ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΕΥΘΥΝΕΤΑΙ σε όλους, πιστεύοντες και μη, θρησκευόμενους και μη, εκκλησιαζόμενους και μη, γιατί, πάνω απ’ όλα, είναι ένα βιβλίο ποιητικό και τρυφερό. «Μια μικρή ανθοδέσμη με ανθύλλια, fioretti» γράφει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο, παραπέμποντας έτσι και στα δύο πρωτότυπα έργα του Γιώργου Ρόρρη που κοσμούν το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Μπουκέτο βιολέτες σε ποτήρι» και «Ανθισμένη βιολέτα», αντίστοιχα.
Παιδί ιερέως, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης γράφει με τη συγκίνηση του βιώματος και η αλήθεια αυτή διαπερνάει το αφήγημά του. «Η Μεγάλη Βδομάδα είναι η φωνή του πατέρα μου. Και η εκκλησία του Αγίου Γερασίμου, στη γειτονιά μου, στα Κουπόνια (Άνω Ιλίσια, σήμερα). Ο τρόπος που έψελνε, η φωνάρα του, χωρίς φορητά μικρόφωνα, το “Σήμερον κρεμάται επί ξύλου” τη Μεγάλη Πέμπτη το βράδυ ήταν μοναδικός» γράφει. Αλλά το βίωμα και η συγκίνηση δεν εμποδίζουν τον Ζουμπουλάκη να είναι τολμηρός, καίριος και πρωτότυπος. Έτσι, το κείμενό του αυτό έχει όλα τα στοιχεία που βρίσκουμε στα προηγούμενα δοκίμιά του και που, τουλάχιστον εμένα, πετυχαίνουν να με κινητοποιούν.
Για τους περισσότερους, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν πηγαίνουν καθόλου στην εκκλησία, η σημαντικότερη στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδας είναι τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Ζουμπουλάκης παρατηρεί ότι, ενώ αποτελούν τον επίσημο θρήνο της Εκκλησίας για τον θάνατο του Χριστού, δεν αποπνέουν τίποτα το καταθλιπτικό.
Ο τολμηρός και πολιτικός Ζουμπουλάκης φαίνεται, για παράδειγμα, στο κεφάλαιο «Μεγάλη Πέμπτη Εσπέρας (Όρθρος Μεγάλης Παρασκευής), Η ενθρόνιση του Μεσσία». Αυτή η σημαντική μέρα, που συνδέεται και με τη μνήμη του πατέρα του, είναι ταυτόχρονα και μέρα μίσους.
«Δεν αντέχω πια να ακούω τα αντιιουδαϊκά τροπάριά της. Δεν αντέχω τόσο μίσος, μέσα στην εκκλησία, τη μέρα της σταυρικής θυσίας» γράφει. Και θεωρεί επείγον να βγουν τα τροπάρια αυτά από τις ακολουθίες. «Μόνο μια πεθαμένη πίστη δεν μπορεί να αλλάξει ένα τροπάριο».
Ο Ζουμπουλάκης μας λέει ότι το αντιιουδαϊκό μίσος διατρέχει όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα, αλλά κορυφώνεται το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Κι αυτό είναι παράδοξο, καθώς την ίδια μέρα συμβαίνουν σημαντικότερα πράγματα, όπως η προσευχή στη Γεσθημανή και οι τελευταίοι λόγοι του Χριστού πάνω στον Σταυρό.
«Ευτυχώς που οι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν τα ελληνικά των ύμνων» γράφει. «Εγώ, όμως, που τα καταλαβαίνω, κλείνω τα αυτιά μου, προσπαθώ να θυμάμαι και να σκέφτομαι άλλα πράγματα, για να κατανικήσω τον πειρασμό να φύγω από την εκκλησία» λέει για το πλήθος των αντιιουδαϊκών τροπαρίων που ζητούν εκδίκηση.
Τα κεφάλαια του βιβλίου ακολουθούν τη σειρά των ημερών της Μεγάλης Εβδομάδας, «της υψηλότερης μορφής άνοιξης», όπως γράφει ο Γιώργος Σεφέρης κάπου στις Δοκιμές του, όπου παραπέμπει ο Ζουμπουλάκης. Δεν είναι τυχαία η αναφορά στον Σεφέρη.
Στην ανθοδέσμη του Ζουμπουλάκη δεν υπάρχουν μόνο τα κείμενα των υμνογράφων, των προφητών, των ευαγγελιστών και των αποστόλων. Υπάρχουν και τα κείμενα των λογοτεχνών.
Βρίσκουμε, ας πούμε, τον Σεφέρη στο κεφάλαιο για «Το Άσμα Ασμάτων», αυτό το ερωτικό τραγούδι για την περιπέτεια της ψυχής και του σώματος, που περιλαμβάνεται στον εβραϊκό αλλά και στον χριστιανικό κανόνα της Βίβλου. Βρίσκουμε, επίσης, τον Μπορίς Πάστερνακ και το μυθιστόρημά του Δόκτωρ Ζιβάγκο.
Στο κεφάλαιο «Μεγάλη Τρίτη εσπέρας, η ακρότητα της μετάνοιας», με θέμα την πόρνη που άλειψε με μύρο τον Χριστό, ο Ζουμπουλάκης χρησιμοποιεί το τελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήματος του Πάστερνακ, που περιλαμβάνει το τετράδιο με τα ποιήματα του ήρωα, του Γιούρι Ζιβάγκο, για να τονίσει το νόημα της ημέρας. Παραθέτει ένα από τα δύο ποιήματα που είναι αφιερωμένο στη Μαγδαληνή, τη γυναίκα που για πολλούς ταυτίζεται με την πόρνη: «Τη νύχτα ο δαίμονάς μου έρχεται να μου θυμίσει / Πως πρέπει να πληρώσω τα παλιά μου χρέη / Επιστρέφουν και μου πληγώνουν την καρδιά/ Όλες οι αναμνήσεις της ασέλγειας».
Στην ανθοδέσμη έχει όμως θέση και η δημώδης λογοτεχνία, συγκεκριμένα το «Μοιρολόι της Παναγίας», από τα πιο διαδεδομένα δημώδη άσματα σε όλον τον ελληνικό κόσμο, στο οποίο ο Ζουμπουλάκης αφιερώνει ένα κεφάλαιο.
Πολλοί από εμάς μπορεί να γνωρίζουμε τους πρώτους στίχους του: «Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα / Σήμερον όλοι θλίβουνται και τα βουνά λυπούνται». Το βίωμα είναι πολύ σημαντικό στο κεφάλαιο αυτό, καθώς ο Ζουμπουλάκης κρατάει ζωντανή τη διήγηση της αδελφής του. Μια Μεγάλη Παρασκευή, «γύρω στο 1970, στην ενορία του Αγίου Γερασίμου, την ενορία μας, μια γυναίκα από κάποιο ελληνικό χωριό, που είχε έρθει στην Αθήνα για να κάνει Πάσχα με τα παιδιά της, τραγούδησε το “Μοιρολόι της Παναγίας”. Δεν μας ήταν άγνωστο, το ξέραμε από τη μάνα μας».
Θρήνος ανθρώπινος και γήινος, που όμως το επέτρεψε η Εκκλησία να μπει στη λειτουργία. «Η Παναγία είναι εδώ κάθε μάνα που κλαίει τον θάνατο του γιου της. Δεν είναι η Θεοτόκος» σχολιάζει ο Ζουμπουλάκης. Αλλά «έχει βαρύνουσα θεολογική σημασία ότι οι γυναίκες, οι μανάδες όλων των αιώνων, θέλησαν να αφήσουν την Παναγία να πει τη δική τους ιστορία, να εκφράσει τον δικό τους πόνο».
Για τους περισσότερους, ακόμη και γι’ αυτούς που δεν πηγαίνουν καθόλου στην εκκλησία, η σημαντικότερη στιγμή της Μεγάλης Εβδομάδας είναι τα εγκώμια της Μεγάλης Παρασκευής. Ο Ζουμπουλάκης παρατηρεί ότι, ενώ αποτελούν τον επίσημο θρήνο της Εκκλησίας για τον θάνατο του Χριστού, δεν αποπνέουν τίποτα το καταθλιπτικό. «Όχι επειδή έξω φυσάει το αεράκι της άνοιξης αλλά γιατί μέσα σε αυτά πνέει ήδη η αύρα της Αναστάσεως» γράφει.
Ο συγγραφέας χαρακτηρίζει τα εγκώμια «εκκλησιαστικά χαϊκού». Μας λέει, βέβαια, ότι πολλά απ’ αυτά είναι άτεχνα, πρόχειρα, φτιαγμένα σχεδόν μηχανικά. Αλλά μας αρέσουν και μας συγκινούν για τη μουσική τους και για τη συνθήκη μέσα στην οποία ψάλλονται. «Σκοτίστηκε ποτέ κανείς αν οι στίχοι ενός τραγουδιού που τον ξεσηκώνει είναι άτεχνοι;» αναρωτιέται ο συγγραφέας.
«Μεγάλο Σάββατο τη νύχτα» επιγράφεται το κεφάλαιο που μας φέρνει αντιμέτωπους με την αλήθεια και τα παραδομένα στερεότυπα. Από τη μια η Ανάσταση του Χριστού που ιστορείται από τα Ευαγγέλια χωρίς θρίαμβο, χωρίς μεγαλείο και αθόρυβα. Και από την άλλη το «Χριστός Ανέστη», ο θούριος της Ανάστασης, που ακολουθείται από σαματά, κωδωνοκρουσίες, πυροτεχνήματα, βαρελότα.
Η ανθοδέσμη του Σταύρου Ζουμπουλάκη είναι ταυτόχρονα και μελέτη ζωής. Η πίστη στην Ανάσταση μπορεί να έχει υποχωρήσει, μας λέει ο συγγραφέας στα δύο στοχαστικά παραρτήματα που κλείνουν το βιβλίο. Αλλά «ας μη συγχέουμε την επίγνωση της θνητότητας, μοναδικό γνώρισμα του ανθρώπου και πηγή της δημιουργικότητάς του, με την κάθε είδους θανατοφιλία».
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Το βιβλίο αυτό ήταν έτοιμο μέσα του, εξομολογείται ο Ζουμπουλάκης. Εκείνο που τον απασχόλησε περισσότερο ήταν για ποιους το γράφει. Την απάντηση του την έδωσε η ίδια η διαδικασία της συγγραφής: για όλους, τους εντός και τους εκτός, τους κοντινούς και τους μακρινούς.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.