Τι εκδίδεται στην Ελλάδα; Πόσα βιβλία και τι είδους; Πού κυμάνθηκε η βιβλιοπαραγωγή τα τελευταία, δύσκολα χρόνια, σε ποιον βαθμό συρρικνώθηκε; Παραμένουμε ανοιχτοί στις μεταφράσεις; Τι βεντάλια επιλογών έχουν όσοι διαβάζουν; Τι γραπτό πολιτισμό αφήνουμε στους επόμενους; Μια φορά κι έναν καιρό, επί δραχμής, ο μόνος ίσως που μπορούσε να δώσει σαφείς απαντήσεις –ακόμα και η UNESCO εκείνον συμβουλευόταν– ήταν ο μακαρίτης Κώστας Βουκελάτος, εκδότης του περιοδικού «Ιχνευτής». Ένας ιδιώτης που, χωρίς την παραμικρή ενίσχυση από το κράτος, με τις δικές του δυνάμεις, χαρτογραφούσε το τοπίο του βιβλίου και τροφοδοτούσε με συγκεκριμένα στοιχεία τους επαγγελματίες, τους φοιτητές, τους δημοσιογράφους, την κοινωνία ολόκληρη.
Στην πορεία, η καταγραφή της βιβλιοπαραγωγής και η επεξεργασία των στοιχείων της ανατέθηκαν ουσιαστικά στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Στα χρόνια του εκσυγχρονισμού έγινε μια στρατηγική επιλογή: αντί το βάρος να δοθεί στην ανασύνταξη της Εθνικής Βιβλιοθήκης ή στη θωράκιση των υπηρεσιών του υπουργείου Πολιτισμού, αντί να στηθούν παντού βιβλιοθήκες, δημιουργήθηκε ένας καινούργιος φορέας-σημείο αναφοράς για το βιβλίο, με πολλούς συμβασιούχους και ελάχιστους μισθωτούς ιδιωτικού δικαίου, πιο ευέλικτος. Αν μη τι άλλο, στο αδρά επιχορηγούμενο ΕΚΕΒΙ χρωστάμε την αγορά –το 2004, έναντι 345.000 ευρώ– και την ανάπτυξη ενός πολύτιμου εργαλείου, της biblionet. Με ένα σωρό πληροφορίες για κάθε νέα έκδοση –τιμή, σύνοψη, εργοβιογραφία του συγγραφέα, κριτικές–, η biblionet υπήρξε το σημαντικότερο έργο υποδομής του θεσμού στη δεκαεπτάχρονη ιστορία του.
Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η Εθνική Βιβλιοθήκη παρέλαβε, χοντρικά, 240.000 βιβλία. Ωστόσο, μόνο στην πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αιώνα παρέλαβε ήδη 140.000! Να τι θα πει εκδοτικό «μπουμ».
Σήμερα, η ενημέρωση της biblionet διεκπεραιώνεται κάτω από δύσκολες συνθήκες με την ευθύνη του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, στο οποίο έχουν περάσει κάποιες βασικές δράσεις του πάλαι ποτέ ΕΚΕΒΙ. Πρακτικά, η υπηρεσία «Παρατηρητήριο του Βιβλίου» δεν υφίσταται. Από το 2012 κι έπειτα, έρευνες, αναλύσεις, στατιστικές μελέτες, δεν δημοσιεύονται από δημόσιο φορέα. Εν τω μεταξύ, έχουν μπει κι άλλοι παίχτες στον χάρτη, όπως ο εισπρακτικός οργανισμός εκδοτών και συγγραφέων, ο ΟΣΔΕΛ, ο οποίος, αφού διεκδίκησε –μάταια– την biblionet, δημιούργησε τη δική του βάση δεδομένων, την osdelnet, ώστε να μπορεί να διανέμει όσα χρήματα αναλογούν στους δικαιούχους του. Ας σημειωθεί ότι το Ελληνικό Ίδρυμα Πολιτισμού έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη, διεκδικώντας από τον ΟΣΔΕΛ αποζημίωση ύψους 800.000 ευρώ. Και στο επίκεντρο της διαμάχης –τι άλλο;– τα στοιχεία της biblionet.
Σε όλη αυτήν τη διαδρομή, η Εθνική Βιβλιοθήκη, ακέφαλη και παραμελημένη από το κράτος, βρισκόταν μονίμως εκτός παιχνιδιού. Κι όμως, αν γίνονταν σεβαστοί οι νόμοι, θα 'πρεπε να παίζει στα δάχτυλα το θέμα της βιβλιοπαραγωγής. Κανονικά, η Εθνική Βιβλιοθήκη θα 'πρεπε να μπορεί να συγκεντρώνει, σε κάθε δυνατή μορφή, όπου κι αν εκδίδονται, τα προϊόντα επιστήμης και πολιτισμού που συνδέονται με την Ελλάδα και, φυσικά, να καταγράφει και να διασώζει όλα όσα γράφονται εδώ, στη γλώσσα μας. Θα 'πρεπε να λειτουργεί ως κορυφαίο βιβλιογραφικό και πληροφοριακό κέντρο, δίνοντας το παράδειγμα σε όλο το δίκτυο των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Στην πραγματικότητα, όπως παραδέχτηκε πριν από λίγες μέρες στη Βουλή ο αν. υπουργός πολιτισμού, εθνική βιβλιογραφία, «ολοκληρωμένη και δημοσίως προσβάσιμη δεν διαθέτουμε. Με τα 244. 238 ευρώ που της αναλογούν για φέτος, η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μπορεί να καλύψει ούτε τις ανελαστικές δαπάνες της. Ο ίδιος δεν κρίνει σκόπιμο να συστήνονται διαρκώς ανεξάρτητοι οργανισμοί για να φτιάχνουν την ίδια υπηρεσία: «Υπάρχει Εθνική Βιβλιοθήκη. Εκεί θα έπρεπε να πάει η biblionet» δήλωσε. Το ίδιο υποστηρίζουν τόσο ο Σταύρος Ζουμπουλάκης όσο και ο Φίλιππος Τσιμπόγλου, πρόεδρος του εφορευτικού συμβουλίου και διευθυντής αντίστοιχα του ιδρύματος. Η Εθνική Βιβλιοθήκη, τώρα που και ηγεσία έχει και συμμάχους, όπως το Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», διεκδικεί να μπει δυναμικά στο κάδρο. Εχει, όμως, πολύ δρόμο μπροστά της, γιατί μέχρι πρότινος, χωρίς λεφτά, χωρίς ανθρώπους, βάδιζε με ρυθμούς χελώνας.
Με λίγα λόγια, η κατάσταση έχει ως εξής: η δημοσίευση της εθνικής βιβλιογραφίας έχει παγώσει στο 2009. Όσα βιβλία εκδόθηκαν από τότε, περίπου 90.000 τόμοι, έχουν μεν παραληφθεί αλλά δεν έχουν καταλογογραφηθεί ώστε να περάσουν, με την πλήρη ταυτότητά τους, στη διάθεση του κοινού. Για να γίνει αυτό, απαιτούνταν είκοσι βιβλιοθηκονόμοι, αλλά απασχολούνταν μόνο τρεις. Ο Φίλιππος Τσιμπόγλου υπολογίζει πως από τον Σεπτέμβριο, που θα κλείσει και τυπικά το θέμα των νέων προσλήψεων, οι ρυθμοί θα επιταχυνθούν. «Στόχος είναι, στο καινούργιο κτίριο, την ίδια μέρα που παραλαμβάνουμε ένα βιβλίο, να το περνάμε και στους καταλόγους μας». Οσο για το υλικό που είχε καταλογογραφηθεί μεταξύ 1989 και 2008, «αυτό έχει διασωθεί και μεταφερθεί σε πλατφόρμα ανοιχτού λογισμικού».
Σύμφωνα με τον ίδιο, σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, η Εθνική Βιβλιοθήκη παρέλαβε, χοντρικά, 240.000 βιβλία. Ωστόσο, μόνο στην πρώτη δεκαπενταετία του 21ου αιώνα παρέλαβε ήδη 140.000! Να τι θα πει εκδοτικό «μπουμ». «Ναι, φαίνεται πως, κατά μέσο όρο, παράγουμε 10.000 νέες εκδόσεις τον χρόνο. Προσέξτε όμως. Ο αριθμός των ISBN που παραχωρεί η Εθνική Βιβλιοθήκη δεν αντιστοιχεί στον αριθμό των βιβλίων που εκδίδονται τελικά. Παραλαμβάνουμε 8.000-10.000 τόμους τον χρόνο, ενώ έχουμε δώσει 17.000 ISBN. Αυτήν τη στιγμή, καλούμαι να τρέχω στα δικαστήρια για να αντιμετωπίσω έναν κύριο, ο οποίος έχει πάρει 28 ISBN ως τώρα, και επειδή του αρνηθήκαμε το 29ο, μας έκανε μήνυση! Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Θέλει κάποιος να πάρει προαγωγή και κοιτάζει πώς θα παρουσιάσει συγγραφικό έργο... Πρέπει να ορίσουμε ξανά το βιβλίο. Αλλο πόνημα, άλλο βιβλίο. Πρέπει, δηλαδή, να τα βάλουμε με 4.000-5.000 ανθρώπους – τόσους περίπου θα δυσαρεστήσουμε».
Πόσοι εκδότες, άραγε, ανταποκρίνονται στην υποχρέωση να καταθέτουν στην Εθνική Βιβλιοθήκη τρία αντίτυπα από κάθε καινούργια τους έκδοση; «Είναι ένα κρίσιμο ερώτημα» ομολογεί ο Σταύρος Ζουμπουλάκης. «Σίγουρα, πάντως, δεν τα καταθέτουν όλοι. Ανταποκρίνονται κυρίως εκείνοι που διεκδικούν κάποιο κρατικό λογοτεχνικό βραβείο. Η Εθνική Βιβλιοθήκη ούτε το σύνολο της παραγωγής καταγράφει, ούτε είναι σε θέση να πει τι ελλείψεις έχει όσον αφορά το παραγόμενο υλικό. Εντάξει, τα βιβλία καταλογογραφούνται, αλλά τι γίνεται, για παράδειγμα, με τις εφημερίδες και τα περιοδικά της επαρχίας; Τι γίνεται με την ψηφιακή παραγωγή; Εκεί κι αν είμαστε πίσω! Αυτό προσπαθούμε να διορθώσουμε σήμερα. Η Εθνική Βιβλιοθήκη ξαναστήνεται από την αρχή».
Στα άμεσα σχέδια του Φίλιππου Τσιμπόγλου είναι η διοργάνωση ημερίδας, στην οποία θα εξεταστεί διαχρονικά, ξεκινώντας από το 1935, το κεφάλαιο «εθνική βιβλιογραφία» και θα παρουσιαστούν τα φυλλάδια, οι τόμοι και τα CD στα οποία αποτύπωνε η Εθνική Βιβλιοθήκη τα στοιχεία μέχρι να φτάσουμε στις online βάσεις δεδομένων. Παράλληλα, στο πλαίσιο της προγραμματικής συμφωνίας με το «Νιάρχος», προετοιμάζεται το έδαφος για την κάλυψη του ψηφιακού ιστού. «Έχουμε έρθει σε επαφή με το Οικονομικό Πανεπιστήμιο και διευρευνούμε, κάνοντας μετρήσεις, τι ακριβώς θα σαρώνουμε από το Διαδίκτυο. Υπάρχουν, φέρ' ειπείν, χιλιάδες μπλογκ. Έχει νόημα να τα καταγράφουμε όλα, και με τι συχνότητα; Και πώς αντιλαμβανόμαστε το e-book; Πώς θα αποφύγουμε την κατάχρηση του ΙSBN εδώ; Πρέπει να αποφασίσουμε».
Για τον διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ό,τι υπάρχει ήδη –δημόσιες βιβλιοθήκες, biblionet, ανεξάρτητες βιβλιογραφικές βάσεις– πρέπει να αξιοποιηθεί. Τα στοιχεία του ενός φορέα μπορεί να συμπληρώνουν τα κενά του άλλου. Στην κεφαλή της πυραμίδας, όμως, «χρειάζεται ένας φορέας και καλός, που θα υποστηρίζεται ανάλογα από το Δημόσιο».
Ως προς τις εφημερίδες και τα περιοδικά, σε πανελλαδικό επίπεδο, σε όλο το διάστημα λειτουργίας της Εθνικής Βιβλιοθήκης έχουν καταγραφεί περίπου 18.000 διαφορετικοί τίτλοι. Μόνο το 2012, όπως και το 2013, ήταν γύρω στους 950! «Και χίλιοι άνθρωποι να δουλεύαμε γι' αυτό, δεν θα μπορούσαμε να καλύψουμε τα πάντα» λέει ο Τσιμπόγλου. «Σίγουρα, η βιβλιοθήκη της Λειβαδιάς έχει καλύτερη εικόνα του τοπικού της Τύπου από εμάς. Πρέπει να συνεργαστούμε μαζί της, ώστε να επεκτείνουμε τις δυνατότητές μας. Είναι μια διαδικασία στα σπάργανα – από το φθινόπωρο θ' αρχίσει να υλοποιείται. Την έχουμε, όμως, κατά νου». Για τον διευθυντή της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ό,τι υπάρχει ήδη –δημόσιες βιβλιοθήκες, biblionet, ανεξάρτητες βιβλιογραφικές βάσεις– πρέπει να αξιοποιηθεί. Τα στοιχεία του ενός φορέα μπορεί να συμπληρώνουν τα κενά του άλλου. Στην κεφαλή της πυραμίδας, όμως, «χρειάζεται ένας φορέας και καλός, που θα υποστηρίζεται ανάλογα από το Δημόσιο».
Ας επιστρέψουμε εκεί απ' που ξεκινήσαμε. Τι μας προσφέρεται αυτή την εποχή για διάβασμα; Τι τάσεις εμφανίζει η εκδοτική παραγωγή; Πόσο απέχουμε από το ρεκόρ του 2008, όταν οι νέες εκδόσεις είχαν όντως ξεπεράσει τις 10.000; Το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, λίγο πριν κλείσει, υπολόγιζε πως η κρίση «κατάπιε» σχεδόν 4.000 τίτλους! Σίγουρα, το 2012 υπήρξε πολύ κακή χρονιά. Το επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία του politeianet.gr που μας παραχώρησε η Πολιτεία. Η βουτιά ήταν της τάξης του 15%. Την προηγούμενη χρονιά είχαν εκδοθεί πάνω από 8.000 τίτλοι, αλλά το '12 ο αριθμός τους έπεσε κάτω από τους 7.000. Η πτώση συνεχίζεται και σήμερα. Ποιες κατηγορίες βιβλίων δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα; Τα κόμικς και τα εγχειρίδια μαγειρικής που έπεσαν στο μισό, οι κοινωνικές και λαογραφικές μελέτες (-41%), τα λεξικά (-35%), η κλασική γραμματεία (-30%), τα βιβλία γύρω από την ψυχολογία και την ψυχανάλυση (-24%). Ακόμη και σήμερα, στις περισσότερες από αυτές τις κατηγορίες παρατηρείται πτωτική πορεία, ενώ, αντίθετα, τα βιβλία πολιτικής οικονομίας, μεταφυσικής και φιλοσοφίας δείχνουν ανθεκτικότερα.
Όπως διευκρινίζει ο Νίκος Λιβέριος, η ηλεκτρονική βάση της «Πολιτείας» δεν ενημερώνεται με τη λογική της εθνικής βιβλιογραφίας. Εδώ καταγράφονται κυρίως οι εκδόσεις που διοχετεύονται στην αγορά. Στα τεχνικά βιβλία, όπως π.χ. τα ιατρικά ή τα νομικά εγχειρίδια, περνούν μόνο οι τίτλοι για τους οποίους έγινε σχετική παραγγελία, ενώ και στις αυτοεκδόσεις υπάρχουν κενά. Παρ' όλα αυτά, από τα βιβλία που μπαίνουν κάθε χρόνο σε ένα από τα πληρέστερα βιβλιοπωλεία της χώρας μπορεί να προκύψει και μια ακτινογραφία της εκδοτικής δραστηριότητας.
Το παιδικό βιβλίο, η περίφημη ατμομηχανή της εκδοτικής μας βιομηχανίας, βούτηξε κι αυτό το 2012 κατά 25%, αλλά έκτοτε σημείωσε άνοδο και κοντεύει να ανακτήσει τα παλιά του επίπεδα. Το ίδιο διάστημα, η λογοτεχνική παραγωγή, ελληνική και μεταφρασμένη, μειώθηκε κατά 11%, αλλά γρήγορα ξαναπήρε πάνω της και κατάφερε να καλύψει την απόσταση. Στην ποίηση, οι απώλειες σε ελληνικές συλλογές είναι ασήμαντες. Σε μια περίοδο κατά την οποία οι συγγραφείς αμείβονται όλο και λιγότερο, όλο και σπανιότερα, εκδίδονται τόσα έργα τους όσα και το 2011. Στα τρία λογοτεχνικά βιβλία που εκδόθηκαν πέρσι, το ένα ήταν ελληνικό μυθιστόρημα. Τα ελληνικά μυθιστορήματα ξεπερνούν σε αριθμό τα ξένα – ίσως και οι μεταφράσεις έγιναν ασύμφορες. Είναι όμως εντυπωσιακό πόσο πολλοί Έλληνες εξακολουθούν να διεκδικούν την ιδιότητα του λογοτέχνη και εντελώς ασαφές πόσοι από αυτούς συμμετέχουν στα έξοδα έκδοσης. Οι αριθμοί από μόνοι τους δεν λένε όλη την αλήθεια.
σχόλια