Η ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ δεν είναι, αναγκαστικά, κλάδος της ποίησης. Υπάρχουν, βεβαίως, ποιητές, που εμφορούνται από θρησκευτικά αισθήματα, όπως και άλλοι, που μπορεί να έχουν γράψει ποιήματα με θρησκευτικό περιεχόμενο, δίχως να ανήκουν στους «θρησκευτικούς» ποιητές – τέτοιοι ποιητές είναι πάρα πολλοί, από τον Κ.Π. Καβάφη («Ο Ιουλιανός εν τοις μυστηρίοις») και τον Κωστή Παλαμά («Η Παναγιά στην Κόλαση»), έως τον Άγγελο Σικελιανό («Στ’ οσίου Λουκά το μοναστήρι») και τον Οδυσσέα Ελύτη (ποικίλα ποιήματά του, σπαρμένα σε διάφορες συλλογές).
Οι ποιητές που έχουν επιλεγεί, εδώ, θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ως (και) «θρησκευτικοί ποιητές», επειδή το σχετικό περιεχόμενο στα ποιήματά τους είναι και πολύ και διαρκές. Πέντε τέτοιοι ποιητές, σε ποιήματά τους που εμπεριέχουν στοιχεία και από το «θείο δράμα» της Μεγάλης Εβδομάδας, καταγράφονται στη συνέχεια...
Οι ποιητές που έχουν επιλεγεί, εδώ, θα μπορούσε να χαρακτηρισθούν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ως (και) «θρησκευτικοί ποιητές», επειδή το σχετικό περιεχόμενο στα ποιήματά τους είναι και πολύ και διαρκές.
Γιώργος Ζωγράφος
Ο Γιώργος Ζωγράφος (1936-2005) είναι ο σπουδαίος τραγουδιστής του «νέου κύματος», για τον οποίον λίγοι ξέρουν πως είχε τυπώσει κι ένα ποιητικό βιβλίο, το 1990. Ο Ζωγράφος βασανίστηκε στη ζωή του, ενώ και ο θάνατός του (βρέθηκε μόνος του, νεκρός, στο σπίτι του μετά από μέρες) ήρθε να υπογραμμίσει μία το ίδιο δύσκολη και περιπλεγμένη ζωή.
Όπως σημειώνει και ο Κώστας Γεωργουσόπουλος στον πρόλογο του ποιητικού βιβλίου του: «Ξέρω πως πέρασε από σκοτεινά μονοπάτια, από βυθούς απροσμέτρητους· δοκίμασε πίκρα και πίκρα. Ταξίδεψε πολύ, αρνήθηκε πολύ, αγάπησε πολύ και σώθηκε. Βρήκε το νόημα του κόσμου. Αυτά τα ποιήματα, κραυγή της αποκτημένης του ελευθερίας, κλαδί του θριάμβου του πάνω στην απελπισία, στέφανος ανθέων σπάνιας καλλιέργειας, είναι το απόσταγμα της μεγάλης του επιστροφής».
Κούσουρα Μπάκμα [Αιγόκερως, 1990]
Ληστές
Ληστές, ληστές, ληστές,
ληστές ακρωτηριασμένοι,
ληστές με ραμμένο στόμα
με κομμένα αυτιά.
Ληστές εν μέση οδώ,
ληστές στα σταυροδρόμια της Ιστορίας,
ληστές τύπου «νίπτω τας χείρας μου»,
καλοί ληστές εξ αριστερών,
και κακοί εκ δεξιών.
Και στη μέση στη μέση
των σταυρών προτιμήσεως,
στη μέση των ξύλινων,
στη μέση των αόρατων
στη μέση των παρακμιακών σταυρών
των διαβρωμένων συνειδήσεών μας,
Εκείνος, ο Ένας, ο Πιο Μεγάλος,
Ο Πιο Παράταιρος,
Ο Μη Γνωρίζων
Τι Ποιεί η Δεξιά
και η Αριστερά Του,
στη μέση των δεξιών και των αριστερών
ληστών
Σταυρωμένος,
ο Ληστής των ληστών,
Αυτός που έκλεψε
από την ανθρωπότητα
ό,τι είχε και δεν είχε,
καθαρίζοντάς την έτσι
από την κόπρον του Αυγείου.
Νίκος Καρούζος
Καταξιωμένος ποιητής με έντονο στην ποίησή του το θρησκευτικό, φιλοσοφικό και υπαρξιακό στοιχείο, ο Νίκος Καρούζος (1926-1990) έχει να επιδείξει ένα απλωμένο σε θέματα και απολύτως προσωπικό έργο, που το διακρίνει, όπως έλεγε ο ίδιος, η «ηθική των λέξεων».
Στο συγκεκριμένο ποίημα, που έχει επιλεγεί από τον «Ερυθρογράφο», μία από τις τελευταίες συλλογές του, τον Καρούζο απασχολεί η εκκλησιαστική ατμόσφαιρα της Μεγάλης Πέμπτης, σε συνδυασμό με το ερωτικό στοιχείο που εμφιλοχωρεί στη μεγαλοβδομαδιάτικη λατρεία και την έξωθεν περιρρέουσα ατμόσφαιρα, που διολισθαίνει προς την ιλαρότητα ή και την φαιδρότητα ακόμη.
Ερυθρογράφος [Απόπειρα, 1988]
Ο Θεός είναι πάντοτε στο πλευρό μου
Φωτιές της Μεγάλης Πέμπτης. Έρημη φρενοβλάβεια λέει πως έρχονται τάχατες οι αποθαμένοι και ζεσταίνονται... Τι θαύμα εάν αυτό γινότανε! Χρωματιστά μαντήλια σφιχτοδεμένα στον Εσταυρωμένο· λουλούδια χαιρετίζουν εκτυφλωτικά το εύοσμο αίμα: θερμόμετρα στου Ιησού τις αμασχάλες. Αντικρίζω ηδύγλουτες οπτασίες του ωραίου φύλου· δεν απολάμπει τίποτα πιότερο μέσα σε τόσο θυμίαμα· λαμπαδιάζουν έωλοι οι ψαλτάδες· ο χώρος αντιμάχεται την ολισθηρή αιτιότητα. Όλα είναι κρέας κι οδύνημα ηδονής· επιχέουσα λάμψη. Κι όμως απ’ έξω ύστερα διαύγειες από γομολάστιχα. Πότε ν’ ακούγετ’ ένα γέλιο σαν ατμάκατος· πότε να υποσκάπτει τα διάχυτα μύρα· πότε τραχύς κρουνός βλακείας το γέλιο και πότε ωσάν χέσιμο.
Σωκράτης Βενάρδος
Αναγνωρισμένος ιεροψάλτης, συνθέτης θρησκευτικών έργων και ακόμη ανάμεσα σε άλλα «θρησκευτικός ποιητής», ο Σωκράτης Βενάρδος (1927-1983) είναι ίσως γνωστότερος για τον δίσκο με το λαϊκό ορατόριό του, σε ποίηση του Καταλανού Joan Alavedra, και με μεταφορά στα ελληνικά από τον Νίκο Γκάτσο, «Η Φάτνη» [Columbia, 1970].
Το έργο αυτό θα παρουσιαζόταν και σε μεγάλη συναυλία, ως «Ο Βασιλεύς των Ουρανών», στο θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ στην αρχή της μεταπολίτευσης, από τους Γιώργο Ζωγράφο, Θεόδωρο Δημήτριεφ και Μαρία Δημητριάδη, ενώ από εκείνη την εποχή (πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70), προέρχεται και η ποιητική συλλογή του, με το παρακάτω «άτιτλο» ποίημα.
Στο τέρμα της ανηφοριάς [Ιωλκός, 1972]
Δεν γίνεται πια
να ξανασμίξουν
οι σκορπισμένες πέρλες
των ειρμών.
Δεν γίνεται
νά ’ρθει πριν το χάραμα
ο φτερωτός λυτρωτής
που σφαλίζει
τις άγρυπνες
γυάλινες κόγχες.
Το δάσος δεν θα ξανατυλιχθεί
με την εσάρπα
της πάχνης·
κι άλλη ευωδιά
από γλυκάνισο
δεν θα σταθεί
στον ουρανίσκο.
Οι ροδαμιές
και τα βατόμουρα
σταμάτησαν
να ψάχνουν
για το χαμένο σκουλαρίκι·
κι οι δυο χορταριασμένες πέτρες
μούσκεψαν μ’ αναφιλητά
το λευκό χαλί
που ’χε στρωθεί
σε μιαν αξέχαστη
ευωχία.
Εύοσμο στόμα
των γιασεμιών
δεν θ’ αναδυθεί πια
ο μυρίπνοος ήχος σου:
–Βεβαίως!
Οι οροσειρές
των πενταγράμμων
που πάνω στις οπλές τους
σάλπιζαν πήγασοι
καταποντίστηκαν
στην αδάκρυτη
Κασπία
των λυγμών.
Ματθαίος Μουντές
Προσωπικά θυμάμαι το ονοματεπώνυμο του Ματθαίο Μουντέ (1935-2000) από τα πρώιμα μαθητικά χρόνια μου, στο Δημοτικό, και από το σχολικό βιβλίο του «Κατήχηση-Λειτουργική» της Έκτης τάξης.
Αργότερα θα άκουγα στίχους του, μελοποιημένους από τον Σταύρο Ξαρχάκο να τους τραγουδά η Δήμητρα Γαλάνη, ακόμη πιο μετά θα μάθαινα για την πνευματική σχέση του με τον νεαρό Νίκο Κυπουργό (που θα αποτυπωνόταν και στη δισκογραφία), πριν καταφύγω στις ποιητικές συλλογές του, μέσα από τις οποίες θα ανακάλυπτα έναν αληθινά πρωτότυπο ποιητή, με λόγο σχεδόν πάντα θεολογικό, αλλά ταυτοχρόνως αληθινά πνευματικό και αισθητικά ελκυστικό, έως και ερωτικό θα έλεγα, που συμπύκνωνε, με ακεραιότητα, τη σχέση του με το θείο.
Ισόπεδος διάβασις [Φέξης, 1963]
Αγρύπνια
Μπαίνεις μέσα στη σκέψη μου, σκέψη και προχωρείς
μ’ ένα ρίγος που με διαπερνά μέχρι θανάτου.
Δεν έχω δάκρυα. Έχω ένα τσακισμένο βήμα
ένα νεκρό πουλί κάτω από τις ελπίδες μου.
Απολιθώνεται η στιγμή, γίνεται μια ταφόπετρα
ακινητεί και σε σκεπάζει. Άνεμος και βροχή την πλένουν.
Μένω στο πλάι της. Ορφανός από τρυφερότητα
κι’ ούτ’ ένα φύλακα άγγελο δεν βλέπω γύρω
που θα ’ρθει με την παρουσία του να γράψει
τέλος στη γεύση της φθοράς που με τυλίγει.
Όμως απόψε, μέσα στην αγρύπνια μου, Μητέρα,
κατορθώνω να πιάσω το Θεό με τα χέρια του πένθους.
Γιολάντα Πέγκλη
«Η Γιολάντα Πέγκλη γεννήθηκε το 1934 στην Αθήνα, και κατοικεί στην Κηφισιά. Ανήκει στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά. Ποίησή της δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1959, ενώ η πρώτη ποιητική της συλλογή “Λάζαροι εν αποσυνθέσει” κυκλοφόρησε το 1964. Ακολούθησαν άλλες δεκατέσερις συλλογές, ανάμεσά τους η συγκεντρωτική έκδοση “Της γλυκειάς πατρίδας και εκλογή ποιημάτων” (1996). Οι τελευταίες της συλλογές είναι: “Ας σταθούμε εδώ” (Γαβριηλίδης, 2004), “Γεια” (Γαβριηλίδης, 2010) και “Της γλυκειάς πατρίδας” (β έκδοση αναθεωρημένη, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2017).
Το 2015 από τις Εκδόσεις των φίλων εκδόθηκε ο αφιερωματικός τόμος “Γιολάντα Πέγκλη, Κριτικές και μελετήματα στα 50χρονα της ποιητικής της παρουσίας”. Τιμήθηκε με το Βραβείο Ποίησης του Πανεπιστημίου Αθηνών (1971) και με το Β Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1972). Το 2002 βραβεύτηκε με το βραβείο Ιδρύματος Κώστα & Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών. Έχει ασχοληθεί επίσης με τη μετάφραση, την κριτική και το δοκίμιο. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί σε εννέα γλώσσες». [poets.gr]
Προς Φαρισαίους [Ιδιωτική Έκδοση, 1971]
Μέγα Σάββατο
Γρήγορα σβήνουν τα ίχνη, όλα τα ίχνη
απ’ την αγάπη ως την τελευταία μάχη
απλώνει το κενό
γίνεται νεκρή θάλασσα
γίνεται ουρανός που δεν συνηθίζει
γίνεται αδιάβατη περιοχή.
Το αθάνατο πνεύμα πού να οδηγεί
τις στοές το χώμα όταν ταξιδεύει;
Η σιωπή και η απουσία μάς χώρισε
–ας θυμηθούμε– πριν πέσει το σκοτάδι
κι έρθει εκείνος ο μεγάλος άγνωστος
και ξεχαστούμε
σε ολονύχτιες συνομιλίες μαζί του
και λησμονήσομε για χάρη του
πόσο αργούν να φράξουν
τ’ αθώα σώματα
τη χώρα του θανάτου
πώς κιτρινίζουν και μαδάνε ένα ένα
τα δάχτυλά μας, τα διορισμένα εντούτοις
να κρατήσουν απόψε
λαμπάδα αναστάσιμη.