Αφήνοντας πίσω την πολύβουη καρδιά της Θεσσαλονίκης, τα μεγάλα εστιατόρια και την πολυσύχναστη πλατεία Αριστοτέλους, φτάνω στη βόρεια πλευρά της πόλης με τα διάφορα μικρά καφέ και τα μαγαζιά που κρατούν οι τεχνίτες, παλιά δισκάδικα και περιστασιακά εργαστήρια, εκεί ακριβώς όπου βρίσκεται το πανέμορφο βιβλιοπωλείο «Σαιξπηρικόν», ένα πραγματικό καταφύγιο-όαση για τους βιβλιόφιλους.
Φτιαγμένο στα πρότυπα των παλιών, κλασικών παλαιοβιβλιοπωλείων, χωρίς τίποτα να εμποδίζει την απόλυτη, βασιλική σχεδόν επικράτεια των βιβλίων, αφού το άρωμα του χαρτιού μαζί και του ξύλου είναι κυρίαρχα στον χώρο. Το μαγαζί, που μοιάζει κυριολεκτικά βγαλμένο από ταινία ‒όπως με ταινία μοιάζει και η ζωή του ιδιοκτήτη του‒, δεν πουλάει τίποτε άλλο εκτός από ποιοτικά βιβλία, επιλογές του Γιώργου Αλισάνογλου, ο οποίος, καθισμένος στον μικρό του θρόνο, σε μια καρέκλα πίσω από το μικρό γραφείο-ταμείο, γράφει ή διορθώνει, διαβάζει, αλλάζει μουσικές και υποδέχεται τους πελάτες και τους θαμώνες.
Για προστάτη του έχει μια τεράστια φωτογραφία του Κάφκα δίπλα στην κάπως πιο αυστηρή του Τζόις και ένα πιο παιχνιδιάρικο πορτρέτο του Μπέκετ, έτσι για να του υπενθυμίζει ότι ο βίος, ακόμα και ανάμεσα στα βιβλία, οφείλει να είναι παιχνιδιάρικος.
«Πολύ στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι ότι η πόλη μου έχει πια λίγα πράγματα να δώσει. Βλέπω πόσο μειώνεται το κοινό που αγαπάει πραγματικά το βιβλίο, οι άνθρωποι του πνεύματος, ο διάλογος. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι πια ζόφος για εμένα και ειλικρινά, αν δεν υπήρχε η θάλασσα να κάνω μια βόλτα προς το Φιξ, δεν θα άντεχα. Ευτυχώς που υπάρχει ο θαλασσινός ορίζοντας».
Ως παιχνίδι εκλαμβάνει άλλωστε αυτήν τη διαρκή δοσοληψία με τη γνώση ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού και του ομώνυμου εκδοτικού οίκου, αλλά και ποιητής και μεταφραστής σπουδαίων ποιητών όπως ο Έντγκαρ Άλαν Πόε, του οποίου το Κοράκι, αναμένουμε, για πρώτη φορά μεταφρασμένο σε τροχαϊκό τετράμετρο, αυτές τις μέρες.
«Δεν μιλάμε, ωστόσο, για οποιοδήποτε παιχνίδι» τονίζει, συμπληρώνοντας την παρατήρησή μας ο Γιώργος Αλισάνογλου, «αλλά για ένα σοβαρό παιχνίδι, όπως είναι το παιχνίδι με τις λέξεις, αν και δεν είναι μόνο αυτό. Αν το δεις μόνο σοβαρά και αντιληφθείς τους άκρως αυστηρούς κανόνες του, μπορεί να τρελαθείς, αλλά, από την άλλη, αν κρατήσεις παραπάνω απόσταση, μπορεί να αποδειχτείς προχειρολόγος. Χρειάζεται, επομένως, η απαραίτητη ισορροπία μέσα στο χάος, η διαρκής εγρήγορση για να πετύχεις την αναλογία. Να μην επαναπαύεσαι ποτέ. Πρόκειται για ισορροπία τρόμου, που σου δίνει όμως, την ίδια στιγμή, τεράστια, απύθμενη χαρά», καταλήγει, για να παραδεχτεί πως το μυαλό του βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση με νέες εκδόσεις που πρέπει να δουν το φως της δημοσιότητας, με τις δουλειές του μαγαζιού και διάφορες εκδηλώσεις που οργανώνονται ή με ποιήματα που έχει στο μυαλό του:
«Μπορεί η πραγματικότητα και η καθημερινότητα να δαγκώνουν, αλλά πρέπει να ορμάς με φόρα και δύναμη αν θέλεις να φτιάξεις ομορφιά», μου λέει και το εννοεί.
Άλλωστε το όνειρο κάθε δημιουργού και συγγραφέα είναι να ξαναχτίζει το κακότεχνο τοπίο της πραγματικότητας. Από την αρχή όλα έμοιαζαν πολύ δύσκολα, σχεδόν ακατόρθωτα, αλλά εκείνος, ενσαρκώνοντας ακόμα και σήμερα τη ρήση του Μπέκετ «δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω», δείχνει να μη σταματά πουθενά.
Έζησε για χρόνια στην Αγγλία, στο σκληροπυρηνικό Νιουκάστλ, την πόλη των ανθρακωρύχων, όπου τη δεκαετία του ’90, με την ανεργία να καλπάζει ακόμα και τον ρατσισμό εναντίον των Νότιων να παίρνει κεφάλι, ήθελε κότσια για να τα βγάλεις πέρα. Τα κατάφερε, όμως, να τελειώσει δύο μεταπτυχιακά, το ένα στις Διεθνείς Σχέσεις, το άλλο στην Κλινική Κοινωνιολογία, δουλεύοντας το πρωί στα Waterstone’s και τα βράδια μπάρμαν, διατηρώντας επίσης τον ρόλο του frontman και του στιχουργού σε μπάντα.
Ήταν οι εποχές του grunge, οι μουσικές και οι εμπειρίες βιώνονταν στη διαπασών, με τις στιγμές στα άκρα. Ταξίδια, μουσικές, η τελευταία συναυλία των Pink Floyd στο Wembley Arena αλλά και η γνωριμία του με τον Νικ Κέιβ σε ένα ξενοδοχείο στο Άμστερνταμ ‒όλοι στον χώρο του βιβλίου τού λέμε, χρόνια τώρα, ότι του μοιάζει‒ είναι μερικές από τις έντονες μνήμες της εποχής.
Τίποτα δεν έμενε ανεκμετάλλευτο, αλλά τα όνειρα του Γιώργου Αλισάνογλου ήταν πάντα ποτισμένα με στίχους, ποιήματα, εν ολίγοις με λέξεις: «Ανέκαθεν ονειρευόμουν την ιδανική ιδιωτική μου βιβλιοθήκη να την έκανα δημόσια και να τη μοιραζόμουν με φίλους, γιατί κάπως έτσι φανταζόμουν το βιβλιοπωλείο», ομολογεί.
Ήξερε ότι δεν θα κέρδιζε από αυτό, αλλά ήταν ένα εφηβικό όνειρο που στην πορεία έγινε όνειρο ζωής. «Ήταν μια σκέψη που μου ήρθε διαβάζοντας την Ιδιωτική Πινακοθήκη του Περέκ και ξεκίνησε πραγματικά ως τρέλα, αφού, όταν επέστρεψα από την Αγγλία, δεν είχα καθόλου χρήματα, πόσο μάλλον για να ξεκινήσω επιχείρηση. Έκανα την αίτηση για νέους επαγγελματίες που ήθελαν να πραγματοποιήσουν το πρώτο τους επιχειρηματικό βήμα στον ΟΑΕΔ και κατάφερα να πάρω μια επιδότηση, αμελητέα βέβαια για τα χρήματα που χρειάζονταν για να ξεκινήσω».
Παράλληλα, όμως, τον δέχτηκαν στο Δημόσιο Ψυχιατρείο, στο πρόγραμμα αποϊδρυματοποίησης. «Δούλευα με σοβαρά, χρόνια περιστατικά με βαριά διάγνωση, όπως μανιοκατάθλιψη και σχιζοφρένεια, των οποίων ήμουν το πρόσωπο αναφοράς, μαζί άλλους ψυχολόγους και ψυχιάτρους που ήταν υπεύθυνοι για το πρόγραμμα. Στόχος μας ήταν να προσπαθήσουμε ώστε κάποιοι χρονίως πάσχοντες να μπορούν με τη θέλησή τους να φύγουν από το ψυχιατρείο και να βρουν καταφύγιο σε κάποια άλλη περιφερειακή δομή ή οικοτροφείο, δηλαδή να μπορέσουν να αποϊδρυματοποιηθούν. Επιστρατεύαμε κείμενα, μουσική, ανεβάζαμε μαζί τα θεατρικά του Ντάριο Φο, γινόταν τρομερή δουλειά», μου εξομολογείται, επιμένοντας πως αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα ζωής που θα μπορούσε να πάρει.
«Οι χρονίως πάσχοντες είχα μείνει εκεί γιατί δεν είχαν τον τρόπο να αποϊδρυματοποιηθούν και σε αυτό τους βοηθούσαμε. Μιλάμε για τρομερά άτομα, πολύ ευαίσθητα, ψυχάρες, που λόγω αδυναμίας βρέθηκαν εκεί. Ήταν πολύ ωραίοι τύποι και ήταν τρομερό μάθημα για μένα αυτή η αλληλεπίδραση».
Ωστόσο δεν εγκατέλειψε το βιβλιοπωλείο, απλώς αναγκάστηκε να βάλει υπάλληλο για τις ώρες που έλειπε στο ψυχιατρείο. «Το βιβλιοπωλείο άνοιξε το 2005, δηλαδή συμπληρώνει ήδη δεκαπέντε χρόνια, και λίγο αργότερα έγιναν και οι εκδόσεις. Δεν μπορούσα, όμως, να αφήσω εύκολα αυτήν τη σπουδαία υπόθεση του ψυχιατρείου, την οποία ζούσα επίσης απόλυτα. Συνόδευα, να φανταστείς, τους ασθενείς σε εκδρομές στη Χαλκιδική το καλοκαίρι, κάναμε όλοι ό,τι μπορούσαμε».
Το σενάριο της ζωής, όμως, δεν εξαντλείται ποτέ και φυσικά δεν τελειώνει στις σελίδες των βιβλίων, αλλά στις υπέροχες συμπτώσεις, στις ωραίες διαδρομές και συναντήσεις. Μία από αυτές προέκυψε από τον έρωτα του για το διάσημο βιβλιοπωλείο Shakespeare & Co στο Παρίσι, όπου, πιάνοντας κουβέντα με τις κοπέλες που δούλευαν εκεί, τους εκμυστηρεύτηκε την ιδέα του να φτιάξει ένα αντίστοιχο στην Ελλάδα και να το ονομάσει «Σαιξπηρικόν».
«Είναι πολλές οι συμπτώσεις. Φαντάσου ότι ο αγαπημένος μου Τζέιμς Τζόις εξέδωσε στο Shakespeare & Co, από όπου εμπνεύστηκα και το όνομα του βιβλιοπωλείου, τον Οδυσσέα το 1922. Άσε που η πρώτη έκδοση του Σαιξπηρικόν ήταν ο Μακμπέθ του Σαίξπηρ σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το όνομα», μου εξομολογείται λέγοντάς μου διάφορα αστεία περιστατικά γύρω από το Σαιξπηρικόν, όπως αυτό με τον Γιάννη Αγγελάκα από τις Τρύπες, ο οποίος, όταν πρωτοεπισκέφθηκε το κατάστημα, είχε διαβάσει λάθος την ταμπέλα ως «Σατυρικόν». «“Μπράβο, ρε συ, από τον Φελίνι το εμπνεύστηκες, έτσι;” με είχε ρωτήσει και πραγματικά σκέφτηκα ότι θα ήταν μια πολύ ωραία ιδέα το Σατυρικόν, αφού περιέχει την έννοια τη σάτιρας και του σαρκασμού».
Επιμένει, όμως, ότι ακριβώς επειδή η επιδότηση του ΟΑΕΔ ήταν πενιχρή για να γεμίσει το βιβλιοπωλείο, κατάφερε να ορθοποδήσει χάρη σε δύο ανθρώπους, τον Δημήτρη Δημητριάδη, που τον στήριξε πολλαπλά, και τον Νίκο Κατσάνο, μια μυθιστορηματική προσωπικότητα της Θεσσαλονίκης: «Πρόκειται για δυο διαφορετικές φιγούρες, διαμετρικά αντίθετες, αλλά που εμένα με βοήθησαν τα μάλα και με επηρέασαν ως προσωπικότητες πολύ. Ο Κατσάνος ήταν ιστορική φιγούρα, αναρχοαυτόνομος, διάσημος εκδότης στη Θεσσαλονίκη. Ήταν γνωστός για την περίφημη λευκή σειρά με κορυφαίους τίτλους των Ντάριο Φο, Μπακούνιν, Κροπότκιν, Καμί, Κάφκα, Προυντόν και άλλους πολλούς, έχει μείνει θρυλικός. Να φανταστείς, τα βιβλία του πουλούσε ο Άσιμος στην Αθήνα, μαζί με τις κασέτες του.
Φορούσε μονίμως μαύρο γιλέκο, είχε κοτσίδα, ήταν εντελώς ροκ σε όλα του και, φυσικά, με κερνούσε απαραίτητα, όλες τις ώρες, “ούι”, όπως έλεγε το ουίσκι. Να φανταστείς, όλοι οι βιβλιοπώλες και οι εκδότες που τον ήξεραν είχαν πάντα ένα φυλαγμένο μπουκάλι Tullamore Dew για πάρτη του. Πέθανε μέσα στην πανδημία, πήγα στη κηδεία του και φρόντισα το υπόλοιπό από το μπουκάλι που ήπιαμε στη μνήμη του να το αδειάσω στο φεύγα του».
Ο Κατσάνος εγγυήθηκε, λοιπόν, ένα μεγάλο ποσό, αφού είχε καθαρό πρόσωπο στην αγορά, και έτσι ο Γιώργος Αλισάνογλου κατάφερε να συγκεντρώσει ένα αξιοσέβαστο στοκ και να ανοίξει τις πόρτες στις 17 Νοέμβρη του 2005.
Τον ρωτάω, δεκαπέντε χρόνια μετά, αν το έχει μετανιώσει: «Όχι, το μόνο για το οποίο έχω μετανιώσει είναι κάποιοι τίτλοι που δεν έπρεπε να έχουν βγει, κάποια λάθη που έχουν γίνει, αλλά έτσι μαθαίνεις. Μέσα από τα ατοπήματα βελτιώνεσαι και γίνεσαι καλύτερος. Έμαθα από σπουδαίους δασκάλους, όπως ο Αιμίλιος Καλιακάτσος των εκδόσεων Στιγμή, που μου έδειξε τα μυστικά της τυπογραφίας, ο Δημήτρης Δημητριάδης, με τον οποίο εξακολουθώ να συνεργάζομαι, από όλη τη σπουδαία ομάδα που συνιστά την καρδιά των εκδόσεων Σαιξπηρικόν. Χωρίς αυτούς τίποτα δεν θα ήταν εφικτό. Χωρίς τον Βασίλη Παπαγωργίου, καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας, μεταφραστή και ακάματο αναγνώστη, τον Σωτήρη Σουλιώτη για τις γλώσσες του Βορρά, τη Βίκυ Αλυσσανδράκη, την Ιωάννα Αβραμίδου, τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, τον Θωμά Συμεωνίδη και τόσους άλλους, όπως η Γεωργία Τρούλη, η οποία είναι υπεύθυνη για το εικαστικό μέρος».
Τις δικές του ποιητικές συλλογές, όμως, τις εκδίδει από άλλους εκδοτικούς οίκους, όπως η Κίχλη, από την οποία κυκλοφόρησε πρόσφατα η έβδομη συλλογή του με τον τίτλο Κυψέλες. «Δεν θέλω να υπάρχει ανταγωνισμός με τους άλλους εξαίρετους Έλληνες ποιητές που κυκλοφορούν από το Σαιξπηρικόν. Δεν μου αρέσει αυτό», μου εξηγεί.
Στο Σαιξπηρικόν γίνεται πράγματι πολλή δουλειά και προσπάθεια να αναδειχτούν σημαντικά κείμενα κλασικών που είχαν μείνει στην αφάνεια, μικρά διαμάντια που τα κάλυψαν οι προβολείς των μεγάλων έργων, κείμενα που ενσαρκώνουν τη συμπυκνωμένη σκιά των επιδιώξεών τους, όπως η Αδιήγητη Ιστορία, τελευταίο ποιητικό βιβλίο του Ζέμπλαντ που κυκλοφόρησε αμέσως μετά τον πρόωρο θάνατό του (μτφρ. Βασίλης Παπαγεωργίου), η Πληγή και η λέξη του Κάφκα (μτφρ. Νίκος Βουτυρόπουλος), το κλασικό θεατρικό Σαλώμη του Όσκαρ Ουάιλντ (μτφρ. Στέλα Αλισάνογλου - Κλαίρη Παπαμιχαήλ).
Στο Σαιξπηρικόν έχουν εκδώσει επίσης εξαιρετικούς ποιητές του Βορρά, π.χ. μια όμορφη συλλογή δανέζικης ποίησης σε μετάφραση Σωτήρη Σουλιώτη. Κορυφαίες, μεταξύ άλλων, οι συλλογές με τα Άπαντα του Νομπελίστα Σουηδού Τούμας Τράνστρεμερ με τον τίτλο Το μεγάλο αίνιγμα αλλά και τα Κορίτσια σε φυγή του σπουδαίου Αμερικανού Τζον Άσμπερι, και τα δυο σε μετάφραση Βασίλη Παπαγεωργίου. Σε λίγες μέρες θα κυκλοφορήσουν σε μία έκδοση δύο εμβληματικά έργα του Αρθούρου Ρεμπό, το Μια εποχή στην κόλαση και οι Φωτισμοί, σε νέα μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη.
«Μου δίνουν τεράστια χαρά αυτά τα βιβλία, από την πρώτη στιγμή που σκεπτόμαστε τους τίτλους που θα εκδώσουμε μέχρι τα εξώφυλλα, την παραγωγή, όλα τα στάδια. Γι’ αυτό θα κάνω τα πάντα ώστε να μπορώ να βρίσκω χρήματα για να κυκλοφορούν αυτά τα βιβλία. Αλλά ξέρεις τι μου αρέσει πιο πολύ από όλα; Το να μπορώ να πηγαίνω ταξίδια, να αλιεύω τίτλους, να γνωρίζω από κοντά ποιητές και συγγραφείς, να γίνεται αυτό το αλισβερίσι, η αλληλεπίδραση που δημιουργεί κόσμους ολόκληρους. Έτσι μόνο διαμορφώνεται αυτή η ιδέα που ξεπερνά τα σύνορα, τα υπερβαίνει και αφήνει τελικά μια σφραγίδα που ξεπερνάει τον χρόνο και τον χώρο».
Μου μιλάει για ώρα για την αλληλεγγύη μεταξύ των μικρών εκδοτών, για την ωραία προσπάθεια που γίνεται στην Αθήνα με το άνοιγμα των νέων βιβλιοπωλείων, αλλά αναφορικά με τη Θεσσαλονίκη είναι απαισιόδοξος: «Πολύ στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι ότι η πόλη μου έχει πια λίγα πράγματα να δώσει. Βλέπω πόσο μειώνεται το κοινό που αγαπάει πραγματικά το βιβλίο, οι άνθρωποι του πνεύματος, ο διάλογος. Το κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι πια ζόφος για εμένα και ειλικρινά, αν δεν υπήρχε η θάλασσα να κάνω μια βόλτα προς το Φιξ, δεν θα άντεχα. Ευτυχώς που υπάρχει ο θαλασσινός ορίζοντας».
Όπως έγραφε, όμως, ο ίδιος χαρακτηριστικά σε ένα ποίημα του «ξέρω, αυτός είναι ο τόπος (όμως συνέχισε να πετάς προς την πλευρά του Άμλετ και των συνενόχων) / ούτε κατοικία ούτε νίκη καμιά / μόνο μια μηδαμινή πιθανότητα να ξεφύγεις / απ’ αυτή την πόλη που το ελάχιστο συναίσθημα εντοπίζεται σε γδαρμένους αγκώνες, ευμετάβλητα απογεύματα και οδυνηρούς αποχωρισμούς». Αξίζει, ωστόσο, η προσπάθεια, ειδικά αν φέρεις ένα όνομα που εμπνέεται από τον Σαίξπηρ.