ΑΝ ΨΑΞΕΙ ΚΑΝΕΙΣ το όνομα της Gertrude Barrows Bennett στο διαδίκτυο, δεν θα βρει παρά μόνο δύο φωτογραφίες, και η μία μάλλον δεν απεικονίζει εκείνη. Παρ' όλα αυτά, η συγκεκριμένη συγγραφέας, που έδρασε στις αρχές του εικοστού αιώνα, θεωρείται μία από τις σημαντικότερες φωνές στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας. Την έχουν αποκαλέσει «μητέρα της σκοτεινής φαντασίας» (dark fantasy) και σίγουρα ήταν η πρώτη γυναίκα επαγγελματίας συγγραφέας του είδους.
Επιπλέον, δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι επηρέασε σημαντικά το έργο δύο κορυφαίων συγγραφέων, του A. Merritt και του H.P. Lovecraft. Κάποιοι μάλιστα πίστευαν (εσφαλμένα, όπως αποδείχτηκε) ότι ο Merritt κρυβόταν πίσω από το ψευδώνυμο που χρησιμοποιούσε η Bennett, ενώ άλλοι εικάζουν πως ο Lovecraft είχε εκθειάσει την δουλειά της μέσα από κάποιες ψευδεπώνυμες επιστολές.
Για έξι χρόνια η Bennett έγραφε ασταμάτητα ιστορίες για τα παλπ περιοδικά της εποχής με το ψευδώνυμο Francis Stevens. Κατόπιν όμως τα ίχνη της εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς.
Παρά το δυσοίωνο μελλοντολογικό του θέμα, είναι καθαρό περιπετειώδες αφήγημα με μια ελαφράδα, αν και σαφώς απαισιόδοξο στη δυστοπία που περιγράφει. Επίσης, με τρόπο μάλλον κωμικό και αλλόκοτο εισάγει την ιδέα του ταξιδιού σε παράλληλους κόσμους.
Τα συγκεκριμένα έντυπα, που έγιναν δημοφιλή στα τέλη του δεκάτου ένατου αιώνα και παρήκμασαν μετά τη δεκαετία του ‘50, έχουν αποδειχτεί καθοριστικά για την εξέλιξη αμφιλεγόμενων τότε λογοτεχνικών ειδών όπως η επιστημονική φαντασία και η λογοτεχνία τρόμου. Ήταν φτηνές εκδόσεις, οι οποίες συχνά δεν ήταν ιδιαίτερα προσεγμένες. Αρκετά διηγήματά της μάλιστα χάθηκαν όταν ένα από τα περιοδικά με τα οποία συνεργαζόταν έκλεισε.
Η Bennett έγραψε την πρώτη της ιστορία σε ηλικία δεκαεφτά ετών με τον τίτλο «The curious experience of Thomas Dunbar». Τη δημοσίευσε με τα αρχικά του ονόματός της μόνο, τα οποία φυσικά δεν προσδιόριζαν το φύλο της. Όταν η νουβέλα της με τίτλο «Nightmare» πoυλήθηκε το 1917 στο «All-Story Weekly», εκείνη ζήτησε να δημοσιευτεί με το ψευδώνυμο Jean Veil, αλλά ο εκδότης του περιοδικού αγνόησε το αίτημά της και το αντικατέστησε με το Francis Stevens. Ήταν η αρχή της σύντομης καριέρας της.
Μετά την επιτυχία της συγκεκριμένης νουβέλας, η Bennett αποφάσισε τελικά να κρατήσει το νέο της όνομα. Από το 1917 μέχρι το 1923, περίοδο κατά την οποία βιοποριζόταν από τη συγγραφή, κυκλοφόρησε πέντε μυθιστορήματα και επτά διηγήματα και νουβέλες.
Το πιο γνωστό της μυθιστόρημα, οι «Κεφαλές του Κέρβερου», βγήκε αρχικά το 1919 σε πέντε συνέχειες στο παλπ περιοδικό «The Thrill Book» των ιστορικών εκδόσεων Street & Smith. Ήταν το μοναδικό έργο επιστημονικής φαντασίας που έγραψε και το πρώτο στην ιστορία του είδους που ασχολήθηκε με την ιδέα των παράλληλων κόσμων. Γράφτηκε δεκαετίες πριν από τους «Αγώνες Πείνας» και τον «Άνθρωπο στο Ψηλό Κάστρο» του Φίλιπ Ντικ. Σε μορφή βιβλίου εκδόθηκε το 1952, τέσσερα χρόνια από τον θάνατο της συγγραφέως.
Η υπόθεση ξεκινά το 1918, όταν τρεις φίλοι εισπνέουν μια περίεργη σκόνη που τους μεταφέρει στο 2118, σε έναν δυστοπικό κόσμο όπου πολίτες έχουν αριθμούς αντί για ονόματα και η κοινωνία είναι χωρισμένη μεταξύ μιας πλούσιας και ισχυρής μειοψηφίας από τη μια και μιας καταπιεσμένης κατώτερης τάξης από την άλλη. Στην πορεία οι ήρωες θα αναγκαστούν να πάρουν μέρος σε παράξενους και θανάσιμους αγώνες και θα χρειαστεί πολύ κόπος για να καταφέρουν να επιστρέψουν στον πραγματικό κόσμο.
Ο Μιχάλης Μακρόπουλος, που έκανε τη μετάφραση, περιγράφει το κείμενο «ως στρωτό, σχετικά απλό, χωρίς έντονο ύφος που θα ’πρεπε να μη χαθεί στα ελληνικά» και προσθέτει ότι «είναι ένα ζωηρό κείμενο, "παιχνιδιάρικο", έτσι το μόνο μέλημά μου ως μεταφραστή ουσιαστικά ήταν να μη χαθούν η αφέλεια και η ζωηράδα του πρωτοτύπου. Καθώς είναι γραμμένο από γυναίκα συγγραφέα το 1919, έχει σαφώς μια ιστορική αξία, επειδή στην ε.φ./φανταστικό η Στίβενς ήταν μάλλον πρωτοπόρος, καθώς οι ιστορίες της μέσα στο σύντομο διάστημα που υπήρξε συγγραφέας ανήκαν όλες σ’ αυτό το είδος. Παρά το δυσοίωνο μελλοντολογικό του θέμα είναι καθαρό περιπετειώδες αφήγημα, με μια αλαφράδα, αν και σαφώς απαισιόδοξο στη δυστοπία που περιγράφει. Επίσης, με τρόπο μάλλον κωμικό κι αλλόκοτο, εισάγει την ιδέα του ταξιδιού σε παράλληλους κόσμους».
Γενικά, δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για τη ζωή της Bennett, με αρκετές ημερομηνίες να είναι συγκεχυμένες. Γνωρίζουμε ότι γεννήθηκε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που αγαπούσε τις τέχνες, αλλά έχασε τον πατέρα της και τα δυο της αδέρφια σε μικρή ηλικία, με αποτέλεσμα να αναζητήσει εργασία για να επιβιώσει. Πήγε σε νυχτερινό σχολείο με το όνειρο να γίνει εικονογράφος, αλλά δεν τα κατάφερε.
Δούλεψε ως στενογράφος σε ένα μεγάλο εμπορικό κατάστημα και ως γραμματέας ενός πανεπιστημιακού καθηγητή. Παντρεύτηκε έναν Βρετανό δημοσιογράφο, αλλά λίγους μήνες μετά της γέννηση της κόρης τους εκείνος πνίγηκε σε μια τροπική καταιγίδα κατά τη διάρκεια της αναζήτησης ενός υποθαλάσσιου θησαυρού.
Όταν κάποια στιγμή αναγκάστηκε να φροντίσει την ανάπηρη μητέρα της, η συγγραφή αποδείχτηκε ιδανική επαγγελματική διέξοδος, μια και μπορούσε να περνάει τον περισσότερο χρόνο στο σπίτι της. Έγραφε τις ιστορίες της απομονωμένη σε ένα δωμάτιο του σπιτιού και συχνά τις διάβαζε στην κόρη της και άλλαζε τα σημεία που δεν της άρεσαν.
Όταν πεθαίνει η μητέρα της, χάνονται και τα ίχνη της. Στα μέσα της δεκαετίας του '20 η Bennett φαίνεται να άφησε την κόρη της στη φροντίδα φίλων και να μετακόμισε στην Καλιφόρνια. Αρκετοί ερευνητές υποθέτουν ότι ξαναπαντρεύτηκε.
Για χρόνια θεωρούνταν ότι πέθανε το 1939 επειδή το γράμμα που της έστειλε τότε η κόρη της, με την οποία είχαν αποξενωθεί πια, δεν βρήκε παραλήπτη. Παρ' όλα αυτά, μια νέα έρευνα ανακάλυψε το πιστοποιητικό θανάτου της, το οποίο δείχνει ότι πέθανε το 1948, σε ηλικία 63 ετών.
Έστω κι αν εργάστηκε μόνο για λίγα χρόνια, η Bennett άφησε έντονο αποτύπωμα στον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, με ορισμένους κριτικούς να τη χαρακτηρίζουν ως την πιο σπουδαία γυναίκα συγγραφέα της επιστημονικής φαντασίας και να την τοτοθετούν την περίοδο μεταξύ της Mary Wollstonecraft Shelley και της C.L. Moore.
_________________________________
ΑΦΙΞΕΙΣ ΚΑΙ ΑΝΑΧΩΡΗΣΕΙΣ
ΜΕΣΑ στο ξάφνιασμα των πρώτων στιγμών, φάνηκε στον εμβρόντητο Ντρέιτον ότι είχε έρθει το τέλος των πάντων. Οι πλέον τρελές κι απίθανες εικασίες πέρασαν απ’ το μυαλό του. Δεν θα ένιωθε περισσότερη έκπληξη αν ο Εωσφόρος αυτοπροσώπως, με όλη του την παραδοσιακή αρματωσιά από οπλές, ουρά και θειάφι, είχε υψωθεί ξάφνου φλεγόμενος μέσ’ απ’ αυτόν τον μουντό σωρό της μυστηριώδους σκόνης. Αν είχαν αρχίσει τα τραπέζια και οι καρέκλες να βαδίζουν με τα πόδια τους τριγύρω στο δωμάτιο, τούτο θα είχε φανεί απλώς η φυσική συνέχεια του γεγονότος που είχε μόλις συμβεί. Μάλιστα, έδειχνε παράξενα τρομερό που τίποτε άλλο δεν είχε συμβεί. Που η φύση, έχοντας παραβεί τον πιο ιερό της νόμο, αυτόν της αφθαρσίας της ύλης, δεν πήγε ακόμα πιο πέρα την ιεροσυλία της.
Είχε όμως παραβιαστεί αυτός ο νόμος; Μήπως, εξαιτίας κάποιας ανήκουστης ιδιότητας, η γκρίζα σκόνη αθόρυβα, χωρίς κάποια δόνηση ή κάποιο ορατό σημάδι έκρηξης, είχε διαλύσει το μεγάλο κορμί του φίλου του στα αέρια στα οποία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο μπορεί να μετατραπεί όλη η ύλη; Ή μήπως ήταν θεοπάλαβος αυτός, ο Ρόμπερτ Ντρέιτον, και όλο τούτο το παράλογο, φριχτό επεισόδιο ήταν μέρος ενός παραληρηματικού ονείρου;
Το κρυστάλλινο φιαλίδιο ήταν στο δάπεδο, εκεί όπου το είχε ρίξει όταν πρωτοκυριεύτηκε από απόγνωση. Η εφημερίδα ήταν εκεί, με μια διαφήμιση για εκπτώσεις να προβάλλει η μισή κάτω από τον γκρίζο σωρό. Και τώρα συνειδητοποίησε ότι μες στη βιβλιοθήκη ένα κουδούνισμα ηχούσε μονότονα κι επίμονα.
Δίχως να αντιλαμβάνεται τι ακριβώς έκανε, ο Ντρέιτον διέσχισε το δωμάτιο και σήκωσε το ακουστικό του τηλεφώνου.
«Εμπρός! Τι; Ναι, εδώ είναι η οικία του Τζέιμς Μπέρφορντ. Τι; Ο κύριος – ο κύριος Τρένμορ; Ναι, είναι εδώ. Όχι, θέλω να πω, ήταν προ ολίγου. Όχι, δεν ξέρω πού είναι ή πότε θα επιστρέψει. Θεέ μου, μακάρι να ’ξερα! Πώς; Ποια είπατε ότι είστε;… Αχ, Θεέ μου!»
Το ακουστικό έπεσε από το χέρι του και ο Ντρέιτον έμεινε να κοιτάζει με απλανή τρόμο. Λίγο αργότερα, αφήνοντας το ακουστικό να κρέμεται κι αγνοώντας το μονότονο σήμα που ηχούσε από μέσα, έκανε μεταβολή και πήγε αργά προς την καρέκλα που στο φαρδύ της μπράτσο έλαμπε ακόμα το πούρο του Τέρενς Τρένμορ πίσω από την ολοένα μακρύτερη στάχτη στην άκρη του. Αναριγώντας λιγάκι, ανάγκασε τον εαυτό του να σύρει τα χέρια του πάνω σ’ ολόκληρη την εσωτερική επιφάνεια της καρέκλας, στο κάθισμα, στα μπράτσα, στη ράχη. Το δερμάτινο κάλυμμα διατηρούσε ένα ίχνος ζέστης απ’ αυτόν που καθόταν πάνω του μέχρι προ ολίγου· αλλά ήταν αναμφίβολα άδειο.
Ο εξωφρενικός χαρακτήρας κι ο πρωτάκουστος τρόμος όλης της κατάστασης τον κατέκλυσαν, εξαλείφοντας για λίγο κάθε σκέψη σχετικά με το τηλέφωνο ή με το πρόσωπο με το οποίο είχε συνομιλήσει τώρα δα. Με όψη παραζαλισμένη και άρρωστη, βημάτισε ξανά γύρω από την εφημερίδα και τη σκόνη πάνω της, σήκωσε την καρέκλα του και κάθισε. Είχε την αλλόκοτη αίσθηση ότι κάποιος είχε μόλις κάνει σε βάρος του μια τρομερά σκληρή φάρσα.
Και εντούτοις – αν αυτή η γκρίζα σκόνη είχε πράγματι την τρομερή κι απίστευτη ιστορία που της είχε αποδώσει ο Τρένμορ;
Προσπάθησε να βάλει σε μια λογική σειρά τα δεδομένα και τις εικασίες του, όμως βρισκόταν να επανέρχεται διαρκώς σ’ εκείνη τη μία σκηνή: αυτός, ο Ντρέιτον, να κάθεται κει που καθόταν τώρα· ο Τρένμορ, αντίκρυ, να σκύβει πάνω από την εφημερίδα· η σκόνη που υψώθηκε, γκρίζα και νεφελώδης, συνέχισε να αιωρείται αφού χάθηκε ο φίλος του.
Για άλλη μια φορά, ένα κουδούνισμα τον συνέφερε από τη χαύνωσή του. Ο ήχος ερχόταν αμυδρός από το πίσω μέρος του σπιτιού. Ο Ντρέιτον περίμενε ν’ ακούσει τον Μάρτιν να διασχίζει τον χώρο υποδοχής προς την εξώπορτα. Το κουδούνι χτύπησε ξανά, αυτήν τη φορά δυνατά κι επίμονα. Κάποιος φαινόταν πως είχε βάλει το δάχτυλό του στο κουμπί, αποφασισμένος να μην το τραβήξει ωσότου η πόρτα άνοιγε. Ο Μάρτιν πρέπει να ήταν έξω, για κάποια δουλειά ίσως.
Μισοζαλισμένος, όπως είχε απαντήσει στο τηλέφωνο, ο Ντρέιτον αντέδρασε τελικά και σε τούτη τη νέα απαίτηση. Καθώς ξεκλείδωνε την εξώπορτα και την άνοιγε, μπήκε ορμητικά η καλοκαιρινή λιακάδα και μαζί η μικρόσωμη, θυμωμένη φιγούρα μιας πολύ αναστατωμένης δεσποινίδας.
«Πού ’ν’ τος; Τι συνέβη στον αδερφό μου; Ποιος ήταν ο άντρας στο τηλέφωνο; Απαντήστε μου αμέσως, μ’ ακούτε; Πού είναι ο αδερφός μου, ο Τέρι Τρένμορ;»
Οι ερωτήσεις έπεφταν σαν γροθιές στ’ αυτιά του Ντρέιτον, ξυπνώντας τον για τα καλά και κάνοντάς τον να ανακτήσει φαινομενικά την αυτοκυριαρχία του.
«Είστε… είστε η δεσποινίς Τρένμορ;» ρώτησε με τη σειρά του, αν και μια ξαφνική ένοχη ανάμνηση τον σούβλισε, βεβαιώνοντάς τον πως ήταν αυτή. Είχε διακόψει υπερβολικά απότομα την τηλεφωνική συνομιλία. Αναμφίβολα η κοπέλα είχε έρθει από το Ατλάντικ Σίτι για να δει τον αδερφό της, του ’χε τηλεφωνήσει και–
«Είμαι η Βαϊόλα Τρένμορ και θέλω τον αδερφό μου. Πού ’ν’ τος;»
Ο Ντρέιτον την κοίταξε νιώθοντας ανίσχυρος και φοβισμένος, αν και από μόνη της η αδερφή του Τρένμορ δεν είχε καμιά τρομακτική εμφάνιση. Σχεδόν τόσο μικροκαμωμένη όσο ήταν ο αδερφός της μεγαλόσωμος, έδειχνε ακόμη νεότερη από τα δεκαεφτά της χρόνια, που ήξερε ο Ντρέιτον πως ήταν η ηλικία της. Είχε τα μάτια του αδερφού της, γαλανά σαν τον ιταλικό ουρανό, ενώ τα ίσια κι ωραία της φρύδια και τα γυριστά ματόκλαδά της ήταν μαύρα –πολύ όμορφα και σε ζωηρή αντίθεση με το καθαρό λευκό και ρόδινο χρώμα του γεμάτου αδημονία προσώπου της, που τώρα ήταν κόκκινο σαν εξημμένου παιδιού. Το μοντέρνο καπελάκι της, οι περιποιημένες της γόβες και το ταγέρ της, φτιαγμένο σε μοδίστρα, ήταν όλα ασορτί στο χρώμα με την καθαρή, λαμπερή απόχρωση των ματιών της. Παρά την απόγνωσή του, η πρώτη εικόνα της Βαϊόλα Τρένμορ έφερε στον Ντρέιτον την ίδια στιγμιαία χαρά που συνοδεύει τη θέα μιας γαλάζιας τσίχλας την άνοιξη. Ήταν σαν γαλάζια τσίχλα, που φτερούγισε μέσα μπαίνοντας απ’ τη λιακάδα. Το ταραγμένο του μυαλό δεν αναγνώρισε τούτη τη σκέψη, όμως πάντα, στη συνέχεια, θυμόταν εκείνη την πρώτη ομορφιά της σαν αναλαμπή μιας φτερούγας γαλάζιας τσίχλας.
«Τι του κάνατε;» ρώτησε, ενώ σ’ εκείνα τα γαλάζια μάτια έλαμπε ένα πνεύμα ολόιδιο με του Τέρενς Τρένμορ – του παρορμητικού θυμωμένου Τέρενς, που περιφρονούσε κάθε σύνεση.
«Δεν ήξερα τι να σας πω, δις Τρένμορ», είπε διστακτικά ο Ντρέιτον. «Ο αδερφός σας δεν είναι εδώ. Έχει φύγει. Αχ, ούτε κι εγώ ξέρω τι συνέβη ή αν είμαι στα λογικά μου ή αν μου ’χει στρίψει! Ελάτε μέσα, δις Τρένμορ, για ν’ ακούσετε τουλάχιστον την ιστορία.»
Σαστισμένη τώρα, και παρακολουθώντας τον με επιφυλακτικότητα και σ’ επιφυλακή, η Βαϊόλα υπάκουσε στη χειρονομία του και μπήκε στη βιβλιοθήκη. Κι εκεί, με κομπιάσματα και λειψές προτάσεις, ο Ντρέιτον αφηγήθηκε την απίστευτη ιστορία του. Της έδειξε τη σκόνη στην εφημερίδα, το άδειο κρυστάλλινο φιαλίδιο, το μισοκαπνισμένο πούρο που είχε σβήσει ύστερα από μερικά λεπτά, σαν ένα τελευταίο ζωντανό ίχνος του ανθρώπου που το είχε ανάψει.
Και με κάποιον τρόπο ο Ντρέιτον, καθώς μιλούσε, κατάλαβε πως όλα ήταν αλήθεια και πως ο Τρένμορ ήταν νεκρός. Νεκρός και εξαφανισμένος τόσο απόλυτα, όσο αν, αντί για μόλις ένα μισάωρο, είχαν περάσει δέκα χιλιάδες χρόνια αφότου έφυγε. Από την οδύνη ο Ντρέιτον ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό και τέλειωσε την ιστορία του μ’ έναν βραχνό ψίθυρο που ίσα που ακουγόταν.
«Και χάθηκε! Έτσι απλά. Τίποτα δεν έμεινε. Τίποτα, εκτός απ’ αυτή την αναθεματισμένη ουσία εκεί πέρα, που… που τον δολοφόνησε – τον φίλο μου!»
Για μια στιγμή η κοπέλα απέμεινε σιωπηλή κι ο Ντρέιτον νόμισε ότι, σαν τον ίδιο, τα είχε χαμένα. Αλλά ξάφνου τίναξε πίσω το κεφάλι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον Τρένμορ.
«Δεν σας πιστεύω!» φώναξε βίαια. «Δεν σας πιστεύω! Περιμένατε δηλαδή ότι θα σας πίστευα; Με περνάτε για μωρό; Ποιος είστε εσείς που βρίσκεστε εδώ πέρα, στο σπίτι του ξαδέρφου μου, σηκώνετε το τηλέφωνό του κι ανοίγετε την πόρτα του, και μου ξεφουρνίζετε αυτό το παλαβό ψέμα για τον Τέρι; Το αναγνωρίζω αυτό το φιαλίδιο! Και ξέρω ότι κάποιος προσπαθούσε να το κλέψει από τον αδερφό μου. Είστε ο κλέφτης και δολοφονήσατε τον Τέρι, όπως είχατε απειλήσει ότι θα κάνατε;»
Έκανε να του επιτεθεί, με τα μάτια της να είναι δύο αγανακτισμένες λίμνες από γαλάζια φωτιά· όμως εκείνος δεν τραβήχτηκε. «Είμαι ο Ρόμπερτ Ντρέιτον», είπε.
«Ο Ρόμπερτ Ντρέιτον! Μα, δεν μπορεί. Ο κύριος Ντρέιτον είναι ένας καλός φίλος του Τέρι, αν και δεν τον έχω γνωρίσει, και κάπως το ξέρετε αυτό κι ελπίζετε ότι θα με ξεγελάσετε! Ο κύριος Ντρέιτον δεν θα μου φερόταν έτσι. Δεν θα μου ’λεγε ψέματα. Δεν θα…» Βάζοντας τελικά τα κλάματα, σταμάτησε κι έσφιξε βίαια τα μικροκαμωμένα της χέρια. «Θα σου δείξω εγώ!» φώναξε. «Θα σου δείξω τι πιστεύω για σένα και για τα ψέματά σου, κι ύστερα θα σ’ αναγκάσω να μου πεις την πραγματική ιστορία!»
Ο Ντρέιτον πήδησε μπρος με μια άγρια κραυγή διαμαρτυρίας, αλλά δεν πρόλαβε να την εμποδίσει· η Βαϊόλα είχε πέσει στα γόνατα δίπλα στη σκόνη. Σε μια στιγμή, τα χέρια της, μες στα λευκά τους γάντια, είχαν σηκώσει ξανά εκείνο το δυσοίωνο γκρίζο σύννεφο.
Η σκόνη υψώθηκε σ’ έναν στρόβιλο…
Για ένα δευτερόλεπτο ο Ντρέιτον έβλεπε ακόμα τη Βαϊόλα ως μια αόριστη, διαφώτιστη γαλάζια θολούρα που έπαιρνε ρόδινη απόχρωση εκεί που πρωτύτερα ήταν το πρόσωπό της. Ύστερα ο αέρας τρεμόπαιξε και καθάρισε, και γι’ άλλη μια φορά βρέθηκε ο άτυχος νεαρός άντρας να στέκεται μόνος στην ευχάριστη βιβλιοθήκη του Μπέρφορντ. Αυτήν τη φορά δεν έμεινε ούτε καν ένα αναμμένο πούρο για να του θυμίζει την πρόσφατη συντροφιά του.
Ο κύριος Ρόμπερτ Ντρέιτον άρχισε να βλαστημά. Οι βαριές βρισιές δεν του ήταν ποτέ εύκολες. Τώρα, ωστόσο, άκουσε τον εαυτό του να χρησιμοποιεί φράσεις και λέξεις που δεν γνώριζε καν ότι τις ήξερε· ένας σταθερός χείμαρρος ειπωμένος με σοβαρή και χαμηλή φωνή, που τον έκανε να νιώσει παράξενη ικανοποίηση κι ανακούφιση. Έβρισε για δύο λεπτά ασταμάτητα κι έπειτα βουβάθηκε. Η προηγουμένως αβάσταχτη έντασή του είχε κοπάσει ωστόσο, και μπορούσε να σκεφτεί ξανά.
Τούτη η απότομη και πλήρης εξαφάνιση του φίλου του και της αδερφής του, που δεν τον άφησε καν μ’ ένα πτώμα για να το πενθήσει, ξύπνησε μέσα του διαφορετικά συναισθήματα από οτιδήποτε είχε αισθανθεί ποτέ. Διαπίστωσε ότι μπορούσε να σκεφτεί τον Τρένμορ και τη Βαϊόλα μονάχα ως ζωντανούς κι ότι δεν μπορούσε να απαλλαγεί απ’ την ιδέα πως με κάποιον τρόπο ήταν ακόμα παρόντες μες στη βιβλιοθήκη. Κι ας του έλεγε ολοκάθαρα η μνήμη του ότι οι δυο τους είχαν κυριολεκτικά εξαϋλωθεί μπροστά στα μάτια του.
Καθώς συλλογιζόταν ωστόσο τι να κάνει μετά, σκέφτηκε ότι είχε μόνο μία έντιμη επιλογή. Αν είχε αρκεστεί απλώς να δεχτεί τη δεισιδαιμονία του Τρένμορ απέναντι στη διαβολεμένη σκόνη, δεν θα βρισκόταν αντιμέτωπος μ’ ένα τέτοιο αποτρόπαιο μυστήριο. Βλέποντάς το έτσι, το φταίξιμο ήταν δικό του. Ας πλήρωνε το τίμημα λοιπόν.
Με βήμα σταθερό κι αποφασιστικό ο Ντρέιτον πλησίασε στον δυσοίωνο γκρίζο σωρό και, αντίθετα από τα άλλα θύματα της σκόνης, προκάλεσε την ολέθρια επίδρασή της γνωρίζοντάς τη – ή πιστεύοντας τουλάχιστον πως τη γνώριζε.
Δέκα δευτερόλεπτα αργότερα στη βιβλιοθήκη δεν υπήρχε κανένας.
Στο ράφι του τζακιού υπήρχε ένα ρολόι που εκείνη τη στιγμή έλεγε εννέα και μισή. Συνέχισε να χτυπά με επισημότητα και υπευθυνότητα, ολωσδιόλου αδιάφορο απέναντι σε οτιδήποτε θαυμαστό πέρα από το μεγάλο και συνεχές θαύμα του ίδιου του Χρόνου. Από λεπτό σε λεπτό, ο μακρύς και ο κοντός δείκτης κινούνταν στο καντράν, και στους πελώριους αργαλειούς της Αιωνιότητας το ένα νήμα μετά το άλλο περνιούνταν στο παγκόσμιο υφαντό του παρελθόντος.