 2000 στις εκδόσεις Οξύ. Εννοείται ότι αυτά που έχουν βγει δεν είναι αυτά που έχω γράψει, υπάρχουν κι άλλα πολλά που δεν βγήκαν και δεν θα βγουν ποτέ. Μετά, το 2002, βγήκε «Το τέρας και ο έρωτας» στην Εστία, το 2005 βγήκε, στην Εστία πάλι, η «Μαγική εκδρομή», δυο νουβέλες σε ένα βιβλίο και το 2006 «Το τέλος του ταξιδιού». Μετά την «Άδεια καρέκλα» που βγήκε στον Καστανιώτη έγινε μια κοιλιά, όπου εγώ έγραφα αλλά κανείς δεν ήθελε να μου εκδώσει τα βιβλία. Οπότε, τα έγραφα και τα πετούσα. Μετά το «Σπουργίτω και Γράχαμ» που κυκλοφόρησε το 2012 στις εκδόσεις Πικραμένος της Πάτρας, πάλι δυο νουβέλες σε ένα βιβλίο, κι ένα «οδοιπορικό στο Πωγώνι» που βγήκε στις εκδόσεις Fagotto, μπήκα στην Κίχλειο φάση στην οποία βρίσκομαι πλέον τώρα.
Αν το συνειδητοποιήσεις, ο θάνατος είναι η απόλυτη δημοκρατία, δεν υπάρχει τίποτα πιο δημοκρατικό. Όλα τα υπόλοιπα έχουν τρομερή ταξική διαστρωμάτωση. Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, θα βάζαμε κάποια πράγματα στην άκρη, θα σκεφτόμασταν και δεύτερη φορά τη συμπεριφορά μας απέναντι στον συνάνθρωπο, στο ζώο, στον πλανήτη...
— Μόνο ιστορίες έγραφες πάντα;
Δεν γράφω άλλα πράγματα εκτός από ιστορίες. Καταρχάς, δεν γράφω ποίηση. Δεν είμαι ποιητής. Τις ελάχιστες φορές που έχω δοκιμάσει να γράψω ποίημα τα τελευταία χρόνια και το έχω δείξει στην σύζυγό μου, μού έχει πει «δεν είναι ανάγκη να το δημοσιεύσεις». Το είδος μου είναι το πεζό, οι ιστορίες, παρότι είναι ποιητική η γραφή μου. Ο λόγος μου δεν ήταν πάντα έτσι, έγινε έτσι. Και το ύφος που έχω τώρα είναι κάτι που απέκτησα με πολλή δουλειά. Κάναμε τα παιδιά, φύγαμε πήγαμε για την επαρχία, -εδώ και δέκα χρόνια ζούμε στη Λευκάδα- κι όλα αυτά μαζί συνέβαλαν στο ύφος μου το λογοτεχνικό, όσο και αν ακούγεται παράξενο. Δηλαδή υπήρξε μια καμπή στη ζωή μου και στο λογοτεχνικό μου ύφος, έγινε πιο ελληνικό στο τρόπο που εκφέρω τον λόγο. Η Ήπειρος είναι η πρωταγωνίστρια στις τελευταίες μου νουβέλες, και σε πολλά διηγήματα, γιατί γράφω πολλά διηγήματα, τα οποία δημοσιεύονται σε περιοδικά ή στο διαδίκτυο. Μου αρέσει πάρα πολύ να γράφω ιστορίες και αυτό το κάνω συνεχώς κι ας μην τις εκδίδω. Έχω πια συνηθίσει να το κάνω αυτό και το κάνω γιατί είναι ο τρόπος μου, είναι ο τρόπος που υπάρχω. Αν δεν υπογράψω για κάποιο διάστημα μια ιστορία, κι αυτό το διάστημα είναι βραχύ, μετά με πιάνει και κάθομαι και σκαρώνω μία. Σκέφτομαι κάτι, αρχίζει το μυαλό μου και δουλεύει με αυτόν τον τρόπο, του ανθρώπου που θέλει να πει μια ιστορία. Και προσέχω αλλιώς τα πράγματα.
— Πόσο σε έχει βοηθήσει η μετάφραση στον τρόπο που γράφεις;
Με έχει βοηθήσει, γιατί όλη την ημέρα ασχολούμαι με το γραπτό λόγο. Έχω μεταφράσει 120 βιβλία, καλά, κακά, μέτρια, δεν έχει σημασία, κι η μετάφραση δεν είναι πάντα επιλογή, είναι δουλειά. Παίρνω αυτό που μου δίνουν. Διαβάζω πολύ και όλη την ώρα κάνω κάτι που έχει σχέση με την συγγραφή. Όλα αυτά κάτι φτιάχνουν στον γραπτό σου λόγο.
— Το «Μαύρο Νερό» είναι ένα ξεκάθαρα ελληνικό βιβλίο. Όσο το διάβαζα, όμως, έβρισκα λεπτομέρειες που θυμίζουν αμερικάνικη λογοτεχνία ή ταινίες: όλες οι συναντήσεις γίνονται μέσα στην εκκλησία, στην Ελλάδα δεν είναι πολύ συνηθισμένο αυτό.
Είναι πολύ ελληνικό, τα ξωκλήσια, η φύση, ο τρόπος που γράφω, ο λόγος, όλα αυτά είναι πολύ ελληνικά, όμως έχεις δίκιο. Στο βιβλίο συναθροίζονται στην εκκλησία, βέβαια, το χωριό της νουβέλας μου είναι χωριό φαντασμάτων, βρίσκεται όλο μαζί τον 15αυγουστο, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα που ανοίγουν την εκκλησία και αυτοί οι 12 άνθρωποι, που λιγοστεύουν στη συνέχεια, βρίσκονται εκεί ως κοινότητα και κάτι κάνουν. Να πω επίσης ότι ο ερχομός μου στην επαρχία τρόπον τινά συνδέθηκε με τις εκκλησίες, γιατί ο πεθερός μου είναι παππάς, δεν είχα σχέση πρωτύτερα. Όλα σημαίνουν κάτι τελικά. Ένας μικρός τόπος συνδέεται πολύ με τις εκκλησίες. Στο Δελβινάκι, το χωριό που πηγαίνουμε καλοκαίρι και το Πάσχα, τρεις μήνες συνολικά το χρόνο, κάθε που γιορτάζει ξωκλήσι το ανοίγουν και το λειτουργούν και γίνεται και κάτι σαν μικρό πανηγυράκι απ' έξω. Παίζει ρόλο αυτό, γιατί εκεί ξαναβρίσκονται οι άνθρωποι με τρόπο διαφορετικό από ό,τι στην Αθήνα. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, ότι ήταν κατά κάποιον τρόπο αυτονόητη αυτή η χρήση των ξωκλησιών και της εκκλησίας για το αφήγημά μου.
— Θα μπορούσε να το θεωρήσει κανείς ως οικολογικό βιβλίο;
Είναι και αυτό, αλλά δεν το έχει κανείς χαρακτηρίσει οικολογικό και αυτό το θεωρώ μια επιτυχία, γιατί απεχθάνομαι τη στρατευμένη λογοτεχνία. Ήθελα μια ιστορία που να έχει την ατμόσφαιρα του Στάλκερ του Ταρκόφσκι. Δεν γράφουμε λογοτεχνία για να κάνουμε μάθημα, γράφουμε λογοτεχνία για να πούμε ιστορίες. Στη καθημερινότητά μου μπορεί να γίνω μέχρι και σπαστικός με τα «πρέπει» που θέτω στους άλλους. Το κάνω στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου, όταν όμως κάθομαι να γράψω μια ιστορία, φοράω έναν άλλο εαυτό. Τον εαυτό που στέκει πέρα από τα πράγματα. Η ιδέα του Μαύρου Νερού μού ήρθε λόγω των δοκιμαστικών γεωτρήσεων που έκαναν στην Ήπειρο. Όταν νιώσαμε τις εταιρίες γύρω μας, -γιατί κάνουν πράγματα εν κρυπτώ, δεν τους βλέπεις, παίρνουν πληροφορίες, ξέρουν πού να πάνε, ποια πόρτα θα χτυπήσουν, ξέρουν πού να κάνουν μια γεώτρηση, υπάρχουν και δεν υπάρχουν, είναι μια περίεργη υπόθεση -αναρωτηθήκαμε αν θα γίνουν εξορύξεις στο Πωγώνι, κι όταν το μάθαμε στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Καπάκι γίνεται και η τραγωδία στο Μάτι που τη βίωσα εξ αποστάσεως με πάρα πολύ μεγάλη ένταση και όλα μαζί δημιούργησαν μια διάθεση που βγήκε στο Μαύρο Νερό. Αμέσως σκέφτηκα τη φιγούρα του Πατέρα που κουβαλάει τον ανάπηρο γιο του την πλάτη και πηγαίνουν από δω κι από κει και μετά η ιστορία γράφτηκε μόνη της, πάρα πολύ γρήγορα, μέσα σε τρεις εβδομάδες, ενώ ταυτόχρονα μετέφραζα.
— Μου θύμισε αρκετά και Παπαδιαμάντη, ως ατμόσφαιρα...
Ναι, ο Παπαδιαμάντης είναι κάποιος που αγαπώ πάρα πολύ, δεν έγραφα αυτό όμως έχοντας στο μυαλό μου τον Παπαδιαμάντη, ενώ το Στάλκερ το είχα. Πάντα όταν γράφουμε μια ιστορία κάτι θέλουμε να πούμε, αλλά δεν γράφουμε την ιστορία για να το πούμε, είναι μια λεπτή γραμμή που τα χωρίζει. Για να μην είναι μπροσούρα, αλλά λογοτεχνία. Αλλιώς γίνεται φυλλάδιο.
— Ο Πατέρας, ο βασικός ήρωας του βιβλίου, γιατί είναι με κεφαλαίο π;
Για αυτή την ιστορία μου φάνηκε φυσιολογικό να 'ναι έτσι. Ο βιβλικός Πατέρας. Καταρχάς με βόλευε πάρα πολύ να είναι ο Πατέρας, κι ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του έτσι, γιατί γι' αυτόν τον άνθρωπο πλέον μετράει περισσότερο η ιδιότητα, παρά το πρόσωπο. Είναι πατέρας, όλα τα υπόλοιπα είναι ήσσονος σημασίας. Έχει έναν πανέξυπνο παιδί, συγκροτημένο, αλλά εξαρτάται από τον Πατέρα, δεν είναι αυτοεξυπηρετούμενο. Θεωρείς ότι είναι απαισιόδοξο βιβλίο;
— Όχι, μάλλον η συνθήκη είναι απαισιόδοξη. Αλλά στο τέλος εκπληρώνεται ένα όνειρο, το αγόρι ανεβαίνει στο άλογο που ήταν η πιο δυνατή επιθυμία του, δεν το βρίσκω απαισιόδοξο. Εσύ, είσαι αισιόδοξος γενικά;
Όχι τόσο αισιόδοξος, αλλά είμαι πεισματάρης. Και το πείσμα είναι μια μορφή αισιοδοξίας. Το οικολογικό θέμα είναι μια έγνοια μου τα τελευταία χρόνια, όλο και πιο μεγάλη, ένα πράγμα που με πειράζει. Όταν ξέρω ότι από το '70 μέχρι τώρα έχει χαθεί πάνω από το 60% της βιοποικιλότητας δεν νιώθω καλά. Αποφάσισα να γίνω βιολόγος επειδή αγαπούσα πολύ τα ζώα, από παιδί. Όταν βλέπω αυτή την αλόγιστη σπατάλη της ζωής δεν νιώθω καλά, προσπαθώ να το εκλογικεύσω, να το βάλω στην άκρη. Δεν θρηνώ για τα δελφίνια, αν και στεναχωριέμαι πάρα πολύ. Από αυτή την άποψη, είμαι μάλλον απαισιόδοξος. Από την άλλη, δεν είμαι και προφήτης και δεν μπορώ να σου πω τι θα γίνει. Με ενοχλεί που οι άνθρωποι κάνουν τις ίδιες βλακείες ξανά και ξανά, με ενοχλούν τα μεγάλα πλήθη. Ένας από τους λόγους που φύγαμε από την Αθήνα είναι επειδή δεν μας αρέσει ο πολύς κόσμος, δεν αισθάνομαι καλά όταν υπάρχει κάτι μαζικό, γιατί η μάζα, το πλήθος αποκτάει ιδιότητες που δεν μου είναι αρεστές. Μία διαδήλωση αποτελείται από μονάδες, τους ανθρώπους, έχει όμως έναν «υπερανθρώπινο» στον οποίο τρόπον τινά, υποτάσσονται. Αυτός ο χαρακτήρας μού είναι ξένος, με κάνει να μην νιώθω καλά.
— Καλός μεταφραστής τι σημαίνει;
Καταρχάς, εμείς οι επαγγελματίες μεταφράζουμε αδιαλείπτως γιατί είμαστε πάρα πολύ πιεσμένοι, κι οι απολαβές είναι χαμηλές. Έτσι πρέπει το ένα βιβλίο να διαδέχεται το άλλο χωρίς να υπάρχει καθόλου διάλειμμα. Κι επειδή μεταφράζει και η γυναίκα μου, είμαστε συνάδελφοι, δεν κάνουμε ποτέ διακοπές. Και σήμερα, μέχρι τη στιγμή που έφυγα για να έρθω εδώ μετέφραζα. Πάντα δουλεύω και περνάμε από το ένα πράγμα στο άλλο, από ένα βιβλίο σε κάποιο άλλο τελείως διαφορετικό, κι όλα αυτά δημιουργούν ένα φορτίο, δεν προλαβαίνουμε να ανασάνουμε. Οπότε, υπό αυτές τις συνθήκες, καλός μεταφραστής σημαίνει ότι κάνεις ό,τι καλύτερο μπορείς να κάνεις, ότι είσαι συνεπής, ότι δεν είσαι τσαπατσούλης, κι έχεις αυτό το κάτι που χρειάζεται για να βγει το μετάφρασμα καλό. Είσαι επαγγελματίας, αλλά κάποια βιβλία σου πηγαίνουν περισσότερο και κάποια σου πηγαίνουν λιγότερο, οπότε είσαι καλύτερος ή χειρότερος μεταφραστής κατά περίσταση. Κανένας μεταφραστής δεν είναι εξίσου καλός σε ό,τι έχει κάνει.
— Πόσο μπορείς να επέμβεις σε ένα κείμενο που μεταφράζεις; Να το κάνεις περισσότερο δικό σου...
Τα βιβλία δεν πρέπει να τα πειράζεις. Υπάρχει ένα ποτάμι που χωρίζει τον μεταφραστή από τον συγγραφέα, κι ενίοτε και ορμητικό ποτάμι, δύσβατο. Αυτό που κάνεις είναι στην ουσία να τραβήξεις τον συγγραφέα με ένα σχοινί για έρθει και αυτός στη μέση του ποταμιού, να βρεθείτε κάπου εκεί, είναι πάρα πολύ δύσκολο να κάνεις εσύ όλο το πέρασμα. Οπότε, κάνεις το μισό πέρασμα και τον τραβάς. Και, δεύτερον, θέλει και πάρα πολύ χρόνο. Εξαρτάται και τι βιβλία μεταφράζεις. Όντας εγώ μεταφραστής της πιάτσας, κάνω σε μεγάλο βαθμό βιβλία που είναι εμπορικά, και δεν είναι και στυλιστικά και το φοβερότερο πράγμα στον κόσμο. Κάποια, όμως, είναι. Συνηθίζουμε κιόλας, έχουμε τριφτεί, είναι πολλά τα βιβλία που έχω μεταφράσει. Βέβαια, υπάρχουν μεταφραστές που είναι πολυτελείας, που κάνουν άλλα πράγματα, ψωμίζονται από αλλού κι έχουν χρήματα, έτσι μπορεί να πάρουν ένα κείμενο και να το δουλέψουν όσο θέλουν. Αυτό το πράγμα, γενικά, δεν γίνεται. Πάντως έχουμε καλές μεταφράσεις, είναι πολλοί οι συνάδελφοί μου που κάνουν πραγματικά καλή δουλειά, όσο τους επιτρέπεται, δηλαδή. Είναι καλύτερες οι μεταφράσεις που γίνονται τώρα από της δεκαετίας του 70.
— Στο βιβλίο περιγράφεις έναν έρημο τόπο, οι άνθρωποι δεν έχουν στον ήλιο μοίρα, έχουν μια πολύ στενή σχέση με τον θάνατο και πρέπει να κάνουν ταξίδι μιας ολόκληρης μέρας με τα πόδια για να πάνε στην πόλη. Θυμίζει γουέστερν.
Δεν είναι στ' αλήθεια γουέστερν, αλλά είναι αστείο, γιατί όταν το τέλειωσα και το έστειλα στην εκδότρια της Κίχλης έπρεπε να το χαρακτηρίσω κάπως και έγραψα «ένα γουέστερν της Ηπείρου»! Μέσα στο βιβλίο είχα περιγράψει μια εικόνα από το εξώφυλλο ενός βιβλίου που διαβάζει ο Χριστόφορος, με ένα άλογο που καλπάζει έτσι βρήκα στο διαδίκτυο μια εικόνα από ένα βιπεράκι του Λουις λ' Αμούρ και την έβαλα ως εξώφυλλο.
— Παίζει πολύ σημαντικό ρόλο ο τόπος, πάντως. Η ελληνική επαρχία, οι θρύλοι, οι δοξασίες, οι ιστορίες τρόμου και φαντασίας που πατούν στην ελληνική παράδοση είναι κάτι που έχει αρχίσει να «απενοχοποιείται» τελευταία, ενώ μέχρι τώρα δεν το συναντούσες συχνά στην ελληνική λογοτεχνία.
Ναι, ήταν λίγο στο περιθώριο, κυριαρχούσε η αστική λογοτεχνία, αλλά τελευταία υπάρχουν διάφοροι συγγραφείς, που δουλεύουν από δω κι από κει και όλοι μαζί συνθέτουν κάτι, μια ατμόσφαιρα. Ο Παλαβός στο Βελβεντό, ο Παπαμόσχος στην Καστοριά, ο Συλφιτζόγλου στη Δράμα, η Πέτσα στη Θεσσαλία, οι αρβανίτες του Παπαμάρκου, όλα αυτά φτιάχνουν κάτι, είναι οι μικρές Ελλάδες. Πρόσφατα βγήκε το βιβλίο της Δήμητρας Λουκά «Κόμπο τον κόμπο» που είναι διηγήματα για τον τόπο της, ένα χωριό έξω απ' την Πρέβεζα, με παλιές ιστορίες, κατοχικές, εμφυλιακές, μετεμφυλιακές, γραμμένες σχεδόν όλες στην ντοπιολαλιά του χωριού της. Είναι και η γοητεία των άλλων λέξεων, η αναζήτηση του τόπου και η προσπάθεια να οριστεί ο τόπος ως πατρίδα. Χάσαμε την επαρχία για να την ξαναβρούμε. Για μένα δεν ισχύει πολύ αυτό, γιατί είμαι Αθηναίος, Παγκρατιώτης, αλλά γι' αυτούς που είναι από κάποιο μέρος της επαρχίας νομίζω ότι μετράει πολύ περισσότερο αυτό. Έχουν χαθεί πολλές προφορές όμως, οι άνθρωποι της νέας γενιάς στο Πωγώνι π.χ. δεν μιλάνε με την πωγωνίσια προφορά, η πεθερά μου μιλάει, παρόλο που δεν είναι από κει. Τα πεθερικά μου μού λένε συνεχώς ιστορίες, αλλά ομολογώ ότι δεν τις κάνω κάτι, γιατί για να κάνεις κάτι τις παλιές ιστορίες του χωριού πρέπει να είσαι από κει. Εγώ δεν είμαι από κει, γι' αυτό χρησιμοποιώ το Πωγώνι και στο «Δέντρο του Ιούδα» και στη «Σπουργίτω» και στην «Τσότσηγια» και στο «Μαύρο Νερό» ως τρόπον τινά έναν τόπο, όπως ο Φώκνερ είχε την φανταστική πολιτεία του νότου, την Γιοναπατόφα και βάζει εκεί τις ιστορίες του. Εγώ βρήκα αυτόν τον τόπο στο Πωγώνι. Και ενώ είμαι πολύ συνεπής στη γεωγραφία μου, στα τοπωνύμια, κλπ, του δίνω κάτι που δεν έχει, το κάνω δικό μου, και το αλλάζω.
— Γεωγραφικά πού είναι αυτός ο τόπος;
Είναι το Δελβινάκι. Δεν το λέω στο βιβλίο, κρατάω, όμως, στοιχεία του: το πού σταματάει το λεωφορείο, το καφενείο με τον πλάτανο, είναι όλα του Δελβινακίου, ο ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, όλα τα ξωκλήσια γύρω από το χωριό περιγράφονται στα πραγματικά τους σημεία. Είναι χρήση πραγμάτων πραγματικών για τη δημιουργία μιας φανταστικής ατμόσφαιρας.
— Μιας ατμόσφαιρας πολύ δυστοπικής, με απόλυτη φτώχια, οι άνθρωποι δεν έχουν τίποτα να φάνε, δεν έχουν καύσιμα να κινηθούν, τίποτα να φορέσουν...
Έχουν όμως κάτι, έχουν την αγάπη του ενός προς τον άλλο.
— Είναι το τέλος του κόσμου;
Δεν ξέρω αν είναι έτσι ακριβώς, αλλά ήθελα να δώσω μια αίσθηση μεγαλύτερη, ενός περιβάλλοντος που δεν το περιγράφω επειδή στην ιστορία θεωρείται δεδομένο. Αλλά συμβαίνει και κάτι ακόμα, υπάρχει μία αίσθηση συνολικότερης κατάρρευσης. Ο Πατέρας κάνει μισή μέρα ταξίδι να πάει στα Γιάννενα και συναντάει στο δρόμο μόνο δυο-τρία αυτοκίνητα και ένα φορτηγό, δεν κυκλοφορεί κανείς, δεν υπάρχουν καύσιμα. Είναι φανερό ότι κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ή πάει στην 8η μεραρχία να κοιμηθεί που την έχουν κάνει κέντρο φιλοξενίας αστέγων, με κλίνες μόνο μέσα και τίποτα άλλο. Η κατάρρευση είναι πολύ μεγαλύτερη από του χωριού ή της περιοχής. Οι άνθρωποι τρώνε κονσέρβες γιατί τις δυο συνθήκες -το νερό δεν πίνεται και το φαγητό δεν τρώγεται- προσπάθησα να τις υπηρετήσω ως το τέλος, μέχρι που βρίσκουν το νέο σπίτι και ξαφνικά είναι σαν οικογένεια ξανά, και τρώνε μαγειρεμένο φαγητό.
— Γιατί έχεις αυτή την εμμονή με το θάνατο; Είναι το κύριο θέμα σε αρκετές νουβέλες σου.
Είναι η κοινή μας μοίρα. Είναι κινητήριος δύναμη ο θάνατος, γιατί ορίζει τη ζωή. Εάν η ζωή ήταν απεριόριστη, απλώς δεν θα το συζητούσαμε. Θα ήταν μία έρημος, κάτι αχανές. Επίσης, ας μη γελιόμαστε, μεγαλώνουμε, πεθαίνουν άνθρωποι δικοί μας, από καρκίνο, από έμφραγμα. Οι δικοί σου άνθρωποι μπορεί να είναι πια γέροι και ξέρεις ότι κάποια στιγμή θα τους χάσεις. Βέβαια, καλύτερα να χάσεις εσύ αυτούς παρά αυτοί εσένα. Οπότε, ο θάνατος είναι κάτι κοινό, είναι αυτό που μας ενώνει. Δεν θέλω να γίνω ελεγειακός, αλλά περί αυτού είναι. Αν το συνειδητοποιήσεις, ο θάνατος είναι η απόλυτη δημοκρατία, δεν υπάρχει τίποτα πιο δημοκρατικό. Όλα τα υπόλοιπα έχουν τρομερή ταξική διαστρωμάτωση. Αν το συνειδητοποιούσαμε αυτό, θα βάζαμε κάποια πράγματα στην άκρη, θα σκεφτόμασταν και δεύτερη φορά τη συμπεριφορά μας απέναντι στον συνάνθρωπο, στο ζώο, στον πλανήτη...
Το «Μαύρο Νερό» του Μιχάλη Μακρόπουλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κίχλη.
Το παραμύθι του «Η μαλαματένια βελανιδιά» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια