Σωσίες, όπλα, γκάνγκστερ και ο κρυφός βίος μιας γάτας. Μπορεί να μην έχουμε συνδέσει κανένα από τα στοιχεία αυτά με το έργο της Beatrix Potter, ωστόσο η δημιουργός του Peter Rabbit και της ποντικίνας Hunca-Munca, έγραψε πριν έναν αιώνα μια ιστορία που τα εμπεριέχει όλα. Το Παραμύθι της Παπουτσωμένης Γάτας γράφτηκε ακριβώς πριν ξεσπάσει ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος αλλά δεν δημοσιεύθηκε όσο ζούσε η Potter. Πάνω από 100 χρόνια μετά, ο εκδοτικός οίκος Penguin Random House κυκλοφόρησε επιτέλους το «24ο παραμύθι» της, ένα βιβλίο που φέρνει τα πάνω κάτω σε όσα πιστεύουμε για εκείνη.
«Δεν έχω ακόμα διαλέξει τίτλο για το επόμενο βιβλίο» έγραφε η Potter στον εκδότη της Harold Warne, τον Φεβρουάριο του 1914, «αλλά θα το κάνω το συντομότερο δυνατόν». Το χειρόγραφό της, γραμμένο σε ένα φτηνό τετράδιο ασκήσεων το οποίο τώρα φυλάσσεται στα αρχεία του Victoria and Albert Museum έχει ως επικεφαλίδα «Η Παπουτσωμένη Γάτα». Ίσως όμως ο τίτλος που θα έπρεπε να διαλέξει είναι «Το Παραμύθι της Παρενδυτικής Γάτας». Κι αυτό γιατί παρότι η ιστορία αυτή σίγουρα θα αποτελέσει απολαυστικό ανάγνωσμα για τα παιδιά, οι φεμινίστριες και οι θεωρητικοί της ομοφυλοφιλίας θα έχουν επίσης αμέτρητους λόγους να υποδεχθούν με ενθουσιασμό την απίθανη αυτή επινόηση της συγγραφέως.
14 ολόκληρα χρόνια πριν δημοσιεύσει το Ορλάντο η Virginia Woolf, η Potter συνέθεσε την ιστορίας μιας φίνας μαύρης γάτας που ζει μια διπλή ζωή, αψηφώντας τους κανόνες των φύλων. Την ημέρα είναι η εκλεπτυσμένη "Miss Catherine St Quentin", καλοαναθρεμμένο κατοικίδιο μιας ευγενούς γηραιάς κυρίας αλλά την νύχτα μετατρέπεται στον "Squintums" ή "Q", έναν λαθροθήρα που φοράει «ένα ανδρικό κυνηγετικό σακάκι και μπότες με γούνινη επένδυση».
14 ολόκληρα χρόνια πριν δημοσιεύσει το Ορλάντο η Virginia Woolf, η Potter συνέθεσε την ιστορίας μιας φίνας μαύρης γάτας που ζει μια διπλή ζωή, αψηφώντας τους κανόνες των φύλων. Την ημέρα είναι η εκλεπτυσμένη "Miss Catherine St Quentin", καλοαναθρεμμένο κατοικίδιο μιας ευγενούς γηραιάς κυρίας αλλά την νύχτα μετατρέπεται στον "Squintums" ή "Q", έναν λαθροθήρα που φοράει «ένα ανδρικό κυνηγετικό σακάκι και μπότες με γούνινη επένδυση». Χάρη στον Winkiepeeps, έναν σωσία που παίρνει την θέση της στο σπίτι, η Γάτα ξεγλιστράει στον δασικό υπόκοσμο οπλισμένη, συναναστρέφεται «κοινές» γάτες και τα βάζει με τις ερμίνες. Όταν η Κα Tiggy-Winkle, ξαφνιασμένη από μια σφαίρα που τρυπάει την μπουγάδα της, την προσφωνεί «κύριε», εκείνη «νιώθει αρκετά κολακευμένη που την πέρασε για κυνηγό».
Η ιστορία είναι γεμάτη με τις συνήθεις λακωνικές παρηχήσεις που χαρακτηρίζουν το έργο της και την εμμονή στις ακριβείς ρεαλιστικές λεπτομέρειες: Η Γάτα βγάζει μια σφαίρα από «ένα μεταλλικό κουτάκι μουστάρδας», τρώει «ένα ποντίκι (ωμό)». Υπάρχει όμως κι ένα κωμικό στοιχείο που θυμίζει Μπάστερ Κίτον και Βέγγο, σε έναν βαθμό πρωτόγνωρο για την Potter. Παρότι η Γάτα είναι νταής, το όπλο της -ένα αεροβόλο- εκπυρσοκροτεί διαρκώς κατά λάθος. Ο Κος Tod η αλεπού, της λέει χαιρέκακα «κυρία, σας ικετεύω να αφήσετε αυτό το υπέρμετρα επικίνδυνο πυροβόλο όπλο».
Ο Peter Rabbit κάνει επίσης ένα πέρασμα ως ευτραφής κύριος που πειράζει την Γάτα με την ομπρέλα του. Σε μια υπέροχη στιγμή που σήμερα θα χαρακτηρίζαμε ως camp, η μόδα επικρατεί της βίας: «Δεν επιθυμούσε να τον πυροβολήσει» γράφει η Potter αναφερόμενη στην Γάτα, «επειδή φορούσε ένα τόσο κομψό σακάκι».
Η Γάτα είναι ισότιμη των χειρότερων κακών που έχουν σκιαγραφηθεί από την πένα της Potter. Γρατζουνάει τα πρόσωπα του John Ερμίνα-Κουνάβη και του εξάδελφου του Slimmy Jimmy και τους φτύνει. Έχει μια 24ωρη αναμέτρηση με τον Κο Tod, αντάξια ταινίας γουέστερν. Στο τέλος μάλιστα, σε ένα αδιαμφισβήτητα πολιτικό σχόλιο για την ιεραρχία των κοινωνικών τάξεων, η Παπουτσωμένη Γάτα απελευθερώνεται από την παγίδα του Κου Tod από την ίδια την πλύστρα της. Για δεύτερη φορά η Κα Tiggy-Winkle την περνάει για άνδρα και δέχεται την επιβεβαίωση της Γάτας ότι δεν θα την φάει, γιατί αν το κάνει δεν θα μείνει κανείς να της πλένει τα ασπρόρουχα.
Κουτσή πλέον για πάντα, η Γάτα εγκαταλείπει την μεταμφίεση της κι επιστρέφει σπίτι στο alter-ego της, τον Winkiepeeps, με τον οποίο έχει μια σαδομαζοχιστική σχέση. Παρότι ο Winkiepeeps είναι εκείνος που την διευκόλυνε στις νυχτερινές της αταξίες, «έτρεξε καταπάνω του και πάλεψαν σε όλο το καθιστικό». Η Γάτα ζει την υπόλοιπη ζωή της χωλαίνοντας, με συντροφιά «αξιοσέβαστες» γάτες όπως η Ribby κι η Tabitha Twitchit, ενώ ο μοχθηρός εαυτός της αποτραβιέται στο σκοτάδι.
Η Jo Hanks, επιμελήτρια της σειράς παιδικών βιβλίων του εκδοτικού οίκου Penguin Random House, διάβασε για την ιστορία της γάτας που περιγράφει ως «απατεώνισσα», σ' ένα βιβλίο του 1971 που έχει γράψει η Leslie Linder για το έργο της Potter, το οποίο έχει εξαντληθεί προ πολλού. Η Hanks είχε συνεργαστεί με την Emma Thompson για το νέο βιβλίο της ηθοποιού με ήρωα τον Peter Rabbit, και έτσι μπήκε στη διαδικασία να μάθει περισσότερα για την Beatrix Potter. Στα μάτια της η «Παπουτσωμένη Γάτα», μια ιστορία της οποίας η Potter ολοκλήρωσε μεν το κείμενο αλλά όχι τις ζωγραφιές, φάνταζε ιδανική για μια συνεργασία με τον Quentin Blake στην εικονογράφηση. «Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν το πόσο προσεγμένο ήταν το κείμενο της» λέει η Hanks. «Είχε τον ρυθμό, το χιούμορ και την οξύνοια των πρώτων ιστοριών της».
Οι λόγοι για τους οποίους η Potter δεν ολοκλήρωσε το βιβλίο αυτό ήταν πολλοί, κι αναμφισβήτητα η έλλειψη ενθουσιασμού από πλευράς των εκδοτών της. «Ψυχράνθηκα αρκετά από το ότι ούτε εσείς, ούτε ο Fruing φανήκατε να ενθουσιάζεστε αρκετά με την ιστορία» γράφει στον Harold τον Ιούλιο του 1914, όταν πάλευε με τις ακουαρέλες της. Αυτό συνέβη εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του τρίτου αδελφού του Harold και του Fruing Warne, του Norman, ο οποίος είχε υπάρξει μέντοράς της και με τον οποίο είχε ανεπίσημα αρραβωνιαστεί.
Η Potter είχε μόλις γίνει Κα. Heelis. Τον Οκτώβριο του 1913, στην ηλικία των 47 ετών, παντρεύτηκε τον δικηγόρο που την είχε βοηθήσει να διαπραγματευθεί την γη που αγόρασε στο Lake District. Ενδιαφερόταν πια πολύ περισσότερο για την εκτροφή προβάτων παρά για την συγγραφή μικρών βιβλίων για παιδιά. Η όραση της επιδεινωνόταν και είχε και να φροντίσει την μητέρα της. Η συγγραφή της «Παπουτσωμένης Γάτας» διεκόπη από τον θάνατο του πατέρα της.
Η Potter εργαζόταν με στοιχειοθετημένες λωρίδες κειμένου τις οποίες έκοβε και επικολλούσε σε ψεύτικα βιβλία προκειμένου να αποφασίσει που θα τοποθετήσει τις εικονογραφήσεις της. Στη «Γάτα» είχε φτάσει στο σημείο αυτό, και μάλιστα είχε σημειώσει δίπλα και διορθώσεις, σε ότι αφορά τις ζωγραφιές όμως διαθέτουμε μόνο μία ατελή ακουαρέλα και μια σπουδή για το εξώφυλλο που απεικονίζει μια ανθρακί γάτα μ' ένα όπλο στον ώμο, κυνηγετικό σακάκι και μια έντονη κόκκινη γραβάτα.
Η οριστική διακοπή της ενασχόλησης της με το βιβλίο αυτό συνέπεσε με την έναρξη του πολέμου. Έξι μήνες μετά σε μια επιστολή στον εκδότη της γράφει: «Αγαπητέ Κε. Warne, αναρωτιέμαι, πως είστε αυτές τις δύσκολες ημέρες; [...] Προσπάθησα να σχεδιάσω λίγο τον χειμώνα αλλά δεν είχα διάθεση, επίσης δεν βλέπω, τα μάτια μου δεν με βοηθάνε να δω καθαρά κοντά. Είναι εντάξει για τις γενικές δουλειές, όπως με τα πουλερικά και τις αγροτικές εργασίες, αλλά εικάζω πως θα πρέπει να φορέσω γυαλιά».
Οι γάτες δεν ήταν ποτέ τα αγαπημένα ζώα της Potter. Προτιμούσε τα κουνέλια και τα ποντικάκια. Τα ημερολόγια της, τα οποία έγραφε κωδικοποιημένα από την εφηβεία ως τα τριάντα, περιέχουν πολλές ιστορίες με μαύρες γάτες, ενώ το χειρόγραφο της «Παπουτσωμένης Γάτας» που φυλάσσεται στο V&A περιέχει την ακόλουθη φράση η οποία στη συνέχεια διεγράφη: «Όλες οι μαύρες γάτες μου μοιάζουν ίδιες». Σε μια επιστολή της ομολογεί ότι δεν συμπαθεί ιδιαίτερα την ηρωίδα της ιστορίας της. Όσο για τον Winkiepeeps, αρχικά τον περιγράφει ως «κοινό» και «βρωμερό». Δύσκολα αναγνωρίζει εδώ κανείς τη συγγραφέα που θεωρούνταν λάτρης των ζώων.
Δυο χρόνια πριν στείλει στους Warne τη «Γάτα», η Potter είχε γράψει την πιο σκοτεινή της ιστορία ως τα τότε: Το Παραμύθι του Κου Tod. Τα «δυο κακά ποντίκια» του 1904 ήταν απλά άτακτα. Ο τρομακτικός Samuel Whiskers του 1908 περιγραφόταν ως τέτοιος κυρίως από τον αιχμάλωτο του, τον Tom Kitten. Αντιθέτως, η ιστορία που έγραψε η Potter το 1912 για την «εκδικητική» αλεπού και την χαμογελαστή νέμεση του, τον ασβό Tommy Brock, ήταν η πρώτη που εστίαζε αποκλειστικά στους κακούς. Εικονογραφημένη με πιο σκοτεινές και λιγότερες σε αριθμό ζωγραφιές, θύμιζε γοτθικό παραμύθι και πρόδιδε μια πραγματική ευχαρίστηση στην συγγραφή της προμελετημένης κακίας των χαρακτήρων. Γράφοντας για το έργο της Potter είκοσι χρόνια αργότερα, ο συγγραφέας κατασκοπικών και αστυνομικών μυθιστορημάτων Graham Greene αναρωτήθηκε φωναχτά αν «είχε βιώσει κάποια συναισθηματική κακουχία που άλλαξε τον χαρακτήρα του μυαλού της», καθώς «με την κυκλοφορία του Κου Tod το 1912, ο πεσιμισμός της Δίδος Potter άγγιξε την κορύφωση του».
«Κουράστηκα να δημιουργώ αγαθά βιβλιαράκια για καλούς ανθρώπους» είχε αρχικά γράψει η Potter στο σημείωμα της για το βιβλίο αυτό. Οι Warne όμως προτίμησαν να μην αποκαλύψουν την αγανάκτηση της και άμβλυναν την πρόταση της ως εξής: «Έχω δημιουργήσει πολλά βιβλία για ανθρώπους με καλή συμπεριφορά». Δεν εκτίμησε καθόλου την λογοκρισία της και συν τω χρόνω η ενόχληση της αυξήθηκε. Παρότι οι εκδότες της δεν ενθουσιάστηκαν με την «Παπουτσωμένη Γάτα» εκείνη επέμεινε. «Λυπάμαι αλλά μόνο αυτό μπορώ να σας προσφέρω φέτος την άνοιξη», τους ενημερώνει τον Μάρτιο του 1914, «οπότε επωφεληθείτε τα μάλα!».
Ίσως ήταν η σκληρότητα προς τα ζώα στην οποία ενίσταντο οι αδελφοί Warne. «Φυσικά υπάρχει και το ζήτημα της συναισθηματικής απέχθειας προς τις παγίδες» γράφει η ίδια προσπαθώντας να αμυνθεί, «ωστόσο δεν θεωρώ πως η ιστορία αυτή είναι υπερβολικά ενοχλητική». Ίσως πάλι τους προβλημάτισε η επιστροφή του ύπουλου και βάναυσου αλεπούδου Κου Tod. Το 1919 η Potter προσπάθησε να τον αναβιώσει σε μία άλλη ιστορία αλλά οι Warne της ζήτησαν αντ' αυτού να γράψει για περιστέρια, προτροπή την οποία απέρριψε ως «αδιάφορη σαχλαμάρα». Τέλος η Potter είπε έξαλλη στους εκδότες της ότι αν και θα προσπαθήσει να γράψει μια-δυο ιστορίες ακόμη για χάρη του παλιού καιρού, «δεν δύναμαι να συνεχίσω αυτά τα καταραμένα βιβλιαράκια μέχρι να μπω στον τάφο».
Η «Παπουτσωμένη Γάτα» σηματοδοτεί την ματαιωμένη προσπάθεια της Potter να συνεχίσει σε ένα νέο, πιο ενδιαφέρον και δυσοίωνο μονοπάτι. «Δεν σχεδιάζω καλά τις γάτες» παραδέχθηκε λίγο καιρό μετά, κάπως ηττημένη. Ίσως όμως στην πραγματικότητα το πρόβλημα να μην ήταν η εικονογράφηση. Ίσως η «Παπουτσωμένη Γάτα» να ήταν γραφτό να απευθυνθεί απευθείας σε μια μελλοντική γενιά. Σε μία εποχή έτοιμη να δει την πνευματώδη, ατρόμητη, προκλητική και διαστροφική πλευρά της Beatrix Potter.
Το Παραμύθι της Παπουτσωμένης Γάτας κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Penguin Random House.
Πληροφορίες από The bookseller, The Telegraph.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο LIFO.gr το 2016.
σχόλια