Ο ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ γεννημένος το 1987 στην Αθήνα) είναι μία από τις πιο αξιόλογες περιπτώσεις queer ποίησης στη χώρα μας. Έχει ξεχωρίσει για τον βαθιά εξομολογητικό ομοερωτικό λυρισμό του, που συνδυάζεται άρρηκτα με το πολιτικό και κοινωνικό στοιχείο. Έχει τρεις συλλογές στο ενεργητικό του: Χαλκομανία, Εντύποις, 2017, Μόνο κανέναν μη μου φέρεις σπίτι, Θράκα, 2021, και Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, Θράκα, 2024. Υπήρξε ο βασικός ανθολόγος και επιμελητής της πρώτης Ανθολογίας Ελληνικής Queer Ποίησης (εκδ. Θράκα και Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, 2023).
Το τελευταίο του βιβλίο, Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, αποδεικνύεται η πιο ώριμη συλλογή του μέχρι τώρα, με θέμα τη σπαρακτική όσο και τρυφερή ερωτική ιστορία δύο αγοριών και το τέλος μιας σχέσης που θα λήξει με τη φυγή του ενός. Εκτός από το προσωπικό βίωμα και τη χαρτογράφηση queer χώρων και ταυτοτήτων αλλά και την ταξική συνείδηση που το διαπνέει, το βιβλίο ξαφνιάζει με την ανθρωπιά που διαπερνά τις σελίδες του. Είναι το πρώτο σχόλιο που του κάνω στη συζήτησή μας και το παραδέχεται κι ο ίδιος, μιλώντας για τα πρόσωπα που περιγράφει: «Είναι ατελή τα πλάσματα του βιβλίου μου, οι δύο άντρες που αγαπιούνται. Θα ήθελα, δηλαδή, να έχουν μια ανθρωπινότητα που να τους κάνει συμπαθείς. Αποτυγχάνουν, δεν είναι σπάνιο πράγμα η queer αποτυχία, γι’ αυτό, όμως, και είναι ok. Η δυαδικότητα της σχέσης είναι ένας πυρήνας που υπάρχει μέσα σε μια φωλιά, ένα σπίτι, κάπου “μέσα στην ανθρώπινη δίνη”. Εκεί καταφεύγουν για να κρυφτούν από την εξωτερική βία, κι από εκείνη που έχουν εσωτερικεύσει».
Στη συλλογή του προτάσσει ένα απόσπασμα από την περίφημη ομιλία της νομπελίστριας Όλγκα Τοκάρτσουκ για την τρυφερότητα. Τον ρωτώ αν πιστεύει πως το βιβλίο του είναι τρυφερό και πώς θα όριζε ο ίδιος την τρυφερότητα: «Για μένα η τρυφερότητα είναι η μαγιά που ενδυναμώνει για να μπορέσεις να αντιμετωπίσεις το εχθρικό εξωτερικό περιβάλλον, για να μπορέσεις να βρεις τη δύναμη να συμβάλεις ακόμα και στην κοινωνική ανατροπή. Θα ήθελα το βιβλίο να το νιώσουν ως ένα έργο που βλέπει με συμπάθεια τα ανθρώπινα πλάσματα. Και την τρυφερότητα ως ένα πολιτικό εργαλείο».
Είναι ατελή τα πλάσματα του βιβλίου μου, οι δύο άντρες που αγαπιούνται. Θα ήθελα, δηλαδή, να έχουν μια ανθρωπινότητα που να τους κάνει συμπαθείς. Αποτυγχάνουν, δεν είναι σπάνιο πράγμα η queer αποτυχία, γι’ αυτό, όμως, και είναι ok.
Εκτός από το ανθρώπινο στοιχείο και την ευαλωτότητα, στα ποιήματα του Κουτσοδόντη είναι ιδιαίτερος ο τρόπος που το πολιτικό συνδέεται με το ερωτικό, σε έναν σφιχτό εναγκαλισμό. Υπάρχει σύνδεση queer έρωτα και πολιτικής; Και η ποίηση μήπως είναι ακτιβισμός εν τέλει; «Εφόσον κάποτε υπήρξε ο Άλεν Γκίνσμπεργκ, που μπορούσε ταυτόχρονα να γράφει για τη σωματική διείσδυση και να δένεται ο ίδιος στις ράγες των τρένων με άλλους ακτιβιστές, ώστε να αποτρέψει τη μεταφορά πυρηνικών, τότε, ναι, υπάρχει σύνδεση», τονίζει. «Έχω στο μυαλό μου τον ηλικιωμένο Λουί Αραγκόν να παρελαύνει στα πρώτα Pride του Παρισιού με ροζ κάμπριο, ενώ ήταν μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος. Οπότε, όλα γίνονται και η ποίηση συνεχίζει να είναι πράξη, να εκφράζει αυτή την “καλύτερη πραγματικότητα”, όλο αυτό που κουβαλά η ανθρώπινη επιθυμία, το ανθρώπινο συναίσθημα και η ανάγκη για έναν ομορφότερο και πιο ασφαλή κόσμο».
O Νικόλας Κουτσοδόντης δεν κρύβει πως ιδεολογικά πρόσκειται στο ΚΚΕ, ενώ από το βιβλίο του παρελαύνουν και διάφορες μορφές κομμουνιστών λογοτεχνών, όπως ο καταραμένος Γάλλος ποιητής Ζεράλντ Νεβέ και ο Σλοβένος ποιητής Έντβαρντ Κότσμπεκ. Πώς συνδυάζεται όμως η queer ταυτότητα με τις αρχές του κομμουνισμού, όταν μάλιστα κατά καιρούς πολλοί χαρακτηρίζουν ομοφοβική τη στάση του ΚΚΕ σε θέματα ΛΟΑΤΚΙΑ+; «Δεν είναι κάτι πρωτότυπο», δηλώνει. «Σε άλλες, πιο δύσκολες εποχές, υπήρξαν και στελέχη ακόμα Κομμουνιστικών Κομμάτων που συνέβαλαν στο να γίνει το πρώτο Pride στη χώρα τους, για παράδειγμα ο Lance Gowland (Αυστραλία), ο Harry Hay (ΗΠΑ), ο γ.γ. της νεολαίας του ΚΚ Μεγάλης Βρετανίας, Mark Ashton, και στα καθ’ ημάς, εδώ, στη Θεσσαλονίκη, κάποιοι που συνέβαλαν από τη δεκαετία του ’80 ακόμα, όντας μέλη του ΚΚΕ. Ένα κόμμα της εργατικής τάξης έχει τα επιστημονικά εργαλεία να βρει τη λύση για τις ανάγκες της κοινωνίας και προς όφελος της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας. Από την πλευρά μου, μπορώ να πω απλώς πως πιστεύω στην υπόθεση της εργατικής τάξης και προσπαθώ συχνά να γράφω για τη ζωή και τις αγωνίες της στο σήμερα».
Η συσσωρευμένη αδικία από τόσα χρόνια καταπίεσης και περιθωριοποίησης της ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητας δεν μπορεί παρά να εκφράζεται στα ποιήματά του: «Μισήσαμε τόσο τον εαυτό μας/γκώσαμε χρόνια τώρα/Γι’ αυτό σου λέω/να τρώγαμε τον πολιτικό», γράφει στο ποίημα «Ο Τιμ και ο Πητ τα ξαναφτιάχνουν», εμπνευσμένο από τον Τζέιμς Ρόμπερτ Μπέικερ, μαχητικό και οργισμένο εκπρόσωπο της queer λογοτεχνίας από τα πρώτα χρόνια του AIDS. Τον ρωτώ για τη θέση που έχουν στην ποίησή του το μίσος, η οργή και η καταγγελία. «Όλα τα ανθρώπινα συναισθήματα χωράνε στην ποίηση», απαντά. «Ακόμα και τα πιο ποταπά ή αστεία ή επουσιώδη. Να είσαι οργισμένος είναι κι αυτό ok, να καταγγέλλεις την αδικία γύρω σου είναι στο μυαλό μου μια υποχρέωση. Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε η ΛΟΑΤΚΙΑ+ κοινότητα στην αρχή της εποχής του AIDS, αυτού του απόλυτου εφιάλτη, από κυβερνήσεις και επιχειρηματίες υγείας, ως κόστος, ως ζημία, μας διδάσκει τι αξία έχει η ανθρώπινη ζωή χτες και σήμερα για τους δυνατούς».
«Ήταν η Σαλονίκη στην αρχή/κι ένα παιχνίδι δυνατοτήτων και κινδύνων», γράφει σε έναν στίχο. Η Θεσσαλονίκη είναι η πόλη όπου ζει πλέον μόνιμα ο Νικόλας Κουτσοδόντης και πρωταγωνιστεί σε ένα μεγάλο μέρος του τελευταίου του βιβλίου. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε το φόντο και για πολλούς γκέι έρωτες στη νεοελληνική ποίηση. Πόση διαφορά όμως έχει η δική του ομοερωτική Θεσσαλονίκη από αυτή του Ντίνου Χριστιανόπουλου και του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου; «Για μένα η Θεσσαλονίκη είναι ο στίχος του Ασλάνογλου “όλα γυρίζουν/εκεί που δεν αρχίνησαν ποτέ, μες στην αγάπη”», απαντά. «Υπάρχει κάτι το διαρκώς ανείπωτο στην πόλη αυτή, τον τόπο που τόσοι ποιητές έζησαν και έγραψαν. Ίσως το Καραμπουρνάκι του Χριστιανόπουλου να είναι το ίδιο με σήμερα, να έχει χαλάσματα, αλλά πάντα χωράει τα σώματα που σμίγουν», προσθέτει.
Γενικότερα τα Βαλκάνια έχουν την τιμητική τους στη συλλογή του, καθώς μία από τις ενότητες του βιβλίου ονομάζεται «Βαλκανικό κρύο». Πόσο Βαλκάνιος νιώθει άραγε κι ο ίδιος; «Νιώθω μια ιδιαίτερη αγάπη και συγγένεια με τους Βαλκάνιους αδερφούς. Η Θεσσαλονίκη είναι μάλλον η βαλκανικότερη των ελληνικών πόλεων και την επέλεξα ακριβώς γι’ αυτό. Στην ενότητά μου “Βαλκανικό κρύο” γράφω γι’ αυτό το κενό, την εγκατάλειψη, τις κοινωνίες που κι αυτές ακόμα περνούν, “δεν υπάρχουνε πια παιδικές ασφάλειες/στα δικά μας ιδιωτικά αμάξια”. Έχει μια άγρια ομορφιά να βλέπεις αυτά τα μπρουταλιστικά, παρατημένα σοσιαλιστικά κτίρια της Κροατίας, να θες να τους ξαναδώσεις ζωή, να ερωτοτροπείς μέσα τους».
«Έφερα τελικά κάποιον σπίτι μαμά/μαμά/απόκτησα πλέον σπίτι/και πάλι/φεύγω», καταλήγει στο τέλος του βιβλίου του, σε ευθεία σύνδεση και με τον τίτλο του προηγούμενου. Τελικά η φυγή είναι η αναπόφευκτη κατάληξη κάθε ερωτικής ιστορίας; Πέρα από τη διεκδίκηση της ορατότητας, πέρα και από την queer ταυτότητα, ο αποχωρισμός και η μοναξιά είναι η αναπόδραστη κοινή μοίρα; «Απλά συμβαίνουν, τα κάνουν αυτά οι άνθρωποι», ομολογεί απερίφραστα και συνεχίζει: «Έλεγε η αγαπημένη Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ: “Ο έρωτας ζάρωσε σε προθεσμία και έγινε ΕΩΣ”. Τρομαχτικός στίχος. Λες, θα είμαι η προθεσμία κάποιου, που θα κάνω τόσο κόπο να του επιτρέψω να δει βαθύτερα και βαθύτερα μέσα μου. Αλλά συχνά, αυτά τα χρόνια σίγουρα, οι άνθρωποι δεν μπορούν να πάψουν να λειτουργούν σαν μονάδες μέσα σε μια σχέση. Κάπως έτσι και ο ήρωας του Απντάικ στο “Τρέχα λαγέ” κυνηγούσε τη νεότητα, τον θαυμασμό, την περιπέτεια κι άφησε πίσω τη γυναίκα και το παιδί του. Νομίζω όλοι λίγο πολύ είμαστε φοβισμένοι, λίγο στα χαμένα, χωρίς βάσεις». Και τι είναι αυτό που θα ήθελε, τι ονειρεύεται ο Νικόλας Κουτσοδόντης για το επόμενο βιβλίο του; «Θα ήθελα στο επόμενό μου βιβλίο να μπορέσω να ονειρευτώ κάτι λιγότερο τρομαχτικό, κάτι που να μοιάζει με συλλογικό όνειρο, με συνεργασία, κάτι που να είναι τελικά ακόμα πιο απείθαρχο».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.