Οι «Μέρες» του Σεφέρη στα γαλλικά Facebook Twitter

Οι «Μέρες» του Σεφέρη στα γαλλικά

0

Ήταν η βραδιά με την οποία έκλεισε ο κύκλος των εκδηλώσεων που διοργάνωσε το Μουσείο Μπενάκη για να τιμήσει τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του πρώτου Έλληνα νομπελίστα ποιητή, οι οποίες πλαισίωσαν τον κεντρικό άξονα του εορτασμού της επετείου που είναι η έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου στην Πινακοθήκη Γκίκα με τίτλο «Το Σπίτι της Μνήμης».

Στο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς τέσσερις εξέχοντες ομιλητές, ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου της Ελλάδας κ. Νικολά Εμπαλέν, ο ποιητής και μεταφραστής Νίκος Παναγιωτόπουλος και οι συγγραφείς και μεταφραστές Σπύρος Γιανναράς και Γιάννης Αστερής υποδέχτηκαν τους δύο σημαντικούς εκ Γαλλίας προσκεκλημένους, τον ιδρυτή και διευθυντή των εκδόσεων Le bruit du temps κ. Αντουάν Ζακοτέ (Antoine Jaccottet) και τον μεταφραστή του τόμου στα γαλλικά κ. Ζιλ Ορτλίμπ (Gilles Ortlieb). Στην εκδήλωση παρευρέθηκε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Σακελλαροπούλου, καθώς και πολύς και εκλεκτός κόσμος των γραμμάτων και των εκδόσεων∙ όλοι τους έδειχναν ενθουσιασμένοι με την έκδοση των «Ημερών» του Σεφέρη σε μια τόσο σημαντική γλώσσα για την ποίηση και γενικότερα για τον πολιτισμό, όπως είναι τα γαλλικά.

Υπήρξαν μάλιστα και υψηλές προσδοκίες, για παράδειγμα η ανακοίνωση της υποστήριξης από την πλευρά της Ελλάδας της συνέχισης αυτού του εκδοτικού έργου στα γαλλικά. Αλλά και γενικότερα θα περίμενε κάποιος την ανακοίνωση της πολιτικής πρόθεσης να στηριχτεί με μεταφράσεις και εκδόσεις ολόκληρο το έργο των δύο διακεκριμένων Ελλήνων ποιητών, με σκοπό να μην καταλήξουν κάποια στιγμή τα ονόματα του Σεφέρη και του Ελύτη στην άχαρη «λέσχη» των ξεθωριασμένων Νόμπελ.  Όμως, τίποτα…

Ατάραχοι και ευδιάθετοι, οι Γάλλοι προσκεκλημένοι, οι οποίοι δεν ήρθαν εδώ για να ζητήσουν χρήματα αλλά για την ουσία του πράγματος, που είναι η συνεχής στήριξη και επιστροφή στην υψηλή ποίηση, μίλησαν στη LiFO για το εκδοτικό εγχείρημά τους.

Πιστεύω πως ο Σεφέρης, με όσα έγραψε και κυρίως με τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ως μέσο έκφρασης του, κατάφερε να ξαναβρεί αυτόν τον σύνδεσμο της σύγχρονης εποχής με την αρχαιότητα, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ελληνική λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά στις «Ημέρες» του

— Είναι μια γενναία κίνηση η έκδοση των ημερολογίων του Σεφέρη στα γαλλικά. Ποιο ήταν το κίνητρό σας γι’ αυτή την απόφαση; 

Αντουάν Ζακοτέ: Σίγουρα θα τη θεωρείτε «γενναία» επειδή είναι μια έκδοση με ένα κάποιο μικρό ρίσκο. Όμως αυτό ήταν εξαρχής δεδομένο, γιατί, όπως σίγουρα θα ξέρετε, στη Γαλλία, δυστυχώς, η ποίηση, εν τη γενέσει της, και οι εκδόσεις ποιητικών και άλλων έργων ποιητών βρίσκονται σε μια κατάσταση πιθανόν πολύ χειρότερη απ’ ό,τι στην Ελλάδα. Αλλά και ο Τύπος είναι πολύ δύσκολο να ενδιαφερθεί για την παρουσίαση ενός ποιητικού έργου. Ωστόσο, ο μικρός εκδοτικός οίκος μου δημιουργήθηκε ακριβώς γι’ αυτού του τύπου τις εκδόσεις. Δούλεψα πολλά χρόνια σε μεγάλους εκδότες, συγκεκριμένα στον πολύ γνωστό οίκο Γκαλιμάρ, αλλά τελικά εγκατέλειψα εκείνη τη δουλειά για να μπορώ να εκδίδω βιβλία που γνώριζα καλά ότι εκείνοι δεν θα εξέδιδαν. Αυτό ξεκίνησε πριν από περίπου δώδεκα χρόνια, κατά τα οποία εξέδωσα πολλά βιβλία με υψηλό οικονομικό ρίσκο.

seferis-journees
Georges Séféris - Journées 1925-1944, Le bruit du temps

Οι μικροί εκδοτικοί οίκοι σαν τον δικό μου εκδίδουν συνήθως βιβλία μικρά σε μέγεθος. Εγώ, αντίθετα, έκανα εξαρχής πολυσέλιδες εκδόσεις, όπως ήταν, για παράδειγμα, η δίγλωσση έκδοση των ποιημάτων του Άγγλου ποιητή του δέκατου ένατου αιώνα Ρόμπερτ Μπράουνινγκ, ο οποίος σήμερα είναι πλέον πολύ λίγο γνωστός. Εκείνη η έκδοση ήταν επτακοσίων σελίδων και πιστεύω ότι κι αυτό κίνησε την περιέργεια του Τύπου όταν ξεκινούσα. Σκέφτηκαν ότι είχε εμφανιστεί κάποιος μάλλον τρελός και γι’ αυτό εξέδιδε κείμενα που δεν είναι πρόσφορα για έκδοση. Εκείνες οι αναφορές δημιούργησαν ένα κάποιο αρχικό ενδιαφέρον για την δουλειά μου, παρά το γεγονός ότι εκείνο το πρώτο κατά σειρά βιβλίο που εξέδωσα δεν πούλησε πολλά αντίτυπα. Όμως συνέχισα με την έκδοση στα γαλλικά του πλήρους ποιητικού έργου του Ρώσου ποιητή Όσιπ Μαντελστάμ, με το οποίο καταγράφηκε αυτό που θα λέγαμε εκδοτική επιτυχία. Συνέχισα με έναν ακόμα Ρώσο ποιητή, τον Ισαάκ Μπάμπελ, και με έναν εξαιρετικό Πολωνό, τον Ζμπίγκνιου Χέρμπερτ, του οποίου η ποίηση ήταν άγνωστη στη Γαλλία∙ εκδώσαμε τα άπαντά του σε τρεις τόμους. Συνεπώς, τα «Ημερολόγια» του Σεφέρη είναι, αν θέλετε, μια αναμενόμενη συνέχεια όλων των προηγούμενων εκδοτικών εγχειρημάτων στα οποία αφοσιώθηκα.

Τώρα όμως όλα ξεκίνησαν από τον Ζιλ Ορτλίμπ, έναν πολύ παλιό φίλο, στον οποίο έχω τεράστια εμπιστοσύνη, επειδή είναι ένας εξαιρετικός μεταφραστής, με έργο πολύ υψηλής ποιότητας, και έχει μεταφράσει πολλά λογοτεχνικά έργα από τα ελληνικά, και όχι μόνο για μένα! Χάρη σ’ εκείνον έγινε μια μικρή δίγλωσση έκδοση της «Γυναίκας της Ζάκυθος» του Διονυσίου Σολωμού στην αρχή της εκδοτικής μου πορείας. Ήταν ένα πολύ μικρό βιβλίο, αλλά τράβηξε το ενδιαφέρον και είχε κάποιους αναγνώστες. Στη συνέχεια εξέδωσα τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», που είναι το ένα από τα δύο μυθιστορήματα (αλλά το μόνο ολοκληρωμένο) που έγραψε ο Σεφέρης. Είχε προηγηθεί μια έκδοση στα γαλλικά, από άλλο εκδοτικό οίκο, αλλά είχε εξαντληθεί. Θέλω να πω με όλα αυτά ότι υπήρχε μια λογική πορεία προς το τωρινό εκδοτικό εγχείρημα. Όμως και πάλι θα τονίσω ότι ξεκίνησε από τον Ζιλ Ορτλίμπ, που μου είπε ότι θα ήθελε πολύ να μεταφράσει τις «Ημέρες» του Σεφέρη. Ακούγοντας την πρότασή του, δεν δίστασα ούτε για ένα δευτερόλεπτο. Κι ας μην είχα διαβάσει το κείμενο, καθότι δεν γνωρίζω ελληνικά ή, τέλος πάντων, ξέρω ελάχιστα, γι’ αυτό διαβάζω ελληνικά έργα μόνο από μεταφράσεις τους. Χρειάστηκε, λοιπόν, να περιμένω τον Ζιλ να ολοκληρώσει τη μετάφραση προκειμένου να έρθω σε επαφή με το κείμενο του Σεφέρη που δεν γνώριζα. Αλλά είχα αποφασίσει εξαρχής ότι θα το εξέδιδα. Το αποτέλεσμα ήταν τελικά να ενθουσιαστώ. Να μείνω έκθαμβος μπροστά στο έργο, γιατί, σε κάθε σελίδα του σχεδόν, ανακάλυπτα πολύ όμορφα πράγματα. 

Συνομιλία με δύο τολμηρούς κυρίους Facebook Twitter
Αντουάν Ζακοτέ: «Έχω την εντύπωση πως ίσως είμαι κάτι σαν δεινόσαυρος που θα εξαφανιστεί μαζί με τον κόσμο του, γιατί η μόδα δεν βρίσκεται καθόλου σε αυτό το ύφος, ειδικά στη Γαλλία όλα τα σχετικά είναι δύσκολα. Ο τρόπος που μεταβάλλεται το κοινό γούστο κάθε εποχή καθορίζει τα πράγματα». Φωτ.: Freddie F./LIFO

— Είναι εντυπωσιακό το ότι έχετε εκδώσει ως τώρα δύο βιβλία του Σεφέρη, χωρίς κανένα εξ αυτών να περιέχει την ποίησή του, ενώ ο εκδοτικός σας οίκος επικεντρώνεται στην ποίηση. Θα έπρεπε, άραγε, να περιμένουμε σύντομα και ποιήματά του; 

Α.Ζ.: Ποιήματά του κυκλοφορούν στα γαλλικά από τον εκδοτικό οίκο Μερκίρ ντε Φρανς, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια πολύ παλιά έκδοση, της εποχής που απονεμήθηκε το Νόμπελ στον Σεφέρη. Είναι σημαντικό βέβαια ότι η έκδοση εκείνη είχε τη δική του έγκριση, αλλά υπάρχουν πολλά ποιήματά του τα οποία είναι κρίμα να λείπουν από τη γαλλική γλώσσα. Αν, για παράδειγμα, φυλλομετρούσαμε τα άπαντα του Σεφέρη από τις εκδόσεις Ίκαρος, θα διαπιστώναμε αμέσως τον μεγάλο αριθμό ποιημάτων του που θα άξιζε να τύχουν μιας καλής μετάφρασης στα γαλλικά. Θα μου άρεσε πάρα πολύ να τα εκδώσω εγώ, αλλά εξαρτάται πραγματικά από τον μεταφραστή κυρίως. Και θα έπρεπε μάλλον να μας πει ο Ζιλ Ορτλίμπ αν έχει το κουράγιο να κάνει όλη αυτήν τη δουλειά που απαιτείται. 

— Μιλώντας στο Μουσείο Μπενάκη για την έκδοσή σας των «Ημερολογίων» του Σεφέρη, ακούστηκε πολύ συγκινητική η αναφορά σας στο βιβλίο, μέσα από έναν συσχετισμό του με τον πίνακα ζωγραφικής του Πουσέν που έχει τίτλο «Τοπίο με στάχτες του Φωκίωνα», ο οποίος αναφέρεται στην καταδίκη σε θάνατο με κώνειο του ένδοξου, αγαπητού και υπέργηρου πλέον στρατηγού της αρχαίας Αθήνας, που, καθώς η καταδίκη δεν επέτρεπε ούτε την ταφή του, έγινε αναγκαστικά καύση του σώματός του. Το έργο του Πουσέν, λοιπόν, στο οποίο αναφερθήκατε, δείχνει τη σύζυγο του Φωκίωνα να περιμαζεύει ό,τι έχει απομείνει από τις στάχτες του άνδρα της. Μήπως με αυτή την αναφορά σας προοιωνίζεστε ότι βαδίζουμε, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και παντού στον κόσμο, προς ένα πέρας του ενδιαφέροντος για τον Σεφέρη και την ποίησή του;  

Με αυτή την αναφορά μου, όπως και με τις άλλες δύο, το μυθιστόρημα «Υπερίων» του Χέλντερλιν και τον πίνακα με τίτλο « Ο καλλιτέχνης σε απόγνωση» του Αγγλοελβετού ζωγράφου Χάινριχ Φίσλι, που είναι όλες καλλιτεχνικές δημιουργίες πολύ ισχυρές, επιδίωκα κατά κάποιον τρόπο να μεταφέρω το αντίστροφο μήνυμα. Δηλαδή, εκείνο της επιβίωσης του ενδιαφέροντος για ποιητές σαν τον Σεφέρη. Ήθελα μέσω αυτών να σταθώ και στην Ελλάδα που ονειρευόταν η Ευρώπη (και η Γαλλία, φυσικά). Στο ότι οι καλλιτέχνες του δέκατου έβδομου και του δέκατου όγδοου αιώνα, ακόμα και εκείνοι του δέκατου ένατου θα έλεγα, μας μετέφεραν την εικόνα μιας «παγωμένης» και παγιωμένης ελληνικής αρχαιότητας, όπως ήταν άλλωστε η ψυχρή εκδοχή της, σύμφωνα με τον νεοκλασικισμό. Εγώ, ξέρετε, δεν είμαι ο ίδιος ελληνιστής, αλλά πιστεύω πως ο Σεφέρης, με όσα έγραψε και κυρίως με τη γλώσσα που χρησιμοποίησε ως μέσο έκφρασης του, κατάφερε να ξαναβρεί αυτόν τον σύνδεσμο της σύγχρονης εποχής με την αρχαιότητα, δημιουργώντας ταυτόχρονα την ελληνική λογοτεχνική γλώσσα της εποχής του. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, ειδικά στις «Ημέρες» του. Γιατί φαίνεται ότι από πολύ νωρίς στη νεότητά του είχε διαλέξει ως πρότυπα σπουδαίους Γάλλους και Άγγλους ποιητές, όπως, ας πούμε, ο Τ.Σ. Έλιοτ και ο Πολ Βαλερί, παρ’ όλα αυτά αποφάσισε μόνος του να μη γράψει στη γλώσσα κανενός εκ των δύο, παρά στη δική του, και κατάφερε, όσα μας παρέδωσε, να είναι στο ύψος των σπουδαίων ποιητών που είχε ως πρότυπα. Και στις αφηγήσεις του των ημερολογίων του παρακολουθεί κάποιος ότι τη δουλειά αυτή την έκανε με την ίδια τιμιότητα που έγραφε και την ποίησή του. Καταλαβαίνουμε δηλαδή, νιώθουμε, ότι ήταν ανά πάσα στιγμή ακέραιος. 

Μιλώντας όμως για την ακεραιότητά του και χωρίς να έχω την πρόθεση να υπεισέλθω σε ζητήματα πολιτικών πεποιθήσεων, θα τονίσω ότι καταλαβαίνει κάποιος, διαβάζοντας τις «Ημέρες», πως ο Σεφέρης δεν ήταν της αριστεράς και ταυτόχρονα ότι δεν είχε ούτε τις προκαταλήψεις που θα είχαν οι άνθρωποι της δεξιάς. Προέρχεται από την αστική τάξη, αλλά, όπου κι αν βρεθεί, ονειρεύεται πάντα ένα είδος αδελφοσύνης με τον λαό, αν και δεν μου αρέσει πολύ να χρησιμοποιώ αυτόν τον όρο. Θυμάμαι όμως ότι αναφέρει πως κάποτε βρισκόταν σε διακοπές και συνάντησε τυχαία έναν λαϊκό οργανοπαίχτη που έπαιζε βιολί και λέει ότι είναι ο πιο θαυμάσιος άνθρωπος που έχει γνωρίσει στη ζωή του. Μάλιστα στην έκδοση συμπεριλάβαμε τη φωτογραφία εκείνου του ανθρώπου, την οποία είχε τραβήξει ο ίδιος ο Σεφέρης. Άλλο παράδειγμα είναι το σημείο όπου περιγράφει ότι στην Κρήτη  βρήκε ένα κατάλυμα του οποίου ο ιδιοκτήτης απήγγελλε στίχους του «Ερωτόκριτου» και γνώριζε ολόκληρες στροφές του απέξω και σημειώνει ότι αυτό ήταν πάρα πολύ σημαντικό για τον ίδιο. Γενικά, ο Σεφέρης δεν ήταν μια προσωπικότητα που θα μπορούσαμε να την περιορίσουμε με μονολεκτικές ετικέτες για να τον περιγράψουμε. 

σεφερης Facebook Twitter
Μιλώντας όμως για την ακεραιότητά του και χωρίς να έχω την πρόθεση να υπεισέλθω σε ζητήματα πολιτικών πεποιθήσεων, θα τονίσω ότι καταλαβαίνει κάποιος, διαβάζοντας τις «Ημέρες», πως ο Σεφέρης δεν ήταν της αριστεράς και ταυτόχρονα ότι δεν είχε ούτε τις προκαταλήψεις που θα είχαν οι άνθρωποι της δεξιάς.

— Ποιο είναι το μυστικό για να δημιουργήσει κάποιος έναν αξιοσέβαστο εκδοτικό οίκο; 

Α.Ζ.: Ουσιαστικά ξεκινά με το να εκδίδει τα βιβλία που πράγματι του αρέσουν και τα οποία έχουν αξία. Ως προς αυτό το δεύτερο σκέλος για μια σωστή αρχή, είχα την τύχη να έχω κάποιους «μετρ» που μου έμαθαν πώς θα μπορούσε κάποιος να ξεδιαλέγει το αξιόλογο από το μη αξιόλογο. Αλλά, ξέρετε, είναι πάντα πιο εύκολο να θεωρηθεί ότι έχεις κύρος όταν εκδίδεις κυρίως βιβλία τα οποία είναι ήδη κάπως κλασικά. Προσωπικά, συμβιβάζομαι με το να ασχοληθώ με κάτι μικρό και περιορισμένο στη γωνίτσα μου και το οποίο βλέπω ότι κάποια στιγμή ενδιαφέρει κι αυτό μου δίνει μεγάλη ευχαρίστηση. Θα σταθώ όμως και στο ότι συχνά έχω την εντύπωση πως ίσως είμαι κάτι σαν δεινόσαυρος που θα εξαφανιστεί μαζί με τον κόσμο του, γιατί η μόδα δεν βρίσκεται καθόλου σε αυτό το ύφος, ειδικά στη Γαλλία όλα τα σχετικά είναι δύσκολα. Ο τρόπος που μεταβάλλεται το κοινό γούστο κάθε εποχή καθορίζει τα πράγματα. Το φαινόμενο οφείλεται επίσης στην προοδευτική εξαφάνιση από τον Τύπο των σελίδων που αφιερώνονται στην πραγματική λογοτεχνία. Αυτό, βέβαια, οφείλεται σε οικονομικά κριτήρια και λόγους, αλλά όχι μόνο. Βλέπουμε πολύ καθαρά ότι είναι και κοινωνικό ζήτημα το να απομακρύνεται το γούστο από την υψηλή λογοτεχνία. Σήμερα, ακόμα κι εκείνοι που αποτελούσαν το κομμάτι της μπουρζουαζίας, που κατά παράδοση διάβαζε, ας πούμε, οι γιατροί, προτιμούν να βλέπουν τηλεοπτικές σειρές. Βέβαια δεν είναι και απολύτως αληθή όσα λέω, γιατί βλέπω ότι υπάρχουν πάντα περιοδικά, ή ιστοσελίδες, ή γραπτά νέων φοιτητών που αφορούν το είδος του υψηλού. Ίσως είναι πολύ λίγα, αλλά υπάρχουν και έχουν ένα ενδιαφέρον. Και στους κύκλους των μικρών εκδοτών υπάρχουν πολλά νέα πρόσωπα που εμφανίζονται, όπως επίσης και πολλά μικρά βιβλιοπωλεία, τα οποία μάλλον αυξάνονται αυτήν τη στιγμή. Σε σχέση, λοιπόν, με όλα αυτά, μάλλον θα έπρεπε κάποιος να σκέφτεται ότι καλύτερα είναι να μην είναι τόσο πεσιμιστής. Θα έπρεπε επίσης να μην ξεχνά ότι ο Μποντλέρ στην εποχή του πουλούσε από 300 μέχρι 500 αντίτυπα. 

— Από όσα είπε ο κ. Ζακοτέ, το πρότζεκτ της έκδοσης των Ημερολογίων του Σεφέρη στα ελληνικά ξεκίνησε από εσάς κ. Ορτλίμπ. Τι προσδοκούσατε από αυτό; 

Ζιλ Ορτλίμπ: Οι τόμοι των «Ημερών» είναι βιβλία που έχω χρόνια δίπλα μου και κάθε φορά που τύχαινε να ανοίξω έναν τόμο για να διαβάσω κάτι στην τύχη, μου γεννιόταν η εντύπωση ότι κρατώ κάτι πολύτιμο στα χέρια μου, που χρειάζεται αφοσίωση. Ήταν επίσης κατά έναν τρόπο και η συνέχιση μιας δουλειάς που είχε ξεκινήσει όταν μετέφρασα στα γαλλικά τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη». Δεν ξέρω αν σας το εξήγησε αυτό ο Αντουάν Ζακοτέ, γιατί εκείνος ήθελε εξαρχής να εκδώσει το μυθιστόρημα του Σεφέρη, στην πορεία υπήρξαν διάφοροι παράγοντες, εντελώς υποκειμενικοί και μετά ήρθε η πανδημία του κορωνοϊού. Και επειδή οι δύο πρώτοι τόμοι των «Ημερών» έχουν πολλά κοινά σημεία με τις «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη» ξεκίνησα να τους μεταφράζω, μια και ήμουν κλεισμένος στο σπίτι. Καθώς τα ημερολόγια είναι επιγραμματικά η μετάφρασή τους κύλησε πολύ γρήγορα. Ο πρώτος τόμος βγήκε σε έναν μήνα περίπου. Ο δεύτερος τόμος δεν χρειάστηκε πολύ περισσότερο. Μέχρι που έφτασα πια στον τρίτο, ο οποίος είναι πολύ εκτεταμένος και μετά ο τέταρτος, που είναι ακόμα μεγαλύτερος. Κι εκεί είναι αλήθεια ότι τράβηξα κουπί για να τελειώσω. Αλλά αυτή ήταν η προσδοκία: να μεταφράσω αυτό το κείμενο. Και θα δούμε τι θα γίνει στη συνέχεια. Η υποδοχή της έκδοσης στη Γαλλία είναι τελικά πολύ πιο θερμή και ουσιώδης απ’ ό,τι περίμενα. Έχουν κυκλοφορήσει ήδη άρθρα για την έκδοση στις εφημερίδες «Le Monde» και «Libération». Επιπλέον, στο κανάλι France Culture έχουν υπάρξει ήδη δύο σχετικές εκπομπές. Έχω, λοιπόν, την αίσθηση ότι οι αναγνώστες, βλέποντας αυτό το βιβλίο, θεωρούν πως έχουν μπροστά τους κάτι μάλλον πολύτιμο. Κάτι που δεν είναι πολύ εύκολο, αλλά αξίζει τον κόπο να ασχοληθεί κάποιος μαζί του.

Συνομιλία με δύο τολμηρούς κυρίους Facebook Twitter
Ζιλ Ορτλίμπ: «Οι τόμοι των «Ημερών» είναι βιβλία που έχω χρόνια δίπλα μου και κάθε φορά που τύχαινε να ανοίξω έναν τόμο για να διαβάσω κάτι στην τύχη, μου γεννιόταν η εντύπωση ότι κρατώ κάτι πολύτιμο στα χέρια μου, που χρειάζεται αφοσίωση». Φωτ.: Freddie F./LIFO

— Ποια ήταν η κυριότερη μεταφραστική δυσκολία που αντιμετωπίσατε με τη γλώσσα του Σεφέρη, επειδή μάλλον είναι πολύ «κοφτή» για τις σταθερές της γαλλικής γλώσσας, η οποία είναι ενδεχομένως πάντα λίγο πιο «ήπια»; 

Ζ.Ο.: Το δύσκολο με τον Σεφέρη είναι ότι η γλώσσα του είναι πάρα πολύ ακριβής. Είναι δημοτική και ως προς αυτό θα ξεκινήσω με ένα αντιπαράδειγμα: ένας Έλληνας συγγραφέας τον οποίο έχω μεταφράσει στα γαλλικά και μου είναι ιδιαίτερα προσφιλής είναι ο Μιχαήλ Μητσάκης, που έγραφε στην καθαρεύουσα. Σε μια απίθανη καθαρεύουσα μάλιστα, που μοιάζει να είναι πολύ δύσκολη, αλλά κατά παράδοξο τρόπο ήταν για μένα πολύ πιο εύκολη, γιατί πίσω από την καθαρευουσιάνικη γλώσσα του Μητσάκη έβλεπα το γαλλικό πρότυπό της. Ενώ με τον Σεφέρη ήρθα αντιμέτωπος με μια γλώσσα δήθεν απλή στη διατύπωση, αλλά που για να την πιάσεις με ακρίβεια θέλει δουλειά. Θα σας έφερνα παραδείγματα που εκ πρώτης όψεως δείχνουν ανάξια λόγου, όπως θα ήταν, ας πούμε, η απόδοση στα γαλλικά της φράσης: «Σήμερα δεν έχω κέφι». Κάτι τέτοιες πολύ απλές φρασούλες, όταν πρέπει να αποδοθούν στα γαλλικά, καταντούν διαβολικές. Δεν αγγίζεις ποτέ το σωστό επίπεδο της γλώσσας που διαβάζεις. Έπρεπε καθεμία απ’ αυτές να τη μασήσω, να τη στρίψω, να της κάνω δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο, προκειμένου να βγει σαν φυσικός λόγος στα γαλλικά. Ξεκινώντας τη μετάφραση των «Ημερών» του Σεφέρη δεν είχα αντιληφθεί ακόμα την πλήρη  διάσταση του πρότζεκτ, γιατί, εκτός από τη μετάφραση, ήταν πολλή και η δουλειά της παραγωγής και του σχεδιασμού του βιβλίου. Ο Αντουάν Ζακοτέ και ο βοηθός του, που δούλεψαν μαζί την έκδοση, έκαναν μια δουλειά αλά Σέρλοκ Χολμς σε ό,τι αφορά τις επεξηγηματικές σημειώσεις που θεωρούσαν απαραίτητες για την έκδοση. Θα έλεγα ότι μέσα από αυτή την έρευνα βρήκαμε πράγματα τα οποία ακόμα και ιστορικοί σεφερολόγοι, ας το πω έτσι, είχαν παραλείψει. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο της έκδοσης. Σκεφτόμουν επίσης ότι θα έπρεπε να αφήσω να περάσουν ένα ή δύο χρόνια προτού ξεκινήσω τη μετάφραση των υπόλοιπων τόμων του ημερολογίου του Σεφέρη. Εξάλλου ο επόμενος τόμος των «Ημερών» –ο πέμπτος από τους οκτώ, που αφορά την «επίμαχη» ιστορική περίοδο από 1η Ιανουαρίου 1945 έως 19 Απριλίου 1951‒ έχει μεταφραστεί ήδη στα γαλλικά από έναν Γάλλο ποιητή ουγγρικής καταγωγής, τον Lorand Gaspar, που ήταν και φίλος του ποιητή. Ο Σεφέρης όχι μόνο είχε διαβάσει τη μετάφρασή του αλλά και τον είχε βοηθήσει σε αυτήν. Ήταν τότε έτοιμος να εκδώσει και στα ελληνικά τον ίδιο τόμο, που αφορά την περίοδο 1940-1951. Όμως στην Ελλάδα επιβλήθηκε η χούντα και επειδή εκείνος δεν ήθελε να συσχετιστεί με το καθεστώς αυτό που το μισούσε, δεν προχώρησε τελικά στην ελληνική έκδοση. Αλλά και στη Γαλλία άργησε να βγει ο εν λόγω τόμος – η έκδοσή του έγινε τελικά το 1987. Οι υπόλοιποι τόμοι των «Ημερών» του είναι ακόμα λιγότερο δουλεμένοι, επεξεργασμένοι από τον ίδιο. Αλλά αυτό προσωπικά το θεωρώ θετικό, επειδή θα έχουμε να κάνουμε με ένα υλικό ακόμα πιο ατόφιο κι ας είναι λίγο άχαρο, επειδή μας επιτρέπει να περιπλανηθούμε στο χωρίς φιοριτούρες στυλ του λόγου του. 

— Πώς ξεκίνησε η επαφή σας με την Ελλάδα;

Ζ.Ο.: Νομίζω ότι αυτό είναι αρκετά μπανάλ. Ήρθα εδώ όταν ήμουν δεκαοκτώ ή δεκαεννιά χρόνων. Είχα διδαχτεί αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Πρέπει να ήταν το 1968. Τότε μπορούσε να έρθει κάποιος στην Ελλάδα με πλοίο από τη Μασσαλία. Το ταξίδι διαρκούσε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και θυμάμαι ότι είχα πάρει μαζί μου μια μέθοδο εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας άνευ διδασκάλου των περίφημων εκδόσεων Ασιμίλ. Ήθελα να ξεκινήσω να μάθω τη γλώσσα και όταν πια πάτησα το πόδι μου στον Πειραιά κοιτούσα γύρω μου και συνειδητοποιούσα ότι ήταν σαν δύο κόσμοι να μπαίνουν ο ένας μέσα στον άλλον. Εννοώ ότι  και τα αρχαία που είχα διδαχτεί στο σχολείο και τα λίγα ελληνικά που έμαθα χωρίς δάσκαλο, όσο ταξίδευα, τα έβλεπα μπροστά μου στους τοίχους, στις επιγραφές των καταστημάτων και ταυτόχρονα έβλεπα και λέξεις όπως είναι, ας πούμε, το βουλκανιζατέρ ή το αμορτισέρ, που της αποκρυπτογραφούσα διαβάζοντας τα ελληνικά γράμματα και καταλαβαίνοντας ότι είναι γαλλικές. Όλα αυτά τότε μου φαίνονταν θαυματουργά και αυτό, σε συνδυασμό με τη γνωστή ευκολία της ζωής στην Ελλάδα, με έκανε να ενθουσιάζομαι ακόμα περισσότερο με την καλοσύνη των ανθρώπων. Τα νέα ελληνικά που έμαθα, λοιπόν, είχαν να κάνουν με αυτόν τον κεραυνοβόλο έρωτα που ένιωσα για την Ελλάδα και τους ανθρώπους της, για τα μέρη της, τα τοπία της. Και ενώ ξεκίνησα με τον απλό τρόπο της μεθόδου άνευ διδασκάλου που μου επέτρεψε να μάθω όσα χρειάζονταν για τις απλές καθημερινές κουβέντες, σπούδασα για τέσσερα χρόνια την ελληνική γλώσσα στο λεγόμενο Ίδρυμα Ανατολικών Γλωσσών στο Παρίσι, όπου πλέον εκεί έγινε η βαθιά βουτιά στην ελληνική γλώσσα, την οποία τότε ακόμα έκανα λόγω του ότι απλώς μου άρεσε η γλώσσα, καθότι δεν είχα θέσει τη μετάφραση ως επαγγελματικό στόχο. Μετά, όταν ήρθε η ώρα να προσχωρήσει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και είδα ότι έψαχναν Γάλλους που να ξέρουν ελληνικά, έδωσα τις σχετικές εξετάσεις, πέτυχα κι έτσι κλείστηκα στο «χρυσό κλουβί» των μεταφραστών στο Λουξεμβούργο. Εκεί πια η γλώσσα με την οποία ασχολήθηκα όσο δούλευα ήταν τόσο τεχνητή, που μου θύμιζε την ξύλινη γλώσσα του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρωσία. Οπότε ήταν για μένα ζωτικής σημασίας να αποκτήσω ένα αντίβαρο σε όλο αυτό. Και το βρήκα στις λογοτεχνικές μεταφράσεις. Διαφορετικά, θα ήμουν μάλλον δυστυχής.

ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΙΣ «ΜΕΡΕΣ» ΤΟΥ ΣΕΦΕΡΗ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΔΩ


 

Βιβλίο
0

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

ΣΑΒΒΑΤΟ 27/11- ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ-Γιώργος Σεφέρης, «Τρεις μέρες στα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας». Διαβάζει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης

Αναγνώσεις / Γιώργος Σεφέρης, «Τρεις μέρες στα πετροκομμένα μοναστήρια της Καππαδοκίας». Διαβάζει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης

Αναγνώσεις από «Το σπίτι της μνήμης». Με αφορμή τα 50 χρόνια από την απώλεια του ποιητή, το Μουσείο Μπενάκη προγραμμάτισε μια σειρά από εκδηλώσεις που πλαισιώνουν την έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
THE LIFO TEAM
«Ιωάννα μου»

Βιβλίο / «Ιωάννα μου»: Οι επιστολές του Σεφέρη στην αδελφή του

Ο Σεφέρης γράφει στην αδελφή του και η αλληλογραφία τους μας δείχνει μια μοναδική αδελφική σχέση αλλά και έναν κόσμο σκληρό, δύσκολο και εχθρικό, μέσα στον οποίο επιβιώνουν τα μέλη της θεωρούμενης προνομιούχας οικογένειας Σεφεριάδη.
ΝΙΚΟΣ ΜΠΑΚΟΥΝΑΚΗΣ
ΚΥΡΙΑΚΗ 21/11- ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΣΤΕΙ-Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση». Διαβάζει ο Παύλος Καλλιγάς

Αναγνώσεις / Γιώργος Σεφέρης, «Μονόλογος πάνω στην ποίηση». Διαβάζει ο Παύλος Καλλιγάς

Αναγνώσεις από «Το σπίτι της μνήμης». Με αφορμή τα 50 χρόνια από την απώλεια του ποιητή, το Μουσείο Μπενάκη προγραμμάτισε μια σειρά από εκδηλώσεις που πλαισιώνουν την έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Σεφέρης / Δοκιμές Ανάγνωση της Δοκιμής «Άγγελος Σικελιανός». Αναγνώστης ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Αναγνώσεις / Γιώργος Σεφέρης / Δοκιμές Ανάγνωση της Δοκιμής «Άγγελος Σικελιανός». Αναγνώστης ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος

Αναγνώσεις από «Το σπίτι της μνήμης». Με αφορμή τα 50 χρόνια από την απώλεια του ποιητή, το Μουσείο Μπενάκη προγραμμάτισε μια σειρά από εκδηλώσεις που πλαισιώνουν την έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
THE LIFO TEAM
ΚΥΡΙΑΚΗ 07/11 - ΕΧΕΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΣΤΕΙ- Γιώργος Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήματα». Διαβάζει ο Διονύσης Καψάλης

Αναγνώσεις / Γιώργος Σεφέρης, «Τρία κρυφά ποιήματα». Διαβάζει ο Διονύσης Καψάλης

Αναγνώσεις από «Το σπίτι της μνήμης». Με αφορμή τα 50 χρόνια από την απώλεια του ποιητή, το Μουσείο Μπενάκη προγραμμάτισε μια σειρά από εκδηλώσεις που πλαισιώνουν την έκθεση έργων ζωγραφικής της Λήδας Κοντογιαννοπούλου με τίτλο «Το σπίτι της μνήμης» στην Πινακοθήκη Γκίκα.
THE LIFO TEAM

ΔΕΙΤΕ ΑΚΟΜΑ

Βιογραφίες: Aπό τον Γκαρσία Μάρκες στην Άγκελα Μέρκελ

Βιβλίο / Πώς οι βιογραφίες, ένα όχι και τόσο δημοφιλές είδος στη χώρα μας, κατάφεραν να κερδίσουν έδαφος

Η απόλυτη επικράτηση των βιογραφιών στη φετινή εκδοτική σοδειά φαίνεται από την πληθώρα των τίτλων και το εύρος των αφηγήσεων που κινούνται μεταξύ του autofiction και των βιωματικών «ιστορημάτων».
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
ΕΠΕΞ Λευτέρης Αναγνώστου, ένας μεταφραστής

Λοξή Ματιά / Λευτέρης Αναγνώστου (1941-2024): Ένας ορατός και συγχρόνως αόρατος πνευματικός μεσολαβητής

Ο Λευτέρης Αναγνώστου, που έτυχε να πεθάνει την ίδια μέρα με τον Θανάση Βαλτινό, ήταν μεταφραστής δύσκολων και σημαντικών κειμένων από τη γερμανική και αυστριακή παράδοση.
ΝΙΚΟΛΑΣ ΣΕΒΑΣΤΑΚΗΣ
Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Βιβλίο / Κυκλοφόρησε η πιο διεξοδική μελέτη της δεκαετίας 1910-1920, μια τρίτομη επανεκτίμηση της «μεγαλοϊδεατικής» πολιτικής του Βενιζέλου

Ο Ιωάννης Στεφανίδης, καθηγητής Διπλωματικής Ιστορίας στη Νομική του ΑΠΘ και επιμελητής του τρίτομου έργου του ιστορικού Νίκου Πετσάλη-Διομήδη, εξηγεί γιατί πρόκειται για ένα κορυφαίο σύγγραμμα για την εποχή που καθόρισε την πορεία του έθνους.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Βιβλίο / Μανώλης Ανδριωτάκης: «Δεν φοβάμαι τις μηχανές, τους ανθρώπους φοβάμαι»

Με αφορμή το τελευταίο του μυθιστόρημα «Ο θάνατος του συγγραφέα» ο δημοσιογράφος μιλά για την τεχνητή νοημοσύνη, την εικονική πραγματικότητα και την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας.
ΕΙΡΗΝΗ ΓΙΑΝΝΑΚΗ
Άλαν Χόλινγκερστ: «Η γραμμή της ομορφιάς»

Το πίσω ράφι / Η γραμμή της ομορφιάς: Η κορυφαία «γκέι λογοτεχνία» του Άλαν Χόλινγκχερστ

Ο Χόλινγκχερστ τοποθέτησε το βραβευμένο με Booker μυθιστόρημά του στα θατσερικά '80s και κατάφερε μια ολοζώντανη και μαεστρική ανασύσταση μιας αδίστακτης δεκαετίας.
ΣΤΑΥΡΟΥΛΑ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ
Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Βιβλίο / Η συγγραφέας που έδωσε στον Στάινμπεκ το υλικό για «Τα σταφύλια της οργής» καταδικάζοντας το δικό της βιβλίο στην αφάνεια

Η Σανόρα Μπαρμπ είχε περάσει πολύ καιρό στους καταυλισμούς των προσφύγων από την Οκλαχόμα που είχαν πληγεί από την Μεγάλη Ύφεση και την ξηρασία, προκειμένου να γράψει το μυθιστόρημά της. Έκανε όμως το λάθος να δείξει την έρευνά της στον διάσημο συγγραφέα, ο οποίος την πρόλαβε.
THE LIFO TEAM
Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι σπουδαιότερες μορφές του 19ου αιώνα

Βιβλίο / Μαρξ - Βάγκνερ - Νίτσε: Oι παρεξηγημένοι του 19ου αιώνα

Το βιβλίο του Γερμανού θεωρητικού και πανεπιστημιακού Χέρφριντ Μίνκλερ αναλαμβάνει να επαναπροσδιορίσει το έργο τους, που άλλαξε τα δεδομένα του αστικού κόσμου από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα.
ΤΙΝΑ ΜΑΝΔΗΛΑΡΑ
Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Βιβλίο / Νίκος Ψιλάκης: Mια ζωή αφιερωμένη στην καταγραφή της κρητικής παράδοσης και κουζίνας

Ο Νίκος Ψιλάκης ερευνά και μελετά την κρητική παράδοση εδώ και τέσσερις δεκαετίες. Τα βιβλία του είναι μνημειώδεις εκδόσεις για το φαγητό, τις λαϊκές τελετουργίες και τα μοναστήρια της Κρήτης που διασώζουν και προωθούν τον ελληνικό πολιτισμό.
M. HULOT
«Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Βιβλίο / «Δυστυχώς ήταν νυμφομανής»: Ανασκευάζοντας τα στερεότυπα για τις γυναίκες της αρχαίας Ρώμης

Ένα νέο βιβλίο επιχειρεί να καταρρίψει τους μισογυνιστικούς μύθους για τις αυτοκρατορικές γυναίκες της Ρώμης, οι οποίες απεικονίζονται μονίμως ως στρίγγλες, ραδιούργες σκύλες ή λάγνες λύκαινες.
THE LIFO TEAM
Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Βιβλίο / Γιώργος Συμπάρδης: «Ήθελα οι ήρωές μου να εξαφανίζονται, όπως οι άνθρωποι στη ζωή μας»

Σε όλα τα έργα του πρωταγωνιστούν οι γυναίκες και μια υπόγεια Αθήνα, ενώ ο ίδιος δεν κρίνει τους ήρωές του παρά το αφήνει σε εμάς: Μια κουβέντα με τον χαμηλόφωνο συγγραφέα του «Άχρηστου Δημήτρη» και της «Πλατείας Κλαυθμώνος».
ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ
Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που δεν βλέπεις σχεδόν κανέναν να διαβάζει ένα βιβλίο στο μετρό»   

Βιβλίο / Ρίτα Κολαΐτη: «Με θυμώνει που σχεδόν κανείς δεν διαβάζει βιβλίο στο μετρό»   

Η πολυβραβευμένη μεταφράστρια μιλά για την προσωπική της διαδρομή στον χώρο της λογοτεχνίας, για το στοίχημα της καλής μετάφρασης και εξηγεί τι σημαίνει να δουλεύεις πάνω σε κορυφαία έργα του Φλομπέρ, του Καμί, του Μαρκήσιου ντε Σαντ και της Ανί Ερνό. 
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟΣ
«Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Βιβλίο / «Ρουφιανεύοντας τον εαυτό μου»: Τα απομνημονεύματα του Αλ Πατσίνο

Ο 84χρονος ηθοποιός κοιτάζει προς τα πίσω και βλέπει τα δύσκολα παιδικά χρόνια, την καταθλιπτική μητέρα του, τον Τσέχoφ, τις σχέσεις που δεν έφτασαν ποτέ στον γάμο, τις έντονες αναταράξεις μιας πολυκύμαντης διαδρομής.
THE LIFO TEAM
Πέτρος Τατσόπουλος: «Η οργή σε κάποιες περιπτώσεις επιβάλλεται γιατί είναι απελευθερωτική»

Πέτρος Τατσόπουλος / «Δεν τα έχω με τους πιστούς αλλά με τους απατεώνες ρασοφόρους»

Μια χειμαρρώδης συνέντευξη με τον γνωστό συγγραφέα, δημοσιογράφο, παρουσιαστή και πρώην βουλευτή Πέτρο Τατσόπουλο, με αφορμή το τελευταίο του βιβλίο «Το παιδί του διαβόλου - Μια αληθινή ιστορία», όπου εστιάζει στη μεγάλη δύναμη της Εκκλησίας στην Ελλάδα, στη διαπλοκή της με την πολιτεία και στις σκοταδιστικές απόψεις που κατά κανόνα πρεσβεύει καθώς και στην ιδιαίτερα επικερδή «μπίζνα» που έχει στηθεί γύρω από ιερά λείψανα, ιερά κειμήλια, «άγιους» γέροντες και «θαύματα» για κάθε χρήση.
ΘΟΔΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ