ΑΣΧΕΤΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΔΙΑΖΟΥΣΑ τεχνική κάθε μυθιστοριογράφου που ειδικεύεται στο αστυνομικό ή το νουάρ, στο βάθος, εν είδει ακλόνητων διαπιστευτηρίων, φαντάζουν ο αναμενόμενος (και πολυπόθητος) φόνος, η ενοχή, η συνενοχή, η ισχυρή αίσθηση της πραγματικότητας, η ζοφερή παρουσία της μεγαλούπολης βέβαια, και το απροσδιόριστο κατιτίς που ενίοτε θυμίζει όπλο με διαλείπουσα σκανδάλη. Ο Πόε είχε ανάγκη τον εφιάλτη, ως εκ τούτου, για να δώσει ζωή στα φαντάσματά του -έπασχε από κάκωση του εγκεφάλου-, υπηρετώντας συνάμα τα μοτίβα του ρομαντισμού, όφειλε να καλλιεργήσει τόσο τον αγγελισμό όσο και τον σατανισμό. Έτσι εγκαινίασε ένα λογοτεχνικό είδος που ούτε καθ’ υποψία φανταζόταν ότι θα είχε παρόμοια διάδοση.
Ο «ένοχος» στην αστυνομική πλοκή δεν είναι απλό άτομο παρά Μεγαλειότητα, όπως επίσης και ο αστυνομικός επιθεωρητής που σηκώνει στους ώμους του όλα τα τερτίπια του αφηγητή. Αν υπάρχουν βέβαια, διότι, μετά από τα φοβερά και τρομερά λαγωνικά τύπου Χολμς τα οποία έπαιζαν σκάκι με τον διάβολο και τελικά του έκαναν ματ, οι μυθιστοριογράφοι αποφάσισαν να κρατήσουν την εφιαλτική πλευρά της ανθρώπινης φύσης, αλλά όχι και το αστυνομικό δαιμόνιο. Αυτό, τουλάχιστον, επιχειρεί επιτυχώς ο Ρενέ Μπελετό. Θέτοντας στο κέντρο της αφήγησής του κάποιον δάσκαλο κιθάρας -μπεκιάρη, μαγκουφάνα, αγχίνου όμως, ερωτιάρη, διόλου δυναμικό, πλην έτοιμο να μετατρέψει τη λεπτομέρεια σε ζωή του-, όχι μόνο του παραχωρεί το τιμόνι της ιστορίας αλλά τον προικίζει και με όλες τις αρετές του απρόοπτου.
Γενικά, στα αστυνομικά βιβλία ο αναγνώστης από νωρίς καταλαβαίνει (ή θέλει να υποψιαστεί) από πού θα του έρθει η κοτρόνα. Δεν πρόκειται μόνο για τη γνωστή μας πλοκή. Για την αναζήτηση του ενόχου και τα απρόσμενα περιστατικά που παρεμβάλλονται. Το σημαντικό είναι ότι μόλις παραδοθείς στο βιβλίο -σε κάθε βιβλίο- η πλοκή δηλώνει το περίπλοκο «παρών» της ζωής, που ουδέποτε προφέρεται ολόκληρο. Πλοκή έχει και η Άννα Καρένινα, η Συνείδηση του Ζήνωνα, ο Αδόλφος ή το Ανατολικά της Εδέμ. Ο φόνος, όμως, ενώ αποτελεί τα «άγια των αγίων» του αστυνομικού μυθιστορήματος, σε παρόμοια βιβλία δεν επέχει θέση επιβεβλημένου κανόνα. Επ’ αυτού ο Μπελετό δεν θέλει να εξαιρεθεί. Έχει ανάγκη τον φόνο, τον νεκρό, τους ύποπτους κάθε λογής, τις υποψίες και την (αστική) φρίκη. Με μια βασική διαφορά. Δεν αρέσκεται στους αξιωματούχους. Καπέλα και γαλόνια δεν τον συγκινούν. Απεναντίας, αυτό που τον συναρπάζει (και με το οποίο βγάζει το ψωμί του) είναι ο τρόπος που η ίδια η ζωή γίνεται φόνισσα χωρίς καν να το επιθυμήσει. Μάλιστα, φρονούμε ότι θα ήθελε η αφήγηση να οδηγεί στον φόνο χωρίς καν η ίδια να το υποψιάζεται.
Ας δούμε τα χαρτιά που βάζει πάνω στο τραπέζι. Ο Νταβίντ Ωρφέ είναι δάσκαλος κιθάρας, ζει στη Λυών με νοοτροπία Παριζιάνου, μόλις έχει χωρίσει από τη Σεσίλ και ανήκει στην κατηγορία των ανθρώπων που δεν έχουν σιγουρεμένη τη συντροφιά στο σπίτι τους. Άρα, όπου βρει σπίθα τη φυσάει, κι ας πάει και το παλιάμπελο. Όσο για την οικογένεια Τόμπστεϊ, απαρτίζεται από τον Γκράχαμ -επιχειρηματία που εμπορεύεται μετρητές δονήσεων (!)- που είναι παντρεμένος με την Τζούλια και ζουν στο ίδιο σπίτι με την κόρη τους Βίβιαν. Η εμπλοκή των δύο κόσμων θα επέλθει με την τυχαία πρόταση στον Νταβίντ να παραδίδει μαθήματα στη Βίβιαν: έτσι ο Ωρφέ θ’ αρχίσει να δίνει ερωτικά μαθήματα στη μάνα και μουσικά μαθήματα στη θυγατέρα. Υπάρχει τίποτα κοινότερο για αστυνομικό μυθιστόρημα;
Όπως ξέρουμε, το προφανές και η κοινοτοπία έχουν κυριαρχική θέση στην αστυνομικότροπη αφήγηση· ο συγγραφέας κινεί γη και ουρανό για να μας πείσει ότι οι φιγούρες του είναι καλο-κακο-προαίρετες, πίνουν καθαρό νερό, ανήκουν στην τρέχουσα ζωή, ωσότου –κάποια κακή τύχη- διασαλεύει την υπονοούμενη τάξη, το αποτρόπαιο αποκτά κραταιά δικαιώματα με αποτέλεσμα οι επίλεκτοι ένοχοι να γίνονται άλλοι αντί άλλων. Οπότε, το νευραλγικό σημείο της όλης εξέλιξης αφορά το κραχ που επαληθεύει κάποιες νευραλγικές υποδείξεις. Ο Ωρφέ φοβάται εξ υπαρχής ότι κάτι απρόβλεπτο θα του συμβεί - πότε, όμως, και γιατί; Το προβληματικό, λοιπόν, για τον Μπελετό δεν είναι η πρώτη σκηνοθεσία (γνωριμία, έλξη με την Τζούλια, απέχθεια με τον Γκράχαμ, εμφάνιση της Βίβιαν και της Εντουίζ), αλλά ο τρόπος που αυτή η σκηνοθεσία ζοφούται, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος που εμφανίζεται αίφνης να μπορέσει να καταπιεί τόσο τον αφηγητή όσο και τα πρόσωπα.
Με άλλα λόγια, είναι διακριτό το γεφυρά- κι χάρη στο οποίο περνάμε από την πρώτη φάση του βιβλίου (πρώτο μέρος) στη δεύτερη και την τρίτη (τρίτο μέρος). Πότε το συναντάμε; Όταν ο Νταβίντ δέχεται την επίθεση του κλέφτη και σώζεται χάρη στην παρέμβαση του Ντανιέλ Φορέστ (του δολο- φόνου επ’ ενοικίω). Δεν πρόκειται, βέβαια, να μαρτυρήσουμε στον αναγνώστη το τέλος του βιβλίου, πιο σωστά τη λύση του. Επιτρέπεται, όμως, να τονίσουμε τα λογοτεχνικά παραγεμίσματα του αφηγητή, τη σταδιακή προσβολή της πλοκής από την αρρώστια του φόνου και τις υποδείξεις του ποδοψόφου. Όπως στην κιθάρα υπάρχουν οι δακτυλισμοί και οι αρπισμοί, στην εκτύλιξη της πλοκής και στην κοινοποίηση της ιστορίας απαιτείται το αρχαϊκό παπούτσι με τη μεταλλική πλάκα από κάτω που σημείωνε τη ροή του χρόνου: ποδοψόφος=ποδοκρούστης. Ο Μπελετό, εν τέλει, θυσιάζει τα πάντα στη ρυθμική της αφήγησής του. Κάνει πως ασχολείται με τη γύρω πραγματικότητα -διαβάζει, άλλωστε, Χένρι Τζέιμς-, ενώ στην ουσία αγωνίζεται για να μη χαλαρώσουν τα νήματα. Τόσο όταν επινοεί την απίθανη φράση («Οι βλεφαρίδες της ήταν τόσο μακριές που όλα τα φυτά του δωματίου ανατρίχιασαν, λες και τα φύσηξε απριλιάτικη αύρα») όσο και την πρωτότυπη διαπίστωση ότι «Είναι δύσκολο να διασχίσεις έναν δρόμο, όταν κάποιος σε περιμένει στο απέναντι πεζοδρόμιο», ή όταν ασχολείται με την ορχιαλγία του. Δεν πάνε οι ήρωες προς το έγκλημα ούτε το έγκλημα έρχεται ολοταχώς προς αυτούς - το έγκλημα αναδύεται από τα σωθικά τους. Σαν ηθική και ανήθικη γέννα.
Όταν αρχίζουν οι βιντεοσκοπήσεις από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου και οι ιδέες του Βαραξόπουλου καρποφορούν, ο Μπελετό έχει την άνεση του σκηνοθέτη που μπορεί να πει: «Αν άφηνα κατά μέρος τις λογικές υποθέσεις, όλος ο κόσμος θα ήταν ύποπτος». Λαμπρή στιγμή για τον αφηγητή αλλά συνάμα το κουβάρι παραείναι μπερδεμένο· συνεπώς, δεν πρέπει να δείχνουμε ιδιαίτερη αυστηρότητα όταν το στυλ της διήγησης καταφεύγει σε σκέψεις που δεν προσιδιάζουν στον αλητο-διανοούμενο μουσικό. Μιλάει η Εντουίζ: «Ανάμεσα στις νεράιδες που έσκυψαν πάνω από την κούνια μου υπήρχε και μία πολύ κακιά, που με παραμόρφωσε και μ’ έβαλε στο περιθώριο της ζωής. Δεν ζω αληθινά, καταλαβαίνετε; Ο μόνος τρόπος να ζήσω λίγο είναι να γίνομαι μάρτυρας της ζωής των άλλων. Πού και πού ζηλεύω όσους ζουν αληθινά, και τότε τους παίζω παιχνίδια, όπως σε σας». Μάλιστα, ένα από τα δημιουργικά τεχνάσματα του Μπελετό είναι το γεγονός ότι ο αναγνώστης ξέρει -σε κάθε σημείο του βιβλίου- όσα περίπου γνωρίζει και ο Νταβίντ Ωρφέ, χωρίς να πάψει να ισχύει και για τους δύο (αφηγητή και αναγνώστη) το «όσο περισσότερα μάθαινα, τόσο λιγότερα ήξερα…». Γι’ αυτό, ακόμη και στη σελίδα 299 ακούμε να μας λέει «Υπομονή, υπομονή!» μέχρι να βρεθεί νεκρός ο Γκράχαμ Τόμπστεϊ – εξέχουσα προσωπικότητα της Λυών και ολόκληρης της Γαλλίας!
Είναι βέβαιο ότι ο αναγνώστης θ’ αναγνωρίσει ένα είδος εντιμότητας στον Μπελετό. Διέσωσε την αληθοφάνεια της ιστορίας του χωρίς να καταφύγει σε οχληρές επινοήσεις. Κατά μία έννοια, ό,τι συνέβη στον Νταβίντ Ωρφέ θα μπορούσε να συμβεί στον καθένα μας - αρκεί να έχουμε κάποιες ανώτερες κοινωνικές γνωριμίες· δεν παραμόρφωσε τα πρόσωπά του για να ποριστεί η εξέλιξη των γεγονότων ενδιαφέρον και τη γνωστή «αγωνία» για την κατάληξη, ωστόσο σπατάλησε πολύ κοινό νου για να αποκτήσουν οι συμπτώσεις του κάτι υπεράνω του κοινού νου.
Εν τέλει, πεπειραμένοι στην ανάγνωση αλλά όχι και στη βίωση των γεγονότων που διαβάζουμε, σε κάποια στιγμή αναρωτιόμαστε: σε ποιο ακριβώς μέρος της ψυχής απευθύνονται τα αστυνομικά μυθιστορήματα; Ενεργοποιούν τάχα σκοτεινές περιοχές του ασυνειδήτου; Μας απαλλάσσουν από τις ιστορίες με «ηθικό», «διδακτικό» ή «σκανδαλώδες» περιεχόμενο, στρέφοντας τη δεκτικότητά μας προς τη μεριά του «κακού», που αποτελεί έναν από τους πιο ευπρόσδεκτους επισκέπτες της φαντασίας; Δυστυχώς, το αστυνομικό διαβάζεται μόνο μια φορά, διότι ο αναγνώστης δεν πρέπει να γνωρίζει την κατάληξη. Όσο για το τι μας μένει από την ανάγνωση, θα πρέπει να θυμηθούμε μια φράση του Ντάσιελ Χάμετ: «Πώς εξαφανίζεται η γροθιά; Είναι απλό. Αρκεί να τεντώσεις τα δάχτυλά σου…».
σχόλια