«ΟΙ ΜΕΝΤΕΣΕΔΕΣ ΤΩΝ παλιών αξιών ξεχαρβαλώνονται». Η φράση αυτή νομίζω ότι συνοψίζει τόσο το νόημα όσο και την πλοκή της καινούργιας ιστορικής μυθοπλασίας του Γάλλου συγγραφέα Ερίκ Βυϊγιάρ (γενν. 1968) Ο πόλεμος των φτωχών.
Στο φόντο αυτού του σύντομου, αλλά τόσο πλούσιου σε λυρισμό και εικονοποιητική δύναμη κειμένου, όπου ο πραγματικός ήρωας είναι η γλώσσα (εξαιρετική η δουλειά του μεταφραστή Γιώργου Φαράκλα), παρακολουθούμε το ιστορικό γεγονός του πολέμου των χωρικών στη Γερμανία. Στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα, εποχή πρώιμης θρησκευτικής μεταρρύθμισης, μια σειρά εξεγέρσεων αγροτών και εργατών συνεγείρει τις γερμανικές επαρχίες. «Η ορμητικότητά τους είναι μια βίαιη έκφραση της μαύρης φτώχειας» γράφει ο Βυϊγιάρ. «Η πλέμπα αφηνιάζει. Το άχυρο στους αγρότες! Το κάρβουνο στους εργάτες! Η σκόνη στους σκαφτιάδες! Η παράσταση στους πλανόδιους!».
Η εξέγερση καταπνίγεται, τελικά, στο αίμα. Το τελικό χτύπημα δίνεται στη Μάχη του Φράνκενχαουζεν, στη Θουριγγία, τον Μάιο του 1525. Υπολογίζεται ότι 80.000 χωρικοί έχασαν τη ζωή τους. Ο Λούθηρος, ο μεγάλος μεταρρυθμιστής που τελικά τάχθηκε με το μέρος των φεουδαρχών και ηγεμόνων, ματαίως φώναζε ότι δεν εξεγείρονται οι χωρικοί αλλά ο Θεός. Τελικά, ποιος είναι ο Θεός, αναρωτιέται ο Βυϊγιάρ για λογαριασμό του σημερινού αναγνώστη που απολαμβάνει το βιβλίο. «Εκτός αν ονομάσουμε Θεό την πείνα, την αρρώστια, την ταπείνωση, το κουρέλι».
Ο Βυϊγιάρ μας βάζει βαθιά στο μυστικό της ισότητας, των αισθημάτων και των ιδεών. Και το κάνει με λέξεις. Γιατί, όπως γράφει, «αν δεν αφήσεις πίσω σου ούτε μια λέξη, πέφτεις για πάντα στην αφάνεια. Σε τρώει η μαρμάγκα».
Ήρωας αυτής της εξέγερσης, αλλά και κεντρικό πρόσωπο στην αφήγηση του Bυϊγιάρ, είναι ο ιερωμένος και θεολόγος Τόμας Μύνστερ που διακήρυττε την ισότητα, πληρώνοντας με τη ζωή του το κήρυγμά του. «Είχε αισθανθεί σταθερά τη δύναμη του σημείου = (ίσον)» γράφει ο Βυϊγιάρ. Κι αυτό δεν του συγχωρέθηκε. Τον αποκεφάλισαν με πέλεκυ, το κεφάλι του καρφώθηκε σ’ ένα κοντάρι και το σώμα του ρίχτηκε στα σκυλιά. Ήταν, το 1525, τριάντα πέντε ετών.
Ο Τόμας είχε δει, όταν ήταν έντεκα ετών, τον απαγχονισμό του πατέρα του. Το σώμα του πατέρα είχε αιωρηθεί στην κρεμάλα σαν ένας σάκος γεμάτους σπόρους. Στα δεκαπέντε του, ο Τόμας είχε ιδρύσει μια μυστική εταιρεία ενάντια στην Εκκλησία της Ρώμης. Τα πράγματα, βέβαια, είχαν αλλάξει πολύ. Η εφεύρεση της τυπογραφίας είχε πολλαπλασιάσει τα βιβλία, «σαν τα σκουλήκια στο σώμα», τα είχε μετατρέψει σε εργαλεία εξέγερσης. Ακόμα και η Βίβλος ήταν επικίνδυνο όπλο στα χέρια των εξεγερμένων. Και ο ίδιος, αφού «ζυμώθηκε» μέσα στο πλήθος που ακολούθησε τον Λούθηρο, ξεκίνησε έναν δικό του δρόμο, «βγήκε στη φόρα» το 1520.
Ο Βυϊγιάρ, βέβαια, δεν κάνει ιστορία. Κάνει, όπως είπαμε, ιστορική μυθοπλασία. Αλλά πηγαίνει πολύ πιο πέρα απ’ αυτόν τον όρο, που έτσι κι αλλιώς δεν παύει να είναι μια γραμματολογική σύμβαση. Εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να χρησιμοποιήσει τη γλώσσα του σήμερα, τη ζωντανή γλώσσα της λογοτεχνίας, για να κάνει σύγχρονη την ιστορία και να μας οδηγήσει, πέρα από τα ιστορικά γεγονότα, στην καρδιά των ανθρώπινων συναισθημάτων και των ιδεών.
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ το διεκδικεί αυτό και το λέει ξεκάθαρα μέσα στην αφήγησή του. Τι μένει σ’ εμάς, ρωτάει, απ’ όλον αυτόν τον πόλεμο των χωρικών. «Μένουν οι λέξεις, που είναι ένας άλλος σπασμός των πραγμάτων» γράφει.
Αυτό το νιώθουμε αμέσως ως σημερινοί αναγνώστες, διαβάζοντας, ας πούμε, μία από τις πιο λυρικές σελίδες της αφήγησης, εκεί όπου περιγράφει ποιες είναι οι πηγές έμπνευσης του Τόμας Μύνστερ: «Εμπνέεται από τα πράσινα φύλλα, την καβαλίνα, τη σύφιλη, τα σύννεφα… από τα τσαλαπατημένα χωράφια, από τα κτήματα που δουλεύουν οι κολίγες και τα φέουδα που κληρονομούν οι τσιφλικάδες, από τα ξεριζωμένα αμπέλια, από τους φόρους… από τα δρεπάνια, τους πασσάλους, τα κοντάρια, από τον μεγάλο μορφασμό του άρρωστου ζώου… εμπνέεται από τον Θεό, είναι θεόπνευστος, αλλά Θεός είναι, τότε, η πραγματική ουλή, η συναναστροφή των κυμάτων, ένα μάτσο χαρτιά που έχουν γραμμένες τις ματαιώσεις και τους λήθαργούς μας».
Αυτή η τελευταία φράση είναι στίχος του σύγχρονου ποιητή Ζακ Ντιπέν, όπως μαθαίνουμε από τις σημειώσεις του μεταφραστή (λίγες και απαραίτητες), και δείχνει ότι ο Βυϊγιάρ χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις άλλων σαν μικρές πινελιές στον δικό του μεγάλο πίνακα.
Κι εδώ μπορούμε να μιλήσουμε για το άλλο δυνατό σημείο της αφήγησης του Γάλλου συγγραφέα, που είναι η εικονοποιητική λειτουργία. Βλέπουμε μπροστά μας τον βιασμό της 15χρονης κόρης ενός αγρότη από τον φοροεισπράκτορα, επειδή δεν έχουν να πληρώσουν τον φόρο. «Τη γδύνει με το ζόρι, τη ρίχνει στ’ άχυρα και πληρώνεται σε είδος. Αυτή είναι δεκαπέντε. Είναι όμορφη. Είναι πολύ άξια. Αλλά τα τέκνα των φτωχών δεν αξίζουν δεκάρα. Τα χείλη της έχουν μπλαβίσει τώρα, κρυώνει. Παραπαίει στο στενό μονοπάτι με τα βατόμουρα. Από μακριά τη βλέπει ο πατέρας της. Τεράστιοι όγκοι σύννεφων περνούν ξυστά στις κορυφές των δέντρων».
Η δημιουργία εικόνων είναι πολύ συνειδητός συγγραφικός στόχος. Το φανερώνει, άλλωστε, ο ίδιος ο συγγραφέας. «Η Ιστορία είναι η Φιλομήλα», γράφει, «που τη βίασαν, κατά πως λένε, και της έκοψαν τη γλώσσα, και σφυρίζει τη νύχτα βαθιά μες στα δάση». Ο Βυϊγιάρ αναφέρεται εδώ στον μύθο της Φιλομήλας. Τη βίασε ο άντρας της αδελφής της, της Πρόκνης, και της έκοψε τη γλώσσα για να μην τον μαρτυρήσει. Αυτή όμως κέντησε τον βιασμό της. Η Πρόκνη, για να εκδικηθεί τον άντρα της, σκότωσε τον γιο τους και του τον σέρβιρε. Ο Δίας έδωσε την τελική λύση: μεταμόρφωσε τη Φιλομήλα σε χελιδόνι και την Πρόκνη σε αηδόνι.
Ο Ερίκ Βυϊγιάρ αναφέρεται και σε άλλους επαναστάτες πριν από τον Μύνστερ, που ηγήθηκαν κοινωνικών και θρησκευτικών πολέμων στην ηπειρωτική Ευρώπη και τη Βρετανία. Για παράδειγμα, ο Τσέχος Γιαν Χους, πρόδρομος της Μεταρρύθμισης, κάηκε στην πυρά. Οι ειδικοί του Κανονικού Δικαίου ήθελαν να εξετάσουν το συκώτι του, τη χολή του και την πόσθη του, για να διαπιστώσουν αν είναι αιρετικός. Τελικά, τον έκαψαν, με μια χάρτινη μήτρα στο κεφάλι, δεμένο σ’ έναν παλούκι.
Αλλά είπαμε: ο Βυϊγιάρ δεν κάνει ιστορία. Μας βάζει βαθιά στο μυστικό της ισότητας, των αισθημάτων και των ιδεών. Και το κάνει με λέξεις. Γιατί, όπως γράφει, «αν δεν αφήσεις πίσω σου ούτε μια λέξη, πέφτεις για πάντα στην αφάνεια. Σε τρώει η μαρμάγκα».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.