1.
The battler did it. Καίτοι δεν πρόκειται για αστυνομικό μυθιστόρημα, όντως το έκανε ο μπάτλερ. Τι έκανε; Τη ζημιά. Πάντα χαμηλών τόνων και πάντα με τρόπους ανεπίληπτους, ο μπάτλερ είναι η ήρεμη δύναμη αλλά και αυτός που δίχως οι άλλοι να το αντιλαμβάνονται, αντιλαμβάνεται ό,τι οι άλλοι πράττουν, λένε, σχεδιάζουν να κάνουν, σκέφτονται, αισθάνονται, πεπεισμένοι πάντα ότι ο μπάτλερ είναι ένας παρών-απών εκτελεστής εντολών, κάποιος που έχει μάθει να τακτοποιεί και να διευθετεί, απαλλαγμένος από κάθε κριτική σκέψη και πιστός, σχεδόν θεολογικά, στην αρχή της απόλυτης εχεμύθειας. Ο μπάτλερ, στο έξοχο μυθιστόρημα του Pierre Assouline (Καζαμπλάνκα, 1953) Ζιγκμαρίνγκεν - Ένας πύργος στη Γερμανία (μτφρ. Μαρίζα Ντεκάστρο, εκδ. Πόλις), ακούει στο όνομα Γιούλιους Στάιν, ελέγχει και φροντίζει και μεριμνά ώστε όλα να παραμένουν όσο δεν παίρνει άψογα, ατσαλάκωτα, απρόσκοπτα. Άνθρωποι και τραπεζομάντιλα, κηροπήγια και κρύσταλλα, εδέσματα και ποτά, διαθέσεις και διακυμάνσεις, όλα εναρμονίζονται σαν ορχήστρα υπό την αέρινη μπαγκέτα του μπάτλερ, του Γιούλιους Στάιν. Και όλα κινδυνεύουν ανά πάσα ώρα και στιγμή να κατρακυλήσουν με έναν εκκωφαντικό πάταγο, να γίνουν κομμάτια και θρύψαλα, να προκαλέσουν αλυσιδωτές αντιδράσεις που θα οδηγήσουν τα πάντα και τους πάντες στον χαμό και στον όλεθρο. Οι ώρες, οι μέρες, οι εβδομάδες κυλάνε και ο μπάτλερ δεν εκδηλώνει τίποτε άλλο πέρα από την προσήλωσή του στην εργασία του, στο λειτούργημά του, αν θέλετε. Θα τον αντιπαθούσες, αλλά πώς να αντιπαθήσεις έναν μπάτλερ; Περιβάλλεται από ανθρώπους που συναντάμε στις πιο μελανές σελίδες της Ιστορίας του Εικοστού Αιώνα: από ναζήδες και δωσίλογους, από τους επονείδιστους Λαβάλ και Πετέν, Μπονάρ και Ντεά, Μπέμελμπουργκ και Άμπετς, πάει να πει από τους Γάλλους της κυβέρνησης του Βισί, και από αξιωματούχους των Ες-Ες και της Γκεστάπο. Και δεν πρέπει να αντιδρά, μέσα σε όλον αυτό τον συρφετό παρά μονάχα με αβρότητα. Κι όμως, ο μπάτλερ, ο Γιούλιους Στάιν, ξέρει να περιμένει, όπως εκείνος ο υπηρέτης στις Ιστορίες του κυρίου Κόινερ του Μπρεχτ, που είπε το περιλάλητο «όχι» μόλις έκλεισε τα μάτια του ο αφέντης του. Ο μπάτλερ την έκανε τη ζημιά. Την ωραία ζημιά.
2.
Μουσική. Το στόρι έχει ως εξής: τον Αύγουστο του 1944 ο πύργος των Χοεντσόλερν-Ζιγκμαρίνγκεν επιτάσσεται ύστερα από εντολή του Χίτλερ και του Ρίμπεντροπ για να εγκατασταθούν εκεί οι Γάλλοι του Βισί. Οι παλαιοί ένοικοι του πύργου υποχρεώνονται να αναχωρήσουν, προσωρινά. Ο μπάτλερ επιφορτίζεται με το να συνεχίσει, και απέναντι στους νέους ενοίκους, τους «ξένους», να εκτελεί τα καθήκοντά του με απόλυτη διακριτικότητα, δίχως να εκφράζει το παραμικρό συναίσθημα. «Στο επάγγελμά μας δεν εκφέρουμε γνώμη. Καλούμαστε απλώς να ρυθμίζουμε τον χρόνο» λέει ο Στάιν. Αλλά, ακόμα κι έτσι, βαθμιαία και ανεπαισθήτως, οι γνώμες θα αρχίσουν όχι μόνο να διαμορφώνονται αλλά και να εκφέρονται. Σαν ψίθυροι άλλοτε. Και άλλοτε σαν ουρλιαχτά με σιγαστήρα. Αλλά ο έρωτας, έστω κι αν πρόκειται για έναν μπάτλερ, ξέρει να χτυπάει απρόσμενα. Καιροφυλακτεί και χτυπάει, ο έρωτας. Καιροφυλαχτεί και χτυπάει και ο μπάτλερ. Οι δυνάμεις που απελευθερώνουν στην ψυχή και το μυαλό του Γιούλιους Στάιν το μειδίαμα του έρωτα και το θάλπος του κάλλους μες στην παγωνιά του πολέμου θα τον κάνουν να ξεσπάσει, όσο μπορεί να ξεσπάσει ένας μπάτλερ, και να μιλήσει – έστω μόνο στη δεσποινίδα Ζαν Βόλφερμαν, την εκλεκτή της καρδιάς του, και σ' εμάς, μέσω της αριστοτεχνικής γραφίδας του Pierre Assouline. Θα μάθουμε ότι ο Γιούλιους Στάιν είχε μεγάλο ταλέντο και σπουδαία φωνή και πάθος για τη μουσική. Κλείνοντας το μάτι στον Theodor Adorno, ο Assouline βάζει τον Στάιν να λέει: «Είχα βαλθεί κρυφά να κάνω μια λίστα με τα εγκλήματα πολέμου εναντίον της μουσικής σ' αυτήν τη χώρα από το 1933 και δώθε. Ήθελα να γίνω ο φύλακας της μνήμης των μουσικών και των τραγουδιών που επρόκειτο να εξαφανιστούν, αν το Ράιχ διαρκούσε χίλια χρόνια, και κανένας πλέον δεν θα τα είχε ακούσει. Για να ξέρουμε μια μέρα τι ήταν. Η μουσική μού είχε δώσει τα πάντα, κι εγώ της το χρωστούσα. Δεν όφειλα να της το αναγνωρίσω;». Το αισθητικό είναι πολιτικό, σε πείσμα των απλοϊκών και μονόπαντων ψευτοαναλύσεων.
3.
Τρένα. Καλώς συγκερασμένο μυθιστόρημα, γεμάτο μουσική και σκέψεις για τη μουσική: η μουσική ως απόλυτη πολιτική αντίθεση στη βαναυσότητα και στη γελοιότητα της εξουσίας. Κάνει πολλά περάσματα ο Σελίν, ενώ ο αφηγητής θυμίζει τον Άντονι Χόπκινς στο φιλμ Τα απομεινάρια μιας μέρας του James Ivory. Η ατμόσφαιρα οφείλει πολλά στην ταινία Gosford Park του Robert Altman. Για μας που ομνύουμε στη δόξα των σιδηροδρόμων, είναι λίαν ευπρόσδεκτα τα ιντερμέδια με τίτλο «Στο τρένο» που διαδραματίζουν συνδετικό ρόλο ανάμεσα στα τρία μέρη του μυθιστορήματος. Ωραιότατη μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στη μουσικότητα των φράσεων και στην ακρίβεια των αφηγούμενων γεγονότων.
http://radiobookspotting.blogspot.gr/
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην έντυπη LIFO.