Είναι σχεδόν μαγικός ο έκκεντρος τρόπος που η Όλγκα Τοκάρτσουκ ξαναστήνει τους όρους της αφήγησης στην καρδιά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ως αυτό που πάντα μας ξεφεύγει και αυτό που ήταν πάντα εκεί: αναλαμβάνοντας εξαρχής, όπως η ίδια ομολογεί, τον ρόλο του νέου Αχαάβ και έχοντας ως συνομιλητή της τον Μέλβιλ, ξέρει πως το νέο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα ισοδυναμεί με ένα ατελείωτο ταξίδι στην terra incognita των ίδιων των όρων της αφήγησης από τον 16ο αιώνα και ύστερα.
Για την Τοκάρτσουκ το μοντέρνο βρίσκεται στους επιστημονικούς όρους που έθεταν οι πρώτοι βιολόγοι και στις γραμμές που έστηναν οι χαρτογράφοι στο τέλος του Μεσαίωνα, στον τρόπο που οι μεγάλοι ανατόμοι αράδιαζαν τα ταριχευμένα ανθρώπινα μέλη στις προθήκες μιας γοητευτικής φρικωδίας με τους όρους μιας υψηλής τέχνης ή οι πρώτοι περιηγητές έγερναν στον ίσκιο των τεράστιων δέντρων για να ξεκουραστούν από τη διαρκή τους αναζήτηση. Ποτέ στις μεγάλες ιδέες, ούτε στις θεωρίες.
Ούτε ευγενικές προθέσεις χρειάστηκαν ‒ή χρειάζονται‒ για να φτιαχτούν οι μεγάλες αφηγήσεις αλλά ούτε και περισπούδαστες ψυχολογικές εκτιμήσεις, τις οποίες η Τοκάρτσουκ, αν και ψυχολόγος η ίδια, φροντίζει από την αρχή της αφήγησής της στους Πλάνητες ‒που έχουμε την ευτυχία να χαιρόμαστε στα ελληνικά στην αρμονική, εξαίσια μετάφρασης της Αλεξάνδρας Δ. Ιωαννίδου από τις εκδόσεις Καστανιώτη‒ να ξεφορτωθεί ως περιττές.
Η συγγραφέας επιμένει πως το νέο είδος που υπηρετεί είναι μεταξύ θεολογίας και «φυσιολογίας», όπως οφείλει να είναι η λογοτεχνία, η οποία αναζητά τη λάθος συναρμογή για να την ξαναβάλει, μέσω της αφήγησης, σε τάξη, να ακούσει το φευγαλέο, να δει αυτό που κρύβεται κάτω από το δέρμα.
Η μεγάλη λογοτεχνία δεν φτιάχτηκε, επομένως, από ιδέες αλλά από λέξεις, συνενώσεις, φραγκμέντα και νευρώνες καθώς και από όλες εκείνες τις άχρηστες πληροφορίες τις οποίες ανασύροντας από το καλάθι των αχρήστων ο/η μεγάλος/-η μυθιστοριογράφος μπορεί να μετατρέψει, όπως οι παλιοί αλχημιστές, σε λαμπερό χρυσάφι. «Ένα παλιό κάτι είναι καλύτερο από ένα καινούργιο τίποτα» γράφει η Πολωνή περσινή νικήτρια του Νόμπελ στη διάλεξή της που συνοδεύει την ελληνική έκδοση, αναζητώντας νέους τρόπους για να πει όχι απλώς μια ιστορία αλλά την ίδια την ιστορία του κόσμου και της ύπαρξης.
Φίλοι της και ιδανικοί συνένοχοι σε αυτήν τη μεγάλη προσπάθεια είναι οι μεγάλοι επιστήμονες, ανθρωπολόγοι, παραμυθάδες, προσκυνητές μυθιστοριογράφοι και βιολόγοι που ξεφεύγουν από τους όρους του υποτιθέμενου (εξ)ανθρωπισμού και επιστρέφουν στην αρχέγονη καταγωγή και τη μήτρα την οποία η ίδια αναζητά όχι σε ένα αφηρημένο θεωρητικό σύμπαν αλλά στο σώμα: «Η πραγματική ανθρώπινη εξουσία μπορεί να αγγίξει μόνο το ανθρώπινο σώμα ‒ και έτσι ακριβώς ασκείται» γράφει η Γιοζεφίνε Ζόλιμαν φον Φόιχτερσλεμπεν προς τον Φραγκίσκο Α', ζητώντας πίσω το βαλσαμωμένο μέλος του πατέρα της και επιβεβαιώνοντας, για μία ακόμα φορά, πως η σωματικότητα βρίσκεται στο κέντρο του σύμπαντος που στήνει με μαεστρία η Πολωνή συγγραφέας, με τον απαραίτητο αέρα του μυστικισμού που ορίζει η κεντροευρωπαϊκή καταγωγή της.
Γι' αυτό και αναδεικνύει σε κάθε δοξαστική της λεπτομέρεια την ταριχευμένη καρδιά του συντοπίτη της Σοπέν, την οποία ακολουθεί στην περιπλάνηση της σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ αλλού τολμάει να βάλει να μιλήσει το ίδιο το πόδι ‒προσωποποιώντας το‒ του σπουδαίου Ολλανδού ανατόμου Φίλιππου Φερχέιεν, ή αλλού εισβάλλει σαν ένας σύγχρονος Φρανκενστάιν στα εργαστήρια των μεγάλων ανατόμων για να μαζέψει με πόνο τα χαμένα μέλη, αντλώντας από αυτά μεταφυσική δύναμη, όπως ο ίδιος ο Αχαάβ όταν πολεμούσε τη φάλαινα με το λειψό του πόδι.
Ένας υγιής ίσως να μην είχε κανένα λόγο να πει μια ιστορία, αφού όλη η ανθρωπότητα εξιστορεί ξανά και ξανά τον ανθρώπινο πόνο («Πρέπει να διερευνήσουμε τον πόνο μας» γράφει η Τοκάρτσουκ): όσο και αν φαίνεται παράξενο, παρότι το βιβλίο της έχει τον τίτλο Πλάνητες, δεν έχει καμία σχέση με χρονικό ή ταξιδιωτική εμπειρία. Όχι τυχαία ο μεγαλύτερος περιηγητής που αναφέρεται στο βιβλίο δεν είναι παρά ένας καθολικός παπάς, ο γεννημένος στη Βολυνία Μπένεντικτ Χιμελόφσκι, «ένας Ιώσηπος Φλάβιος μιας τυλιγμένης στην ομίχλη επαρχίας, ένας Ηρόδοτος από την άκρη του κόσμου». Το ταξίδι δεν είναι (μόνο) θέμα χωροχρονικό αλλά κυρίως μεταφυσικό.
Άλλωστε, «υπάρχουν πράγματα που γίνονται από μόνα τους, υπάρχουν ταξίδια που αρχίζουν και τελειώνουν στο όνειρο και υπάρχουν ταξιδιώτες που ανταποκρίνονται στο τραύλισμα της κλήσης της ίδιας της ανησυχίας τους», όπως χαρακτηριστικά ισχυρίζεται ο συνήγορος του καπετάνιου Έρικ, υπερασπιζόμενος την απόφαση του πελάτη του να παρεκκλίνει από τη συνηθισμένη, καθημερινή διαδρομή που έκανε με το καράβι του, που μετέφερε επιβάτες και εμπορεύματα σε ένα απομακρυσμένο νησί του Βορρά.
Ενίοτε το λογοτεχνικό ταξίδι της Τοκάρτσουκ μοιάζει με αυτές τις παράξενες ταρκοφσκικές περιηγήσεις μεταξύ ονειρικού παραληρήματος και υπαρξιακής φαντασίας, με ένα ατελείωτο και ατελεύτητο πηγαινέλα στην ήπειρο της βαθιάς μας ταυτότητας. Στην πιο ταρκοφσκική, θα λέγαμε, ιστορία του βιβλίου η πρωταγωνίστριά της Άννουσκα βρίσκεται στη μέση μιας ρωσικής πόλης και καθώς ανάβει τρία κεριά σε μια εκκλησία, προσπαθώντας να ξεφύγει από τη βασανισμένη της ζωή, συναντά μια άλλη γυναίκα «πλάνητα» που την παροτρύνει να βγει έξω, να τρέξει και σχεδόν να εξαφανιστεί γιατί οι νομάδες, οι Εβραίοι και αυτοί που ήταν πάντοτε σε κίνηση, που ξέφευγαν από σφραγίδες, ιεραρχίες, στασιμότητες και απλές νόρμες, διαθέτουν κάτι το ανέλπιστο και ιερό.
Και αυτή η ιερότητα, η τάση προς το υψηλό που υπηρετεί μέσω της αφήγησης η λογοτεχνία πραγματοποιείται αποκλειστικά μέσω της κίνησης του σώματος, σάμπως η γραφή, για να υπάρξει, οφείλει να είναι σωματοποιημένη. Εξού και το ότι η ίδια η συγγραφέας επιμένει πως το νέο είδος που υπηρετεί είναι μεταξύ θεολογίας και «φυσιολογίας», όπως οφείλει να είναι η λογοτεχνία, η οποία αναζητά τη λάθος συναρμογή για να την ξαναβάλει, μέσω της αφήγησης, σε τάξη, να ακούσει το φευγαλέο, να δει αυτό που κρύβεται κάτω από το δέρμα: «Μήπως το ανθρώπινο σώμα κρύβει την ένωση των πάντων με τα πάντα; Της αφήγησης με τους ήρωες; Τους θεούς και τα ζώα, της τάξης των φυτών με την αρμονία των ορυκτών; Ίσως θα έπρεπε κανείς να αφήνεται να παρασυρθεί από αυτά στη διαδικασία της ονοματοδοσίας: αρτέμιος μυς, αθήνιος αορτή, ηφαίστειος σφύρα και άκμων, ερμεία σπείρα».
Η βιταλιστική δύναμη θα συμπαρασύρει όλο το σύμπαν και η ρωγμή που θα ανοίξει για να μπει άπλετο το φως θα είναι το μέγα επίτευγμα και το θεϊκό βασίλειο του συγγραφέα, ο παράδεισος που θα φτιάξει σε έναν κόσμο που μένει απλώς να αποκαλυφθεί: «Μπορεί και να κατοικούμε όλοι σε μια τεράστια camera obscura, κλεισμένοι σαν μέσα σε ένα σκοτεινό κουτί, και αν καταφέρουμε ν' ανοίξουμε ένα τόσο δα μικρό άνοιγμα, αν διεισδύσει έστω και μία βελόνα, θα πέσει η απέξω εικόνα μέσα μαζί με μια ηλιαχτίδα και θ' αφήσει το ίχνος της πάνω στη φωτοευαίσθητη εσωτερική επιφάνεια του κόσμου».
Με αυτήν τη λεπτή ευαισθησία, που ισοδυναμεί με το άγγιγμα στο γυμνό από δέρμα σώμα, θα καταφέρει να αγγίξει τον λόγο ο αφηγητής ή η αφηγήτρια, με την προσδοκία να «φωτίσει τον κόσμο σαν σε ακτινογραφία, για να αντικρίσει μέσα του τον σκελετό του κενού».
Γι' αυτό και οι Πλάνητες, κάτω από το κορμό της αφήγησης, αποκαλύπτουν με τρόπο ριζωματικό χάρτες σαν διαρκείς επιστρωματώσεις τις οποίες ανιχνεύει ως μοναδική γεωλόγος-αρχαιολόγος η Τοκάρτσουκ, κόσμους που ήταν πάντοτε εκεί και έχουν πολλά να μας πουν για το μέλλον (ιδού ο προορισμός του ταξιδιώτη λογοτέχνη!): από το Agile Rabbit Book of historical and curious maps μέχρι μικρούς χάρτες πόλεων, έναν χάρτη της Πελοποννήσου που μοιάζει με «το σχήμα ενός μεγάλου μητρικού χεριού, σίγουρα όχι ανθρώπινου», τον ωκεανογραφικό χάρτη της Ελλάδας, στον οποίο περιηγείται στο τέλος του βιβλίου, ή τον χάρτη του Μανχάταν που φαντάζει σαν ένα περίτεχνο πλεκτό ‒ έτσι ξεδιπλώνονται οι αφηγήσεις και οι αρθρώσεις που δένουν τα σώματα με τους λόγους. Γιατί, όσο κι αν το ψάξεις, δεν υπάρχουν μικροί ή μεγάλοι χάρτες, μικρές και μεγάλες αφηγήσεις, παρά μονάχα τρόποι και η ικανότητα του αφηγητή να στήνει μια ιστορία από το τίποτα.
Όπως κάποτε επέμενε ο Μέλβιλ, το alter ego της Τοκάρτσουκ, η φάλαινα έγινε μεγαλοπρεπής είτε επειδή κάποιοι κουβάλησαν τα κόκαλά της σε όλο το ταξίδι με τη συνοδεία κυμβάλων μέχρι τα παράλια της Συρίας είτε επειδή κάποιοι έβαλαν ως ιδανικό μέτρο για το μέγεθός της τον ίδιο τον ουρανό, τον αστερισμό του Νότου ‒ το cetus. O ίδιος ο αφηγητής είναι που θα φτιάξει το τέρας και θα το εξολοθρεύσει, γι' αυτό τελικά η Τοκάρτσουκ ξέρει πως δεν ήρθε εδώ για να πει ιστορίες αλλά για να γευτεί την τρέλα με τον ίδιο τον τρόπο που το έκανε Αχαάβ.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.