Γεννήθηκα στη Χάλκη. Εκεί έβγαλα το δημοτικό. Ο μπαμπάς μου, όμως, όταν τελείωσα το δημοτικό, αποφάσισε να πάω στο Αυστριακό Λύκειο της Πόλης. Στο σπίτι δεν είχαμε ακούσει λέξη γερμανικά και Γερμανό δεν είχαμε γνωρίσει. Αλλά τι να πω στον μπαμπά μου, δεν πάω; Πήγαινα κάθε μέρα με το καραβάκι κι επέστρεφα το βράδυ. Αυτό εμένα με έσωσε.
Πήγα σε αυτό το σχολείο και δεν ακολούθησα τη μοίρα της μειονότητας. Δεν τα πήγα ποτέ καλά με τη μειονότητα. Δεν μπορούσα αυτό το κλειστό, συντηρητικό, εσωστρεφές πράγμα. Οι άνθρωποι επέμεναν να ζουν σε έναν άλλο κόσμο. Όχι μόνο αυτοί όμως – και οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι έτσι ζούσαν. Και οι Τούρκοι έτσι ζούσαν. Ήταν μία πόλη με πολλά έθνη και πολιτισμούς, αλλά ζούσαν χωριστά. Δεν υπήρχε η ζύμωση.
• Οι γονείς μου ήταν πολύ ανοιχτοί και ευχάριστοι άνθρωποι. Ακόμα και στις δύσκολες περιόδους ποτέ δεν έλειψε το γέλιο. Πάντα γελούσαμε. Δεν ήμουνα σε σπίτι που «διάβαζε». Διάβαζαν λαϊκά περιοδικά, η μάνα μου κυρίως. Μου έλεγαν κιόλας: «Όλα τα λεφτά σου στα βιβλία τα δίνεις εσύ; Πάρε και κάνα πουκάμισο». Η Πόλη είχε τότε πολλά και ωραία βιβλιοπωλεία. Πήγαινα στη Hachette – ήταν γαλλικό βιβλιοπωλείο. Έτσι, ουσιαστικά, διαμορφώθηκα. Άρχισα να διαβάζω τους Γερμανούς και είχα και φιλόλογους που βοηθούσαν πολύ. Είμαι πολύ πιο κοντά στη γερμανική κουλτούρα απ' ό,τι στην ελληνική. Έναν Γερμανό τον «ταπώνω».
Η Ελλάδα του '60 ήταν μια χώρα φτωχή με εξαιρετικό επίπεδο πολιτισμού. Αυτό το επίπεδο υπερέβαινε την πραγματικότητα της χώρας. Εντυπωσιακό! Ήταν καταπληκτική εποχή, ενώ οι άνθρωποι υπέφεραν. Όταν ήρθε η ώρα του εικονικού πλούτου –και αυτό δεν το έκανε το κράτος, το έκαναν οι πολίτες–, πετάξαμε μαζί με τη φτώχεια και τις αξίες της. Διαβάστε τους στίχους των ρεμπέτικων. Αυτό ήταν το επίπεδο, που δεν υπάρχει σήμερα.
• Ο μπαμπάς μου ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος. Είχε δύο όνειρα στη ζωή του, διαψεύστηκαν και τα δύο. Το ένα ήταν να αναλάβω την επιχείρησή του. Δεν ήθελα ποτέ και δεν την ανέλαβα. Το δεύτερο ήταν τα γερμανικά να γίνουν η διεθνής επιχειρηματική γλώσσα. Και σε αυτό διαψεύστηκε. Καταστράφηκε με το περίφημο βαρλίκι, τον φόρο περιουσίας που επέβαλε το τουρκικό κράτος στις μειονότητες το 1942.
Σήμερα σκέφτομαι ότι δεν ήταν θέμα μειονοτήτων. Ήταν η προσπάθεια του εθνικού κράτους να τουρκοποιήσει το κεφάλαιο. Αυτό ήταν. Αν δεν είχες να πληρώσεις, σου δήμευαν την περιουσία και πήγαινες στα τάγματα εργασίας. Το σταμάτησαν αυτό το βιολί όταν κατέρρευσε το Στάλινγκραντ και κατάλαβαν ότι θα χάσει τον πόλεμο η Γερμανία. Ο πατέρας μου τα γλίτωσε αυτά, τις διώξεις και τις δημεύσεις, αλλά πλήρωνε δάνεια από το 1942 έως το 1955. Κατάφερε να γλιτώσει το σπίτι μας. Υπάρχει και σήμερα, ένα τριώροφο. Το έχει μια οικογένεια από τη Βοσνία. Πήγα και τους γνώρισα. Το έχουν φτιάξει πολύ ωραία.
• Όταν τελείωσα το σχολείο ο μπαμπάς μου επέμενε να σπουδάσω Οικονομικά. Εγώ στο σχολείο ήμουνα καλός στη λογοτεχνία. Είχα μια Τουρκάλα φιλόλογο, μια σταλιά. Ένα κοριτσάκι ήταν που μου άνοιξε τα μάτια. Χρόνια πολλά αργότερα, μια ξαδέρφη μου της είπε «αυτός που είχατε μαθητή, έγινε μεγάλος συγγραφέας» κι εκείνη απάντησε «τι άλλο θα γινότανε αυτός;».
• Πήγα στο πανεπιστήμιο, στην Τουρκία, και έκανα τελικά τρία χρόνια Οικονομικά. Κάποια στιγμή βαρέθηκα τις σπουδές, το 1964, ήρθα στην Ελλάδα και το 1972 ήρθαν και οι γονείς μου. Με την Ελλάδα δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις. Ερχόμουν διακοπές, να δω τους συγγενείς της μάνας μου, που έμεναν στο Μοσχάτο. Ήταν οικογένεια της ανταλλαγής. Όταν έφυγα από την Πόλη και ήρθα εδώ ήμουν τρίγλωσσος. Γράφω στα ελληνικά, γιατί η γλώσσα είναι ο κόρφος της μάνας. Ξαναγυρίζεις στη μάνα σου. Γι' αυτό και την επέλεξα ως λογοτεχνική μου γλώσσα. Τι να κάνω; Να γράφω γερμανικά και να το μεταφράζω ελληνικά;
• Η Ελλάδα του '60 ήταν μια χώρα φτωχή με εξαιρετικό επίπεδο πολιτισμού. Αυτό το επίπεδο υπερέβαινε την πραγματικότητα της χώρας. Εντυπωσιακό! Ήταν καταπληκτική εποχή, ενώ οι άνθρωποι υπέφεραν. Όταν ήρθε η ώρα του εικονικού πλούτου –και αυτό δεν το έκανε το κράτος, το έκαναν οι πολίτες–, πετάξαμε μαζί με τη φτώχεια και τις αξίες της. Διαβάστε τους στίχους των ρεμπέτικων. Αυτό ήταν το επίπεδο, που δεν υπάρχει σήμερα.
• Δούλεψα 11 χρόνια στα τσιμέντα ΤΙΤΑΝ. Εκεί έμαθα και την οικονομία και αν ξέρω πέντε πράγματα, τα ξέρω από εκεί. Σταμάτησα το 1976. Τότε μπορούσα να ζήσω με τα χρήματα από τις μεταφράσεις μου. Είχε ήδη βγει και η Ιστορία του Αλή Ρέτζο. Με κράτησαν οι μεταφράσεις οικονομικά για πολλά χρόνια. Δεν μετέφρασα ποτέ πεζογραφία, μετέφραζα θέατρο. Τότε δεν ήξεραν πολλοί γερμανικά κι έκανα όνομα ως μεταφραστής. Το δεύτερο πράγμα που με σήκωσε οικονομικά ήταν η «Ανατομία ενός Εγκλήματος». Πλήρωναν τακτικά και καλά τότε. Όταν είχα την ιδέα να γράψω το πρώτο μυθιστόρημα, είχα τα χρήματα για να αντέξω 6 μήνες και να ασχοληθώ με το γράψιμο.
• Γιατί γράφω αστυνομικά; Θεώρησα ότι το αστυνομικό είναι ένα ωραίο μέσο για να μιλήσεις για κοινωνικά θέματα και μια κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό το έμαθα από το αστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Διότι αυτό το μυθιστόρημα, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, έχει ως αφετηρία μια αστυνομική ιστορία ή μια ιστορία εγκλήματος. Έτσι έγινε το Έγκλημα και Τιμωρία, έτσι οι Άθλιοι, τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, ο Ζολά. Αυτοί ξεκινούσαν από ένα περιστατικό αστυνομικής υφής κι έπλαθαν την κοινωνία. Έβλεπαν τον τρόπο με τον οποίο παράγει η κοινωνία το έγκλημα. Εμένα δεν μου είχε περάσει ποτέ από τον νου να γράψω αστυνομικό, μέχρι που ξεκίνησα, και δεν ξεκίνησα με την κλασική ροή του αστυνομικού. Είναι αλήθεια ότι η αστυνομική λογοτεχνία γνωρίζει μεγάλη άνθηση σήμερα. Είναι σοβαρή επειδή οι συγγραφείς δεν γράφουν αστυνομικό δελτίο. Αρκετούς πλέον δεν τους ενδιαφέρει τόσο η πλοκή όσο οι χαρακτήρες.
• Ζω αποκλειστικά από τα βιβλία που γράφω. Δεν περίμενα ποτέ ότι τα βιβλία θα είχαν αυτή την επιτυχία. Πολύ πριν τα προσέξουν οι Έλληνες, τα πρόσεξαν οι Γερμανοί. Όταν βγήκε το πρώτο βιβλίο στην Ελλάδα, επειδή είχα μια πορεία εδώ ως συγγραφέας, μεταφραστής, είπανε «τώρα πώς θα γράψει ο Μάρκαρης αστυνομικό;». Το θεωρούσαν υποδεέστερο είδος. Το βιβλίο πουλούσε, βγήκε το δεύτερο και όταν ο Ελβετός εκδότης του οίκου Diogenes, που έχει τα δικαιώματα, διάβασε τη γαλλική μετάφραση –ήταν άθλια, σήμερα δεν είναι έτσι–, είπε «πάρτε τα δικαιώματα του πρώτου και οψιόν για το δεύτερο». Αυτός ήταν ένας εκδότης από αυτούς που δεν υπάρχουν πια. Τελείωσαν αυτοί.
Τώρα το βιβλίο είναι μάνατζμεντ. Όταν βγήκε, λοιπόν, το πρώτο βιβλίο με κάλεσε και μου είπε δύο πράγματα. «Θέλετε να πουλήσει το βιβλίο; Πάρτε τα πόδια σας και τρέξτε, εσείς θα το πουλήσετε». Και μου οργάνωσε παρουσιάσεις παντού. Το δεύτερο ήταν το εξής: «Αν πουλήσετε κάτω από 5.000, δεν θα βγάλω επόμενο. Αν το βγάλω, θα μπω μέσα, και όταν αρχίσω να χάνω, θα έρθουν και θα με αγοράσουν. Και δεν θέλω να με αγοράσουν οι μεγάλες εταιρείες. Ήταν το 2001 και μου έκαναν μεγάλη προβολή στην έκθεση της Φρανκφούρτης. Την είδαν οι Έλληνες δημοσιογράφοι και άρχισαν να συζητούν για τον Μάρκαρη. Μετά πήραν τα βιβλία οι Ιταλοί, οι Ισπανοί, και τα πράγματα δρομολογήθηκαν. Τα βιβλία υπάρχουν σε 16 χώρες.
Γιατί γράφω αστυνομικά; Θεώρησα ότι το αστυνομικό είναι ένα ωραίο μέσο για να μιλήσεις για κοινωνικά θέματα και μια κοινωνική πραγματικότητα. Αυτό το έμαθα από το αστικό μυθιστόρημα του 19ου αιώνα. Διότι αυτό το μυθιστόρημα, σε πάρα πολλές περιπτώσεις, έχει ως αφετηρία μια αστυνομική ιστορία ή μια ιστορία εγκλήματος. Έτσι έγινε το Έγκλημα και Τιμωρία, έτσι οι Άθλιοι, τα μυθιστορήματα του Ντίκενς, ο Ζολά.
• Σαν τον ήρωά μου, αγαπώ πολύ το καλό φαγητό. Η κουζίνα περνάει μέσα από τη γυναίκα του Χαρίτου, την Ανδριανή. Είναι η μάνα μου. Όταν γράφω, λέω «η κυρα-Τασούλα τι θα έλεγε;». Έχω μια σχέση πιο προσωπική με τους ήρωές μου. Και η κόρη του Χαρίτου έχει πολλά χαρακτηριστικά της Ζοζεφίνας, της κόρης μου.
• Το παιδί μου ανήκει σε μια άλλη γενιά. Είναι διαφορετικοί οι νέοι σήμερα. Γιατί να ξέρουν να παλεύουν; Αυτά τα παιδιά μεγάλωσαν με την πεποίθηση ότι η μαμά Ευρώπη θα λύσει όλα τα προβλήματά τους. Συνεπώς, σήμερα ακούνε τη λέξη «φτώχεια» και πανικοβάλλονται. Δεν ξέρουν ότι η φτώχεια έχει και τις άμυνές της. Τώρα συνειδητοποιούν ότι πρέπει να παλέψουν, ότι δεν γίνεται αλλιώς. Καλό είναι αυτό, όσο δεν παίρνει άλλο. Και, νομίζω, έχουν αρχίσει να αγωνίζονται. Η πολιτική στάση και τοποθέτηση ήταν απαραίτητο συστατικό στις δικές μας γενιές, ενώ τώρα η γενιά των νέων ανθρώπων νιώθει απώθηση για την πολιτική.
• Το μόνο κομμάτι της κρίσης που περιέχει κάτι καλό είναι ότι οι Ευρωπαίοι ενδιαφέρονται για τους Έλληνες δημιουργούς. Ο Γιάννης (σ.σ. Χουβαρδάς) σκηνοθετεί στο Ρεζιντένς, ένα από τα μεγαλύτερα θέατρα της Γερμανίας. Ο Αβρανάς έσκισε. Στο Βισμπάντεν, ένα από τα μεγαλύτερα φεστιβάλ θεάτρου, φέτος πήραν ελληνικό θίασο μετά από πολλά χρόνια Γιατί; Ενδιαφέρονται. Παλιά, όταν τα πράγματα δεν φαινόντουσαν, έλεγαν «Α! Είναι μια ελληνική ταινία», όπως μια γαλλική ή μια άλλη.
Τώρα ενδιαφέρονται πραγματικά. Αφού, λοιπόν, θέλουμε κι εμείς να πουλήσουμε πολιτισμό, ας τον πουλήσουμε. Ο πολιτισμός δεν είναι μόνο η Ακρόπολη αλλά και αυτό που συμβαίνει σήμερα. Και θα το εισπράξεις όχι κατ' ανάγκην χρηματικά αλλά στη βιτρίνα της χώρας σου. Δεν είμαστε μόνο χρέη, είμαστε και αυτό. Είμαστε μια μικρή χώρα με καλό επίπεδο. Αλλά ο καθένας κολυμπάει μόνος του. Αν είσαι τυχερός, όπως εγώ, προχωράς. Εγώ βρήκα τον εκδότη – τύχη είναι αυτό. Αλλά ένα κράτος δεν μπορεί να βασίζεται στην τύχη. Γιατί εγώ λέω «δεν σας έχω ανάγκη πια». Οι επόμενοι;
• Ο πολιτισμός είναι ένα κύριο πιάτο, τον οποίο οι πολιτικοί προσφέρουν ως επιδόρπιο. Το κακό με αυτό είναι ότι αν έχεις φάει πολύ, δεν θες επιδόρπιο και παίρνεις καφέ, ή, όταν είσαι σε κρίση, όπως είμαστε εμείς, σου λένε «πρέπει να σώσουμε τη φασολάδα, άσε το επιδόρπιο». Για μένα η φασολάδα πρέπει να είναι ο πολιτισμός.
• Δυστυχώς, είναι μια πολύ κακή εποχή για τον πολιτισμό σε όλη την Ευρώπη. Τα έχουν παρατήσει όλα. Σήμερα, το επίπεδο ανάγνωσης και πολιτισμού το προωθεί και το στηρίζει ένα συγκεκριμένο κομμάτι της κοινωνίας − όπως γινόταν πάντα. Ας μη διαμαρτυρόμαστε, έτσι συμβαίνει παντού.
• Η ζωή μας δεν είναι η δόση. Τι βλέπω στην Ελλάδα; Το πρόσωπο ενός εξαρτημένου ανθρώπου που ψάχνει με αγωνία την επόμενη δόση του και είναι διατεθειμένος να κάνει κωλοτούμπες. Το μίσος που έχει για τη Μέρκελ είναι το μίσος που έχει το εξαρτημένο άτομο για το βαποράκι του. Αυτή είναι η εικόνα. Το εξαρτημένο άτομο δεν ενδιαφέρεται για τα ρούχα του, δεν ενδιαφέρεται για τους φίλους του, δεν ενδιαφέρεται για τίποτα.
Κοιτάζουμε το χρέος, αλλά όχι την ύφεση και την ανεργία. Το χρέος είναι θέμα κρατών. Η ύφεση και η ανεργία είναι θέμα ανθρώπων. Όταν βάζεις το θέμα μόνο στο κράτος και αφήνεις τους ανθρώπους απέξω, όλο αυτό το οικοδόμημα θα τιναχτεί στον αέρα. Δεν θα ταυτιστεί ο πολίτης με τον κρατικό σου στόχο, αν δεν μπορέσει να ζήσει. Αυτή η διαφορά είναι τεράστια. Τον πολίτη δεν τον αγγίζουν αυτά. Οι πολιτικοί δεν κάνουν οικονομικές δηλώσεις αλλά πολιτικές, γι' αυτό οι ακροδεξιοί αλωνίζουν.
• Μου αρέσουν τα νησιά, μου αρέσει ο Βόσπορος, κι ας έχουν αλλάξει πολύ. Πηγαίνω κάθε φορά στην Αγιά Σοφιά, παρόλο που αυτή η μεριά της Πόλης δεν μου μίλησε ποτέ. Μεγάλωσα σε ένα κράτος άκρατου εθνικισμού, και όταν είσαι εκτός του εθνικού κορμού, δεν σε βοηθάει να ταυτιστείς. Σε απωθεί! Ή ήσουν Τούρκος ή δεν ήσουν τίποτα. Η Ελλάδα είναι η πατρίδα επιλογής. Είναι η γνωστή μου πατρίδα. Επέλεξα την ελληνική γλώσσα και αυτό με δένει μαζί της.
• Η Αθήνα είναι ο χώρος μου και πρωταγωνίστρια στις ιστορίες μου.
• Ζω στην Κυψέλη και την αγαπώ γιατί ήταν μια σπουδαία μεσοαστική συνοικία της Αθήνας. Θυμάμαι, όταν την πρωτόδα, μου έκαναν εντύπωση οι διαπροσωπικές σχέσεις που υπήρχαν ανάμεσα στους κατοίκους. Θα μου πεις, σε όλες τις γειτονιές είχαν τέτοιες. Λυπάμαι για τα σπίτια που άφησαν για να πάνε στα προάστια και που ήταν δέκα φορές καλύτερα. Ήταν μια έξοδος νεοπλουτισμού. Εγκατέλειψαν τις πανέμορφες συνοικίες στην τύχη τους και ούτε το κράτος ούτε η πόλη ενδιαφέρθηκε να τις κρατήσουν.
Δεν κατάλαβαν ότι αυτό είναι και για τη ζωή τους καταστροφικό. Ας κάνουν μια βόλτα ακόμα και στη Μιχαήλ Βόδα, στην Αχαρνών, σε αυτούς τους καταπληκτικούς δρόμους. Και ας αφήσουμε τους μετανάστες ήσυχους, δεν φταίνε αυτοί. Δηλαδή είχαν επιλογή ανάμεσα στον Άγιο Παντελεήμονα και στην Εκάλη και διάλεξαν τον Άγιο Παντελεήμονα; Εκεί βρήκαν τα σπίτια άδεια, φτηνά, εκεί εγκαταστάθηκαν. Την πόλη δεν τη γνωρίζουμε, γι' αυτό και δεν την αγαπάμε. Εγώ είμαι μέτοικος. Είναι δυνατόν να ζεις στην Αθήνα και να περιμένεις από έναν μέτοικο να σου μιλήσει για την πόλη σου;
• Τώρα γράφω ένα νέο μυθιστόρημα, τον επίλογο της τριλογίας της κρίσης. Έτσι θα κλείσει αυτός ο κύκλος. Ό,τι κάνω μετά δεν θα έχει σχέση με αυτό. Είναι πολύ εξοντωτικό να γράφεις για τη δυστυχία των ανθρώπων. Ταράζομαι όταν το γράφω. Κάποια στιγμή πρέπει να χαλαρώσω. Δουλεύω πολύ και σκληρά, περισσότερο απ' όσο παλιά. Το πιο κοντινό μου σχέδιο;
• Στο τέλος του χρόνου θα πάω στην Πόλη να κάνω Πρωτοχρονιά με την κόρη μου, να ξεκουραστώ.