Ο μύθος και η κουλτούρα της λατρείας του θεού Διόνυσου μέσα από τη μελέτη-opus magnum του Ούγγρου ελληνιστή Κάρλ Κερένϋι, ΔΙΟΝΥΣΟΣ. Η αρχέγονη εικόνα της άφθαρτης ζωής, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Εστία. Για πρώτη φορά, το σπάνιο υλικό της ακριβοθώρητης, ακόμη και στα γερμανικά, έκδοσης μεταφράζεται στα ελληνικά από τον Γιάννη Κοιλή. Ο Κερένϋι, παρόλο που είχε ολοκληρώσει το γράψιμο ερευνώντας και συλλέγοντας υλικό επί τέσσερις δεκαετίες, δεν κατόρθωσε να επιμεληθεί και να δει τυπωμένο το τελικό προϊόν των κόπων του, καθώς πέθανε από παράτυφο τον Απρίλιο του 1973. Ο μεταφραστής Γιάννης Κοιλής μου εκμυστηρεύτηκε ότι χρειάστηκε να επιμεληθεί τα «δυσανάγνωστα και σε πολλές περιπτώσεις ασύντακτα γερμανικά» του Κερένϋι, με τη στενή βοήθεια της κόρης του Κορνηλίας Κερένϋι, επίτιμου αρχαιολόγου του πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Το αποτέλεσμα ήταν μια μετάφραση σε λόγο που ρέει, φωτογραφίες από αρχαιολογικά ευρήματα της διονυσιακής λατρείας και λεπτομερείς βιβλιογραφικές σημειώσεις του συγγραφέα που τεκμηριώνουν την πολύτιμη, σπάνια και επίπονη συνεισφορά του στην ιστορία των αρχαίων θρησκειών.
Ο Κερένϋι, παρόλο που είχε ολοκληρώσει το γράψιμο ερευνώντας και συλλέγοντας υλικό επί τέσσερις δεκαετίες, δεν κατόρθωσε να επιμεληθεί και να δει τυπωμένο το τελικό προϊόν των κόπων του, καθώς πέθανε από παράτυφο τον Απρίλιο του 1973
Η Μυθολογία των Ελλήνων (Εστία, 16η έκδοση), έργο αναφοράς για κάθε εκλεκτικό αναγνώστη, καθιστά τον Κερένϋι ως έναν «ανορθόδοξο» διανοούμενο, με την έννοια ότι η εντρύφισή του στον αρχαίο και σύγχρονο Ελληνισμό απήχε από τις στενά ακαδημαϊκές στρουκτούρες της εποχής του. Λόγω του διωγμού του από τον σταλινικό δικτάτορα Λούκατς, εγκατέλειψε την Ουγγαρία και κατέφυγε στην Ελβετία. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελβετό ψυχολόγο Κάρλ Γιουνγκ και οι δυο τους, μέσα από τις διαλέξεις τους πάνω στη μυθολογία, έδειξαν την μεγάλη συνάφεια του μύθου και της ιστορίας των θρησκειών με την γιουνγκιανή «ψυχολογία του βάθους». Ο Κερένϋι ποτέ δεν υιοθέτησε την έννοια του μύθου ως εθνικιστικό ιδεώδες, όπως συνέβη με τον σύγχρονό του Γερμανό κλασικιστή Βιλάμοβιτς, κατά την άνοδο του ναζισμού. Αντιθέτως, ήθελε να «ανακατασκευάσει» τους αρχαίους θεούς με βάση αρχέτυπες εικόνες και συμβολισμούς, έτσι ώστε η θεότητα να αποκτήσει μια χροιά οικουμενικού ανθρωπισμού. Στην ανά χείρας έκδοση, ο Διόνυσος συμβάλλει στην προσωπική εξέλιξη του ατόμου, μέσω της κατανόησης και ερμηνείας μιας ενστικτώδους θρησκευτικότητας και ιεροπραξίας.
Ο Κερένϋι ανατρέχει αρχικά στη μινωική Κρήτη και εξηγεί στο «Κρητικό προοίμιο», την πρώτη ενότητα του βιβλίου του, πώς αυτό το «νησί των οραμάτων», όπως λέει σε ανέκδοτη επιστολή προς τον αγαπητό φίλο του Παντελή Πρεβελάκη το 1965, αποτυπώνει τη θέαση του θείου ή της «επιφάνειας» στην απεικόνιση της «μινωικής πόζας». Για παράδειγμα, τα τελετουργικά της μεγάλης θεότητας, μέσω των χορευτών που την περιτριγυρίζουν, ενδέχεται να απεικονίζουν την ένωση θεών και ανθρώπων. Ο ελληνιστής ανοίγει εδώ ένα παράθυρο στον μυστηριακό και μαγικό κόσμο της νοτιοανατολικής Μεσογείου τονίζοντας την ικανότητα των αρχαίων Κρητών να οραματίζονται, εμπνεόμενοι από τα άντρα, τις ψηλές βουνοκορφές, την χλωρίδα και πανίδα του νησιού τους, όπως φαίνεται και στον πλούσιο διάκοσμο μινωικών αγγείων, σφραγιδόλιθων και φρέσκο.
Μέσα από τις σελίδες του ΔΙΟΝΥΣΟΥ το εξατομικευμένο όραμα μετατρέπεται σιγά-σιγά σε ένα πανόραμα συγκρότησης κυρίως ανθρωπιστικών επιστημών, όπως η αρχαιολογία, ιστορία της αρχαίας τέχνης, αρχαία λογοτεχνία, ακόμη και η φαρμακολογία. Ο Κερένϋι εντοπίζει στον ανακτορικό πολιτισμό της μινωικής Κρήτης τον συμβολικό τρόπο σύνδεσής του με τον μύθο του Διόνυσου, θεού του κρασιού. Η θυσία του ταύρου στη διάρκεια των τελετουργικών δραστηριότητων της αμπελουργίας παραπέμπει στη θυσία του Μινώταυρου. Η Αριάδνη ως μυστηριακή ιέρεια του λαβυρίνθου, ο οποίος αναπαριστά τον Κάτω Κόσμο χωρίς όμως το αδιέξοδο του θανάτου, αποκαλύπτει τη διέξοδο στον Θησέα. Αριάδνη και Θησέας καταφεύγουν στη Νάξο, απ’όπου ο Θησέας φεύγει, εγκαταλείποντας την Αριάδνη. Τότε εμφανίζεται ο θεός Διόνυσος και ενώνεται μαζί της σε ιερό γάμο. Χωρίς να αναφέρεται ρητά στον όρο του Γιούνγκ hierosgamos που περιγράφει την πνευματική/ιερή ένωση δύο αρχέτυπων μορφών στον ανθρώπινο ψυχισμό, ο Κερένϋι παρατηρεί ότι «ο Διόνυσος είναι η αρχετυπική πραγματικότητα της ζωής» και η Αριάδνη «η αρχετυπική πραγματικότητα της εμψύχωσης, της παροχής εκείνου που καθιστά τα όντα μεμονωμένες υπάρξεις». Το θεϊκό ζεύγος «ενσαρκώνει την αέναη διείσδυση της ζωής κατά τη δημιουργία των μεμονωμένων όντων και τη διάβασή της μέσω της δημιουργίας τους». Ο μύθος περνάει εδώ σε ένα βαθύτερο επίπεδο κατανόησης και ερμηνείας, καθώς ο Κερένϋι κλιμακώνει την ανθρωποκεντρική κατασκευή του διονυσιακού μυθολογήματος.
Ο Διόνυσος λατρεύεται από τον αρχαίο κόσμο ως ζωοδότης θεός, ενώ η γυναικεία παρουσία δίπλα του τον καθιερώνει ως άφθαρτο στα ελληνικά μυστήρια. Είναι γεγονός ότι στις εορτές των Ανθεστηρίων, την αθηναϊκή εαρινή γιορτή του Διόνυσου, πραγματοποιείται μέσω μιας ασυνείδητης διεργασίας, μια διαλεκτική ζωής-θανάτου. «Η ζωή μέσα από τον θάνατο» και ο «θάνατος μέσα από τη ζωή» προϋπάρχει μέσα στην αέναη επανάληψη της φυσικής περιοδικότητας. Οι Βάκχες είναι αυτές που ξεσηκώνουν τον κοιμισμένο Διόνυσο να παρουσιαστεί ενώπιόν τους με ηχηρά μουσικά όργανα, καλώντας τον στον Επάνω Κόσμο. Γυναίκες διονυσιάζουσες, περιγραφόμενες από τον συγγραφέα ως «μαινόμενες Μαινάδες», στην προσπάθεια να αναζωογονήσουν και να αφυπνήσουν τον θεό, οδοιπορώντας ακόμα και στις πλαγιές του χιονισμένου Παρνασσού. Εκεί βρέθηκαν κάποια φορά κοκκαλωμένες από το ψύχος και μεταφέρθηκαν στα ζεστά σπίτια των τριγύρω χωριών για να συνέλθουν.Τον μήνα Μάρτιο (Ελαφηβολιώνα) γιορτάζονταν τα μυστήρια των Μεγάλων Διονυσίων πάλι με θέμα έναν γάμο ανώτερο, όπου η γυναίκα του άρχοντος βασιλέως ή η «βασίλιννα» αποκαθιστούσε την πλήρη παρουσία του θεού στους μύστες.
Ο Κερένϋι δεν παραλείπει να ενσωματώσει ένα βασικό ερμηνευτικό κλειδί για την κάθοδο του θεού στον Κάτω Κόσμο: τα κείμενα των ορφιστών και της λογοτεχνίας τους, πολύ διαφορετικής όμως από τη διονυσιακή θρησκεία, καθώς σε αυτά ενυπάρχει μια προ-φιλοσοφική θεώρηση. Η εξήγηση της περιφοράς των φαλλών (φαλληφορίας ή φαλλαγωγίας) από τον ιερέα της διονυσιακής λατρείας Μελάμποδα είναι πολύ διαφορετική από την ερμηνεία του προσωκρατικού φιλόσοφου Ηράκλειτου που διατυπώνει την ταυτότητα των αντιθέσεων και τη σημαντικότητα της ενότητας του θεού Διόνυσου με τον Άδη. Η αφθαρσία της ψυχής και η διαλεκτική της σύνδεση με τον θάνατο επαναλαμβάνεται επί αιώνες μέσα από ιεροπραξίες. Η τελετή της «μυστικής θυσίας» βασίζεται στον φόνο του βρέφους Διόνυσου από τους Τιτάνες, όπως διδάσκει ο Ονομάκριτος, εκπρόσωπος των ορφικών μυστηρίων. Το βρέφος τεμαχίζεται σε επτά μέρη, βράζεται σε λέβητα στερεωμένο πάνω σε τρίποδα. Μετά σουβλίζεται. Στις ιεροπραξίες οι θνητοί αντικαθιστούν το θεϊκό βρέφος με ένα ερίφιο στον ρόλο του θύματος. Εδώ διαφαίνεται η κοινή αναδρομή του μύθου: στη μινωική Κρήτη (θυσία ταύρου), στη Θήβα (θυσία Πενθέα από Μαινάδες), στους Δελφούς (λέβητας μυστικής θυσίας βρέφους Διόνυσου), αλλά και στον αιγυπτιακό ελληνιστικό μύθο της Ίσιδας και του Όσιρι (τεμαχισμός και αναζήτηση μελών Όσιρι από Ίσιδα).
Τέλος, ο Κερένϋι ερμηνεύει την αρχαία ελληνική τραγωδία και κωμωδία ως υψηλές πνευματικές εκδηλώσεις και κοσμοπολίτικες εκφάνσεις της διονυσιακής θρησκείας κατά την ύστερη αρχαιότητα. Επιπλέον, καταδεικνύει ότι ο μύθος του Διονύσου βιώθηκε επί σχεδόν μια χιλιετία από πιστούς άνδρες και γυναίκες ως τρόπος απόκρυφης αυτογνωσίας. Τη σημασία του θανάτου τη ζούσαν κατά τις εξάρσεις της ζωής, στην κορύφωσή της, γιατί ο θεός ζούσε και πέθαινε με τρόπο ιδιαίτερο. Έτσι, η ταφική χρήση διονυσιακών απεικονίσεων έδειχναν αχώριστους θεό και ανθρώπους, όπως κάποτε στις οραματικές αναπαραστάσεις της μινωικής θεάς με τους ανθρώπους. Ο αναγνώστης περιδιαβαίνει στον μυθικό κόσμο των αρχέτυπων εικόνων του Κερένυϊ. Μυείται μέσα από τα μυθολογήματα, τους συσχετισμούς των συμβόλων, τις αναπαραστάσεις των μυστηρίων, καθώς η πρωτότυπη, συνδυαστική σκέψη του ελληνιστή ερευνητή εντυπώνεται ως περίτεχνο ψηφιδωτό του αρχαίου θεού στον νου.
σχόλια