Πέρα από τις αμέτρητες ιστορικές, κοινωνιολογικές και λαογραφικές μελέτες που έχουν γραφτεί και γράφονται για την Ελλάδα, υπάρχει ένα βιβλίο που δεν εμπίπτει σε καμία κατηγορία, γι’ αυτό περιγράφει την Ελλάδα και τους Έλληνες με αξιοσημείωτη ακρίβεια. Πρόκειται για τη Ρούμελη του Πάτρικ Λη Φέρμορ, που, μετά την ιστορική απόδοση της Λίνας Κάσδαγλη, κυκλοφορεί σε νέα, ωραία μετάφραση από τον Μιχάλη Μακρόπουλο –αυτήν τη φορά για τις εκδόσεις Μεταίχμιο– και έρχεται να μας θυμίσει όλα όσα θέλουμε να ξεχνάμε: μια χώρα που διατηρεί αυτούσια τα αρχέγονα όπλα της φαντασίας και της αντοχής, της αυθόρμητης ευφυΐας και του φιλότιμου, ακόμα και το ολοζώντανο πνεύμα της σύγκρουσης που διαπερνά διαφορετικές πτυχές του ελληνικού κόσμου.
Λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τα ιστορικά δεδομένα και τα συμβολικά συγκείμενα, ο Λη Φέρμορ καταθέτει το δικό του ανυπέρβλητο πόνημα γι’ αυτή την πολύφερνη χώρα που δεν κατάφερε ποτέ να ξεπεράσει ή, έστω, να τιθασεύσει τους δαίμονές της. Φαινομενικά, όλα αυτά καταγράφονται σε ένα βιβλίο που πολλοί βιάστηκαν να χαρακτηρίσουν ταξιδιωτικό, ωστόσο η Ρούμελη, κατ’ ουσίαν, συνιστά την πιο μεστή, εμπεριστατωμένη, έστω σε συμβολικό επίπεδο, μελέτη του ελληνικού πνεύματος.
Εν προκειμένω, σημασία δεν έχει τόσο να μελετηθούν οι απαρχές του επίσημου κράτους και οι πολλαπλές θεωρίες που συνδέονται με αυτό ή να καταγραφούν οι ιστορικές λεπτομέρειες, όσο να εξεταστούν σε βάθος οι ετερόκλητες επιρροές όλων αυτών των ομάδων, φυλών και ταυτοτήτων που συγχωνεύτηκαν κάτω από μια γαλανόλευκη σκέπη, λαμβάνοντας, φυσικά, υπόψη τον μορφολογικό προσδιορισμό, τον οποίο ο βαθυστόχαστος Φέρμορ συναρμόζει με τα ενδελεχή ιστορικά και ποιητικά του διαβάσματα.
Ίσως γι’ αυτό η «Ρούμελη» δεν είναι ένα ακόμα περιηγητικό βιβλίο στην καρδιά της ελληνικής ενδοχώρας αλλά μια κεντρική επισκόπηση της ουσίας της ίδιας της Ελλάδας και της ιδέας της.
Για παράδειγμα, καταγράφει με ακρίβεια τις διαφορές μεταξύ του ορεσίβιου φρονήματος του Σαρακατσάνου της Ηπείρου και του Κρητικού, ξέρει τι σημαίνει δωρική απλότητα και τι «κυκλαδίτικο ηλιακό σύστημα», όπως το αποκαλεί, διαβάζει με προσοχή τις λεπτομέρειες στις παραδοσιακές φορεσιές των Σαρακατσάνων στα βιβλία της Αγγελικής Χατζημιχάλη, διαβλέποντας μάλιστα αναλογίες στα γεωμετρικά σχέδια των στολών των γυναικών στα αρχαιοελληνικά αγγεία, ενώ δείχνει να απολαμβάνει πραγματικά το θέατρο του Καραγκιόζη και τις διαφορετικές μουσικές κάθε τόπου.
Επίσης, το γλεντάει με την καρδιά του πίνοντας ούζο με τους ντόπιους στο Μεσολόγγι και ανακαλύπτοντας σε ένα σπίτι τις παντόφλες του λόρδου Μπάιρον, ενώ ερωτεύεται κάθε μικρή πτυχή της χώρας, καθώς, όπως λέει, «οι ελληνικές αρετές και τα ελαττώματα, κάτω από τα πιο μυτερά βουνά και τον πιο καυτό ήλιο, φτάνουν ως ένα απελπιστικό σημείο». Και δεν το λέει για κακό, αφού η ρομαντική σκέψη του τον θέλει να φέρνει στο μυαλό του από ψηλά, από τα μοναστήρια των Μετεώρων που κρέμονται στον αέρα, όλες τις μάχες που διεξήχθησαν στον απέραντο Θεσσαλικό Κάμπο, τον Καίσαρα, που νίκησε τον Πομπήιο στα νότια όριά του, αλλά και τον αυτοκράτορα Βοημούνδο, που κατατρόπωσε εκεί τον Αλέξιο Κομνηνό – και είναι η ίδια ακριβώς ρομαντική σκέψη που τον κάνει να βλέπει στα γαλανά μάτια ενός ανώνυμου βοσκού αυτά του Τίμωνα του Αθηναίου!
Ακόμα και αν γνωρίζει ποια ακριβώς είναι τα ελαττώματα των ετερόκλητων αυτών κατοίκων της ελληνικής χώρας, η σκόπιμη επιλογή του είναι με τη Ρούμελη να συνθέσει το δικό του χαλκέντερο έπος, γραμμένο με τη μορφή αφηγήματος, το οποίο δεν ολοκληρώνεται τυχαία με ένα μεγάλο έμμετρο ποίημα που κλείνει το μάτι στον πιο υποψιασμένο αναγνώστη.
Ίσως γι’ αυτό η Ρούμελη δεν είναι ένα ακόμα περιηγητικό βιβλίο στην καρδιά της ελληνικής ενδοχώρας αλλά μια κεντρική επισκόπηση της ουσίας της ίδιας της Ελλάδας και της ιδέας της: άλλωστε, οι περισσότερες σελίδες αφιερώνονται όχι μόνο στις περιπλανήσεις των Σαρακατσάνων σε διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, πέρα ακόμα και από τα σύνορα, σε νοερές περιηγήσεις στα σημεία των μαχών του ’21, αλλά και σε αναμνήσεις από την ενεργό εμπλοκή του Φέρμορ στον αγώνα της Αντίστασης κατά των Γερμανών στην Κρήτη.
Ως εκ τούτου, ο ίδιος γνωρίζει καλά και από πρώτο χέρι το ελληνικό σθένος, που διαμορφώθηκε αλλιώς στα απόκρημνα όρη και αλλιώς στην άκρη των ταραγμένων θαλασσών, αλλά και τους άγραφους κανόνες μιας ζωντανής προφορικότητας που κατέστησε, κατά τη γνώμη του, άκρως οικείο σε όλους τους Έλληνες τον Όμηρο και έκανε ακόμα και τους αγράμματους Κρητικούς να ξέρουν απέξω όλους τους στίχους του Ερωτόκριτου, ανεξαρτήτως ταξικής προέλευσης.
Ως συγγνωστός και επίμονος φιλέλληνας, ο Φέρμορ τολμάει τέτοιου είδους υπερβάσεις γιατί έχει μελετήσει και βιώσει τις αντιθέσεις που έθρεψαν την ετερόκλητη ταυτότητά μας: σπάνια θα διαβάσει κανείς τόσο εμβριθή ανάλυση για το γλωσσικό ζήτημα και τα βαθιά αιτία της αδιανόητης έριδας ανάμεσα στον Έλληνα και τον Ρωμιό –που ουσιαστικά αντιστοιχεί στο μοίρασμα σε δύο κόσμους, της Ανατολής και της Δύσης– όσο στις σελίδες αυτές του Φέρμορ. «Μια καρφίτσα που τρυπάει ξανά και ξανά τα μπαλόνια της ξιπασιάς και της αλαζονείας: η τέλεια ενσάρκωση του πάθους με το οποίο οι Έλληνες περιγελούν τον εαυτό τους και ο ένας τον άλλον.
Το γέλιο των θεατών στοχεύει στους ίδιους δι’ αντιπροσώπου, και το ξέρουν αυτό: ο Καραγκιόζης είναι η πεμπτουσία της Ρωμιοσύνης» γράφει με ακρίβεια, για να καταλήξει να συνενώσει αυτούς τους δυο κόσμους σε ένα μοναδικό αμάλγαμα που φέρει μέχρι σήμερα αυτούσια την υπογραφή του. Αφού, φυσικά, πρώτα φτιάξει μια τεράστια λίστα με ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα στον Έλληνα και τον Ρωμιό, διακηρύσσοντας τελικά ένα πνεύμα ενότητας που ο ίδιος παραδέχεται πως αναγνωρίζει στο έργο των φίλων του Νίκου Χατζηκυριάκου-Γκίκα και Γιώργου Σεφέρη.
Άλλωστε, αν κάτι έκανε τον Φέρμορ να πολιτογραφηθεί Έλληνας και να ζήσει εδώ για πάντα, είναι το γεγονός ότι ο ελληνικός ή ρωμαίικος κόσμος δεν του θύμιζαν στο παραμικρό τον γνωστό σ’ εκείνον, αλλά αποτρόπαιο στα μάτια του ψευδεπίγραφο εκσυγχρονισμό, όπως αυτός που έβλεπε στην Αγγλία, οι ταξικές διαφορές και διακρίσεις, η επίφαση των ψεύτικων τρόπων και του αλλοτριωτικού τρόπου ζωής. Εμμένοντας σχεδόν τελετουργικά στις ελληνικές «τεχνολογίες», όπως θα έλεγε εκ των υστέρων ο Φουκώ, μνημονεύει ακόμα και τις φοβίες, τις προλήψεις και τις δοξασίες του ελληνικού λαού –μιλάει για εδραιωμένη πίστη σε νεράιδες, ξόρκια και βρικόλακες–, αλλά απεχθάνεται σφόδρα τον μιμητισμό, τις μεγαλουπόλεις, τον τουρισμό, που τείνει να αφανίσει αυτό τον ζείδωρο, στα μάτια του, αυθορμητισμό.
«Πιστεύω ότι οι Έλληνες έχουν πολύ εντονότερη επίγνωση, απ’ ό,τι οι Δυτικοευρωπαίοι, της ρευστότητας των γεγονότων και της αστάθειας των ανθρώπινων πραγμάτων» γράφει με ακλόνητη πεποίθηση ο Φέρμορ. «Παρά τα διαλείμματα ρωμαίικης οκνηρίας και αναβλητικότητας, νιώθουν την ανάγκη να αδράχνουν τον χρόνο από το τσουλούφι, να εκμεταλλεύονται τα ευνοϊκά ρεύματα και να κάνουν την τύχη τους κάτω από δυσοίωνες συνθήκες: μια τάση που μπορεί να οδηγήσει σε τολμηρά και αιφνίδια εγχειρήματα, και μερικές φορές στον οπορτουνισμό. Έχουν αυτή την οξύτερη αίσθηση που ενσταλάζουν στον άνθρωπο οι φτωχές και άγονες χώρες, ότι η καταστροφή και η τραγωδία υπάρχουν. Όμως, κι ας βλέπουν πολλά πράγματα με όρους τραγικούς και μελοδραματικούς, διαθέτουν πρόχειρα τη στωικότητα και το χιούμορ, για να τα αποσυμπιέζουν» καταλήγει λίγο προτού αρχίσει να αναλύει ελληνικές έννοιες, όπως το φιλότιμο και τη λεβεντιά.
Το καλό είναι ότι σε κάθε τέτοιου είδους συμπέρασμα δεν υπάρχει ούτε καν υπόνοια κοινοτοπίας, αφού ο πολυμαθής Φέρμορ βασίζεται αποκλειστικά σε δικά του διαβάσματα, τα οποία ωστόσο δικαιολογούν αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις, οικείες σ’ εμάς ως αρχετυπικά, εραλδικά σύμπαντα.
Δεν θέλει πολύ μυαλό να καταλάβεις ότι ο Φέρμορ έχει βαλθεί να μετατρέψει κάθε αφορμή για αίσθημα κατωτερότητας –και το λέει μάλιστα!– του μέσου Έλληνα σε βασικό λόγο συνειδητοποίησης ότι αυτός ο παλιός, κάπως «πρωτόγονος» κόσμος έχει προ πολλού αναστηθεί ή, μάλλον, προϋπήρχε σε φαντασιώσεις και διαβάσματα, σε αυθόρμητες χειρονομίες που μετατράπηκαν σε σύγχρονο πολιτισμό. Για τον Φέρμορ Ελλάδα δεν είναι η χαρούμενη επάρκεια και ενάργεια των νησιών, ούτε καν η ιωνική τους απλότητα, αλλά αυτός ο βαρύς, δύσθυμος κόσμος της Ρούμελης και της ορεινής Κρήτης, του χειμώνα και κάθε άγνωστης περιοχής, που, όπως ακριβώς το Μεσολόγγι, βρίσκει τον τρόπο να συμβολοποιείται και να γίνεται καθολικός και αιώνιος: «Ένας κόσμος χειμερινού χάους, αναγαλλιασμένος από προελάσεις και νίκες, και τσακισμένος από την ήττα, την κατοχή και τη διχόνοια» – είναι όμως δικός μας.
Και σε αυτό το πραγματικό θέατρο που είναι η Ελλάδα, ο Φέρμορ επιμένει πως «κάθε ζευγάρι μάτια και κάθε φωνή είναι άναρχα ξεχωριστά. Απομονωμένο μπροστά στις οριζόντιες και τις τεθλασμένες, μεγεθυσμένο από έναν φακό φωτός, πιο έντονο και ευκρινές εξαιτίας του ήλιου, κατατεμαχισμένο πάνω από φλεγόμενα αγκάθια ή μεταμορφωμένο από την αστραπή, κάθε πρόσωπο εκ περιτροπής είναι πρωταγωνιστής του δικού του δράματος». Και προφανώς φορέας της δικής του, ανεξάρτητης αλήθειας, που τώρα έχουμε ανάγκη να ανιχνεύσουμε όσο ποτέ – και δεν θα μπορούσαμε να έχουμε καλύτερη αφορμή από τον Πάτρικ Λη Φέρμορ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.