Υπήρξαν από εκείνες τις παρέες που γράφουν ιστορία. Αλλά, βέβαια, ήταν και μια άλλη εποχή, μια άλλη Ελλάδα, μια άλλη Ευρώπη. Αμέσως μετά τον πόλεμο, μια γενιά «ηρωική» σχεδόν, που πίστευε σε μια νέα αρχή, σε ένα καλύτερο αύριο, σε μια Ευρώπη ειρηνική, δημιουργική και αισιόδοξη. Τρεις άντρες με διαφορετική αφετηρία ο καθένας, που τους ένωσαν τα κοινά τους ενδιαφέροντα, αλλά κυρίως ένας τόπος που όλοι λάτρεψαν και πίστεψαν όσο λίγοι, η Ελλάδα. Μια Ελλάδα αγνή, άφθαρτη, αρχέγονη.
Η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη «Γκίκας - Craxton - Leigh Fermor: Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα», που ξεκίνησε από τη Λεβέντειο Πινακοθήκη της Λευκωσίας, συνεχίζει στην Αθήνα και θα καταλήξει στο Λονδίνο, στο Βρετανικό Μουσείο, μας αποκαλύπτει μια παρέα φίλων και την υπέροχη, δημιουργική και παράλληλη πεντηκονταετή πορεία τους. Το χρονικό της μεγάλης φιλίας τριών αντρών που έμελλε να συναντηθούν και να συνδεθούν με δεσμούς τόσο στενούς, που στο εξής ήταν σχεδόν αδύνατο να μη συμμετέχει ο ένας στη ζωή του άλλου.
Η έκθεση χωρίζεται σε πέντε ενότητες που αντιστοιχούν στις φάσεις της φιλίας τους. Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου και στη συνέχεια οι ελληνικοί τόποι: η Ύδρα, η Κέρκυρα, τα Χανιά.
Όταν ο γαλλοτραφής Έλληνας ζωγράφος Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, στην πρώτη του επίσκεψη στο Λονδίνο το 1945, συνάντησε τον επίσης ζωγράφο, Άγγλο Τζον Κράξτον, με τη μεσολάβηση του κοινού τους φίλου και συγγραφέα Cyril Connolly, ήταν ήδη 40 χρονών. Είχε διαγράψει μια διεθνώς αναγνωρισμένη καλλιτεχνική πορεία και η δουλειά του συνδιαλεγόταν με εκείνη των Πικάσο, Ντε Κίρικο, Λε Κορμπιζιέ. Λίγο αργότερα, γνωρίστηκε και με τον φιλέλληνα συγγραφέα Πάτρικ Λη Φέρμορ –Πάντι για τους φίλους του–, ο οποίος είχε συμμετάσχει στη Μάχη της Κρήτης και στην αντίσταση εναντίον των Γερμανών. Την ίδια πάνω-κάτω περίοδο ο Λη Φέρμορ γνωρίστηκε, μέσω της συντρόφου του Τζόαν Ράινερ, με τον Κράξτον. Οι δύο νεότεροι Βρετανοί σύντομα θα εξελίσσονταν σε ένα είδος «οικογένειας» για τον σημαντικό Έλληνα καλλιτέχνη. Η μεταξύ τους αλληλεπίδραση στην τέχνη αλλά και στη ζωή τους θα αποδεικνυόταν καθοριστική, τόσο για τους ίδιους όσο και για τη σύγχρονη καλλιτεχνική και πνευματική πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας.
Η έκθεση χωρίζεται σε πέντε ενότητες που αντιστοιχούν στις φάσεις της φιλίας τους. Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας τους μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου και στη συνέχεια οι ελληνικοί τόποι: η Ύδρα, όπου βρισκόταν το αρχοντικό του Γκίκα και πέρασαν μέρος της ζωής τους οι Λη Φέρμορ και Κράξτον, η Καρδαμύλη, όπου έχτισε ο Λη Φέρμορ το περίφημο «καταφύγιό» του, η Κέρκυρα, όπου ο Γκίκας διατηρούσε το ησυχαστήριό του, και τέλος τα Χανιά, τα οποία επέλεξε ο Κράξτον από το 1977 και μετά.
Πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες εν πολλοίς άγνωστες μέχρι σήμερα, κατάλογοι εκθέσεων, επιστολές, προσωπικά αντικείμενα, εκδόσεις και αποσπάσματα βιβλίων του Λη Φέρμορ, ένα γοητευτικό παζλ όπου το ελληνικό τοπίο, το φως και η δημιουργική τους μετάλλαξη σε τέχνη και λόγο δικαιώνουν μια ζωή ανέμελη ίσως, αλλά, πάνω απ' όλα, ουσιώδη.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, γόνος παλιάς και ευκατάστατης οικογένειας, ένας άνθρωπος μεγάλης καλλιέργειας και ευγένειας, είχε επισκευάσει το οικογενειακό αρχοντικό στο Καμίνι, στην Ύδρα, όπου ζούσε σχεδόν μόνιμα και ζωγράφιζε. Η αρχιτεκτονική εσωτερικών χώρων ήταν μέρος των ενδιαφερόντων του και είχε επιμεληθεί ο ίδιος την ανακαίνιση του πατρικού του σπιτιού στην οδό Κριεζώτου. Από την άλλη, η μορφολογία της Ύδρας καθόρισε την τεχνοτροπία και το ύφος της ζωγραφικής του. Εκεί, στο υπέροχο παραδοσιακό κτίσμα, φιλοξενούσε φίλους του όπως ο Σεφέρης, ο Κατσίμπαλης, ο Ντάρελ, ο Χένρι Μίλερ, ο Καρτιέ-Μπρεσόν. Γύρω στα 1959-1960, με τη συνδρομή του Κράξτον, το αναδιαμόρφωσε, ζωγραφίζοντας τους τοίχους και τα έπιπλα. Κι όταν, έναν χρόνο αργότερα, έπιασε φωτιά, όσο ο ίδιος βρισκόταν στο Λονδίνο σκηνογραφώντας την όπερα Περσεφόνη του Ζιντ για το Κόβεν Γκάρντεν, και καταστράφηκε ολοσχερώς, ο Κράξτον ήταν εκείνος που τον εκπροσώπησε σε όλες τις διαδικασίες, καθώς εκείνος αρνήθηκε να ξαναεπισκεφτεί το αγαπημένο οίκημα.
Ο Κράξτον, πολλά υποσχόμενος ζωγράφος της μεταπολεμικής γενιάς, επηρεασμένος από τον Γκίκα, αποφάσισε να έρθει και να δουλέψει στην Ελλάδα. Κατέφθασε μαζί με τον στενό του φίλο Λούσιαν Φρόιντ και πέρασαν έναν χρόνο στον Πόρο, ζωγραφίζοντας. Όπως διατεινόταν ο ίδιος, για πρώτη φορά ζωγράφιζε αληθινά, όχι μυθικά πρόσωπα.
Οι απλοί άνθρωποι του μικρού νησιού, οι ψαράδες, οι ναύτες, οι μικρέμποροι, αποτέλεσαν το αντικείμενο της τέχνης του. Αυτοί θα παρέμεναν τα μοντέλα του τα επόμενα χρόνια – όποτε είχε κέφι για δουλειά, καθώς προτιμούσε τη διασκέδαση και την καλή ζωή. Η Ελλάδα, πάντως, έγινε το σπίτι του και δεν την εγκατέλειψε παρά μόνο για σύντομα διαστήματα. Για παράδειγμα, την περίοδο της χούντας του 1967, όταν η ενστικτώδης αποστροφή προς κάθε μορφής εξουσία, πολλώ δε μάλλον μιας στρατιωτικής, τον έκανε εχθρό των καραβανάδων, με αποτέλεσμα να του απαγορευτούν η είσοδος και η διαμονή στην Ελλάδα. Ακόμα και τότε βρήκε τον τρόπο και πέρασε παράνομα για να επισκεφτεί τον Γκίκα στην Κέρκυρα.
Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ πηγαινοερχόταν στην Αθήνα από το 1947, μια εποχή που οι ελληνοβρετανικές σχέσεις ήταν σε πολύ καλό επίπεδο. Εκείνη την περίοδο ήταν που έκανε μια απόπειρα να εργαστεί στο Βρετανικό Συμβούλιο, υπό τη διεύθυνση του Στίβεν Ράνσιμαν. Γύρω από το Βρετανικό Συμβούλιο συγκεντρώνονται τότε σημαντικοί Έλληνες λογοτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Καζαντζάκης και ο Σικελιανός, με τους οποίους σχετίστηκε. Η περιπετειώδης και ανεξάρτητη φύση του, όμως, δεν μπορούσε να πειθαρχήσει στη ρουτίνα των καθημερινών υποχρεώσεων και στάλθηκε στην επαρχία για μια σειρά διαλέξεων. Τελικά, ο Ράνσιμαν αναγκάστηκε να του ζητήσει να εγκαταλείψει τη θέση.
Με την Τζόαν, φωτογράφο και μελλοντική του σύζυγο, ταξίδεψε στην ελληνική ύπαιθρο, επιδιώκοντας να γράψει ένα βιβλίο για την Ελλάδα που γνώριζε από τα 18 του, όταν διέσχισε την Ευρώπη με τα πόδια για να φτάσει στην Κωνσταντινούπολη. Τότε για πρώτη φορά, τον Μάιο του 1935, βρέθηκε στην Αθήνα, περνώντας ένα καλοκαίρι στον Πόρο με μια Ρουμάνα πριγκίπισσα. Το 1940 επέστρεψε ως αξιωματικός της Ιρλανδικής Φρουράς και συμμετείχε στην Ελληνική Στρατιωτική Αποστολή. Έλαβε μέρος στη Μάχη της Κρήτης και μεταμφιεσμένος σε βοσκό συνεργάστηκε με την Αντίσταση. Εκεί γνώρισε τον βοσκό Γιώργο Ψυχουντάκη, που χρόνια μετά θα του μετέφραζε το βιβλίο του The Cretan Runner (Ο Κρητικός μανταταφόρος). Ακριβώς τότε ήταν που ο Λη Φέρμορ οργάνωσε την απαγωγή του Γερμανού διοικητή της Κρήτης Κράιπε. Τη δεκαετία του '60 το περιστατικό θα γινόταν ταινία με τον Ντερκ Μπόγκαρντ στον ρόλο του Πάντι.
Μεταξύ 1950 και 1953 ταξίδεψε με την Τζόαν στην ηπειρωτική χώρα αλλά και στα νησιά, κάνοντας κρουαζιέρα με τον Κράξτον. Τότε εξέδωσε το μυθιστόρημά του The violins of Saint-Jacques και λίγο αργότερα σε επανέκδοση συλλογή άρθρων για τη μοναστική ζωή στη Γαλλία με τίτλο A time to keep silence. Και των δύο τα εξώφυλλα τα εικονογράφησε ο Κράξτον, κάτι που θα έκανε για όλα τα υπόλοιπα βιβλία του.
Ο Λη Φέρμορ εγκαταστάθηκε στο σπίτι του Γκίκα στην Ύδρα από το 1954 και για μία διετία, για να ολοκληρώσει το περίφημο βιβλίο του Μάνη - Ταξίδια στη Νότια Πελοπόννησο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που άνθρωποι κύρους τού πρόσφεραν το σπίτι τους ώστε να μπορέσει να εργαστεί πάνω στα βιβλία του απερίσπαστος. Αυτό συνέβαινε μέχρι που αποφάσισαν με την Τζόαν να κάνουν την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα τους. Μετά από χρόνια αναζήτησης, τον Μάρτιο του 1964, εντόπισαν τον προσωπικό τους παράδεισο, το περίφημο ακρωτήρι στην Καρδαμύλη, στην τοποθεσία Καλαμίτσι, όπου θα έχτιζαν το «καταφύγιό» τους, ένα σπίτι που έμελλε να γίνει θρυλικό. Η διαμόρφωσή του σχετίστηκε άμεσα με το σπίτι του Γκίκα στην Ύδρα, τόσο ως προς τη θέση μεταξύ θάλασσας και βουνού όσο και ως προς την αρχιτεκτονική. Όσο χτιζόταν, ο Πάντι και η Τζόαν ζούσαν σε ένα αντίσκηνο και νυχθημερόν παρακολουθούσαν τους χτίστες να δουλεύουν. Η συνθήκη ήταν ιδανική για εκείνους, χωρίς ηλεκτρικό και χωρίς καμία επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Όταν ολοκληρώθηκε, ο Λη Φέρμορ είχε να λέει για το πόσο όμορφα εναρμονίστηκε με το τοπίο, κάτω από τις ελιές και τα κυπαρίσσια, σαν να ήταν από πάντα κομμάτι του.
Ο Γκίκας, χάρη στην Τζόαν, γνώρισε στο Λονδίνο το 1958 τη δεύτερη σύζυγό του Μπάρμπαρα Γουόρνερ-Ρόθτσιλντ. Οι δυο τους, δέκα χρόνια αργότερα, το 1968, έγιναν μάρτυρες στον γάμο του Πάντι και της Τζόαν στο Λονδίνο, μαζί με τον Πάτρικ Κίνρος. Το ίδιο καλοκαίρι και τα Χριστούγεννα που ακολούθησαν το ζεύγος Γκίκα διέμεινε στην Καρδαμύλη. Το 1969 ο Γκίκας αγόρασε στην Κέρκυρα ένα εγκαταλελειμμένο ελαιοτριβείο και το μετέτρεψε σε κατοικία, προσθέτοντας σπονδυλωτές πτέρυγες. Εκεί επέστρεφε μετά από κάθε ταξίδι του, καθώς η καριέρα του περιλάμβανε εκθέσεις σε γκαλερί στις μεγάλες μητροπόλεις του δυτικού κόσμου. Κατά τη διάρκεια των εργασιών, ο καπετάν-Μιχάλης (όπως αποκαλούσαν τον Λη Φέρμορ) έστελνε εκτενείς οδηγίες (υπάρχει 16σέλιδη επιστολή) στον καρδιακό του φίλο για το πώς να διακοσμήσει το σπίτι με βάση το δικό του στην Καρδαμύλη, το οποίο ο Γκίκας αγαπούσε ιδιαίτερα. Στην ιστορία των δύο αυτών ανθρώπων ήταν σαν το ένα σπίτι να είχε επηρεάσει το άλλο. Η Ύδρα την Καρδαμύλη και η Καρδαμύλη την Κέρκυρα.
Τα Χανιά του Κράξτον ήταν μια παράλληλη ιστορία. Ο ζωγράφος αφιερώθηκε στην κρητική γη, έμαθε να μιλάει άπταιστα κρητικά κι έφτασε να είναι άτυπος πρόξενος της Μεγάλης Βρετανίας στην πόλη, την οποία έσωσε από την πλήρη αλλοίωση. Όταν διαπίστωσε ότι ετοιμάζονταν να κατεδαφίσουν το παλιό ενετικό λιμάνι, κίνησε γη και ουρανό για να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη – και τα κατάφερε. Τα σημερινά Χανιά οφείλουν την τουριστική τους άνθηση εν μέρει και στον Κράξτον.
Ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας πέθανε σε ηλικία 88 ετών, τον Σεπτέμβριο του 1994, στο σπίτι του στην Κριεζώτου, όπου είχε προλάβει να δημιουργήσει την Πινακοθήκη Γκίκα και να την κληροδοτήσει στο Μουσείο Μπενάκη. Ο Λη Φέρμορ έγραψε τη νεκρολογία του στους «Times». Ο Τζον Κράξτον από τη δεκαετία του '80 είδε την καριέρα του να αναγεννάται με εκθέσεις στο Λονδίνο χάρη στην Christopher Hull Gallery. Τα αγαπημένα του Χανιά τα είδε για τελευταία φορά το 2006. Πέθανε στο Λονδίνο σε ηλικία 87 ετών, τη 17η Νοεμβρίου 2009. Ο Λη Φέρμορ είχε μείνει μόνος. Η Τζόαν «έφυγε» το 2003, όσο ήταν στο σπίτι τους στην Καρδαμύλη, και την έθαψε στο Dumbleton στην Αγγλία. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 96 ετών, τον Ιούνιο του 2011, στην Αγγλία, στο σπίτι του στο Worcestershire. Η Καρδαμύλη κληροδοτήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη.
Μέσα από την παράλληλη ζωή των τριών αυτών σημαντικών προσωπικοτήτων περνάει μια ολόκληρη εποχή, μια Ελλάδα ειδυλλιακή και φωτεινή, που απέχει πολύ από τη σημερινή. Όπως ακριβώς την είχαν στο μυαλό τους μια μερίδα κοσμοπολιτών διανοούμενων, Βρετανών και άλλων, αφιερώνοντας χρόνο και πνευματική εργασία για την ανάδειξη των Ελλήνων και της μοναδικής φύσης του ελληνικού τοπίου. Και οι Γκίκας, Λη Φέρμορ και Κράξτον κατέθεσαν αυτή τους την αφοσίωση και αγάπη στην τέχνη τους και στα γραπτά τους με μια συγκινητική λατρεία για τον τόπο.
Ιnfo:
«Γκίκας - Craxton - Leigh Fermor. Η γοητεία της ζωής στην Ελλάδα»
07/06/2017 - 10/09/2017
Μουσείο Μπενάκη - Κεντρικό Κτίριο
Κουμπάρη 1 & Βασ. Σοφίας
Επιμέλεια έκθεσης: Εβίτα Αράπογλου, Ian Collins, Michael Llewellyn-Smith, Ιωάννα Μωραΐτη
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO