«O ΗΛΙΟΣ ΕΛΑΜΠΕ, αφού δεν είχε εναλλακτική λύση, πάνω στο ουδέν καινόν» είναι η συναρπαστική και κάπως προεξαγγελτική αρχή στο Μέρφυ, το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο Σάμιουελ Μπέκετ, το οποίο κυκλοφορεί σε νέα, ακριβή μετάφραση από την Ελεάννα Πανάγου. Γραμμένος μια περίοδο υπαρξιακής ανίας, κατά το διάστημα της παραμονής του συγγραφέα στο Λονδίνο, ο Μέρφυ θέτει τις αρχές ενός έκκεντρου κόσμου που αρνείται την προνομιακή μεταχείριση στους πρωταγωνιστές και στις πράξεις τους.
Φαινομενικά αχανές, με εσκεμμένα ανοιχτούς του αρμούς της αφήγησης, το πρώτο αυτό μυθιστόρημα του Μπέκετ ξεφεύγει από τα δεδομένα της απλής εξιστόρησης και, φυσικά, από τις παραδεδομένες κατευθύνσεις της πλοκής: εδώ ο Μέρφυ, που είναι ουσιαστικά το alter ego του συγγραφέα, αρέσκεται να επαναλαμβάνει τις ίδιες κινήσεις ‒καθισμένος σε μια κουνιστή πολυθρόνα και τρώγοντας τελετουργικά τα ίδια μπισκότα με πιπερόριζα‒, επιδιώκοντας ουσιαστικά, μέσα από μια τέτοια αποθέωση της ρουτίνας, την οριστική αποσύνδεσή του από την εξωτερική πραγματικότητα.
Πρωταρχικό αιτούμενο για τον Μπέκετ είναι, εν προκειμένω, ο σολιψισμός, με καταφανή επίδραση από τον Ντεκάρτ, αφού όλο το μυθιστόρημα αποκαλύπτει τα πρώτα στάδια των καρτεσιανών Στοχασμών. Αρχικά μέσα από τη σύγκρουσή του Μέρφυ με τον κόσμο, στη συνέχεια με την εξοικείωσή του με την τρέλα και κατόπιν με το στάδιο της φαινομενολογικής «εποχής», όπου υπάρχει απόλυτη άρνηση της σκέψης και του ανήκειν σε οποιαδήποτε μορφή πραγματικότητας.
Όπως και στον Μέρφυ, έτσι και στον Προυστ ‒γραμμένα αμφότερα τα πρώτα χρόνια της μακράς συγγραφικής σταδιοδρομίας του Σάμιουελ Μπέκετ, επιστέγασμα της οποίας ήταν το Νόμπελ‒, είναι σαφείς οι επιρροές από τα ατελείωτα φιλοσοφικά διαβάσματα, τη βαθιά γνώση της ποίησης, την οποία μετατρέπει διαρκώς σε αφορμή για έμμετρους πειραματισμούς, αλλά και από τις μοντερνιστικές τάσεις του, που ορίζονται με ενάργεια εξαρχής.
Από τον άδοξο έρωτα του για τη Σίλια, η οποία επέμενε ότι ο Μέρφυ έπρεπε να βρει μια δουλειά και να συμβιβαστεί, έως τις αποτυχημένες απόπειρές του να συνδεθεί με οποιαδήποτε κανονικότητα, τα πάντα μαρτυρούν τη μοναχική κατάβαση του πρωταγωνιστή σε ένα δικό του λίμπο. Τελικά, ύστερα από διάφορες περιπέτειες, ο ίδιος καταλήγει να εργάζεται ως νοσοκόμος στο Μέγαρο Μεταμέλειας της Μωρίας «Η Μαγδαληνή», υπό την εποπτεία των υπευθύνων Μπιμ και Μπομ ‒ ονόματα που μόνο το αποσυνάγωγο χιούμορ ενός καθαρόαιμου Ιρλανδού συγγραφέα θα μπορούσε να έχει επιλέξει.
Καρτεσιανός είναι και ο τρόπος που συνδέεται ο Μέρφυ με τους ασθενείς του φρενοκομείου, αφού, ουσιαστικά, μέσα από τους συντελεστές της καρτεσιανού τύπου εξίσωσης, ο Μπέκετ κωδικοποιεί μια παράδοξη αφηγηματική πλοκή. Ενίοτε, μάλιστα, ο τρόπος σύνδεσης μοιάζει με μια ιδανική παρτίδα σκάκι, όπου ο πρωταγωνιστής Α είναι ερωτευμένος με τη Β, ενώ η Β, με τη σειρά της, προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή του Γ, που ενδιαφέρεται για τη Γ.
Καταλυτικό ρόλο στην εξέλιξη της αφήγησης παίζει η παρτίδα σκάκι ανάμεσα στον Μέρφυ, ο οποίος έχει πάντα τα λευκά, και τον κύριο Ένδον, όνομα διόλου τυχαίο, που αντιστοιχεί στον κόσμο της εσωτερικότητας του σχιζοφρενούς, ο οποίος τελικά αποσύρεται. Και πάλι όμως, στην υπαρξιακή αυτή παρτίδα δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αφού υπερτερεί το απέραντο στωικό σύμπαν που αφομοιώνει τα πάντα: «Ο κύριος Μέρφυ είναι μια κουκκίδα στο αθέατο του κυρίου Ένδον».
Ο Μέρφυ πάντως, ως alter ego του Μπέκετ, «είχε ρίξει την ψήφο του», όπως ο ίδιος έλεγε, από νωρίς, διαχωρίζοντας τον εαυτό του από αυτόν τον κόσμο, αφού είχε τολμήσει πρώτα να αντικρίσει απευθείας τα είδωλα στο πλατωνικό σπήλαιο. Και αυτή η αλήθεια τον τύφλωσε, του στέρησε για πάντα τη δυνατότητα της ανθρώπινης ψευδαίσθησης.
Ως εκ τούτου, η πτώση του έπρεπε να είναι συντριπτική, ακριβώς γιατί οι «εύκολες» ανθρώπινες αρχές (της αγάπης, της φιλίας, της καλοσύνης) δεν φαίνονταν αρκετές για να εξηγήσουν το ανεξάντλητο ενδεχόμενο του σύμπαντος που ξεφεύγει από τις όποιες κατηγορίες.
Ούτε και ο υποτιθέμενος ανθρωπισμός, που τελικά οδήγησε σε ισάριθμους αδιέξοδους πολέμους, αρκούσε για να προσδώσει στο πρόσωπο όλα όσα είχε ανάγκη. Εξού και ο Μπέκετ είναι εξίσου δριμύς και κυνικός με την ευτέλεια του ρομαντικού έρωτα και με την εξύψωση του πατριωτισμού, αλλά και κάθε μορφής ιδανικού που είχε δει να συντρίβεται στον ανελέητο μηχανισμό της πραγματικότητας.
Απόδειξη ότι το τέλος του Μέρφυ είναι τόσο ισοπεδωτικό όσο και η ανθρώπινη υπόσταση: ο θάνατός του προκαλείται από το απλό άναμμα ενός κεριού και η τέφρα του καταλήγει στο πάτωμα μιας παμπ, μαζί με τα «γυαλιά, τα σπίρτα, τις ροχάλες, τα ξερατά». Όσο τραγικό και αν ακούγεται, το φαινομενικά αυτό άδοξο τέλος έχει τις κωμικές δόσεις που χρειάζεται η πραγματικότητα ως αντιστάθμισμα στην πραγματική οδύνη του οριστικού συμβάντος. Και κάπου εδώ υπεισέρχεται για τον Μπέκετ ο παράγοντας Προυστ.
Στον αντίποδα ενός ηθικοπλαστικού ανθρωπιστικού συστήματος, ο Προυστ, όπως τον έβλεπε ο Μπέκετ, διακήρυσσε από νωρίς τη δυσανεξία του στη μεσσιανική, ρομαντική νοσταλγία του υψηλού, εμμένοντας σε κάθε φευγαλέα λεπτομέρεια του φυσικού κόσμου με την ελπίδα ότι ο ειρωνικός αυτός τρόπος περιγραφής θα αναπληρώσει την απουσία πραγματικής υπόστασης ή την άγνοιά της. Μάλιστα, στη διαστροφική μανία και φαντασία του Προυστ μοναδικό ορίζοντα συνιστά η περιγραφή ενός κόσμου που δεν ανταποκρίνεται σε κανενός είδους αξιολόγηση ‒ είναι αξιολογικός από μόνος του.
Αυτόν ακριβώς τον τρόπο επαφής με τον κόσμο που αναδεικνύει έναν ιδιότυπο σολιψισμό, πέρα από τις όποιες αποχρώσεις του λόγου και τις ηθικές εκτιμήσεις, διακηρύσσει ο Σάμιουελ Μπέκετ στο ευφυέστατο δοκίμιό του Προυστ που μεταφράζει ιδανικά ο Θωμάς Συμεωνίδης, συνοδεύοντάς το, εκτός από έναν εκτεταμένο αριθμό υποσημειώσεων, και από ένα άκρως μπεκετικό επίμετρο.
Όπως και στον Μέρφυ, έτσι και στον Προυστ ‒γραμμένα αμφότερα τα πρώτα χρόνια της μακράς συγγραφικής σταδιοδρομίας του Σάμιουελ Μπέκετ, επιστέγασμα της οποίας ήταν το Νόμπελ‒, είναι σαφείς οι επιρροές από τα ατελείωτα φιλοσοφικά διαβάσματα, τη βαθιά γνώση της ποίησης, την οποία μετατρέπει διαρκώς σε αφορμή για έμμετρους πειραματισμούς, αλλά και από τις μοντερνιστικές τάσεις του, που ορίζονται με ενάργεια εξαρχής.
Σε αυτό το φιλοσοφικο-μαθηματικό σύμπλεγμα κυρίαρχος και πανταχού παρών είναι ο Δάντης, σε κάθε ιδιότυπη μετωνυμία, παρέκκλιση, μεταφορικό σχήμα. Ο Δάντης, τα αποσπάσματα από τη Βίβλο, ο μυστικισμός των Γνωστικών, το σύστημα του Τζορντάνο Μπρούνο, έρχονται να αναπληρώσουν τον χαμένο μυστικισμό και να προσδώσουν στον κόσμο έναν μαγικό και ανεξήγητο χαρακτήρα.
Γι’ αυτό και ο Μπέκετ προσπερνά τις όποιες εξηγήσεις του έργου του Προυστ και εμμένει στην παρόρμηση που διατρέχει τις περιγραφές του και στην αυτόματη ανάκληση της μνήμης, που δεν έχει αιτιακή εξήγηση, αλλά προκύπτει μέσα από άσχετα συμβάντα, αναπολώντας ολόκληρους κόσμους μέσα από μια μαντλέν που βυθίζεται σε ένα αφέψημα, τον ήχο ενός κουταλιού σε ένα πιάτο, τον θόρυβο ενός υδραγωγού (ο Μπέκετ κάπου κάνει λόγο για μια διαδικασία που μοιάζει με διανοητικοποιημένο ανιμισμό).
Υπάρχει, εν προκειμένω, μια αδιανόητη ενέργεια, έτοιμη να εκραγεί προς κάθε κατεύθυνση, που αναδεικνύει οτιδήποτε φευγαλέο, ασήμαντο και μοναδικό, στοιχεία που η επεξεργασμένη μνήμη και η διάνοια προτιμούν να απορρίπτουν.
«Στην πιο ασήμαντη εμπειρία έχει σχηματιστεί μια κρούστα από στοιχεία που λογικά δεν συνδέονται μαζί της και έχουν κατά συνέπεια απορριφθεί από τη διάνοιά μας!: είναι φυλακισμένη σε ένα βάζο γεμάτο με ένα ορισμένο άρωμα και ένα ορισμένο χρώμα και διαμορφωμένη σε μια ορισμένη θερμοκρασία. Αυτά τα βάζα είναι κρεμασμένα κατά μήκος του ύψους των χρόνων μας και, καθώς δεν είναι προσβάσιμα στη διανοητική μας μνήμη, είναι κατά κάποιον τρόπο άνοσα, η καθαρότητα του κλιματικού τους περιεχομένου είναι εγγυημένη από τη λήθη, το καθένα διατηρείται στην απόστασή του, στην ημερομηνία του» γράφει με ακρίβεια ο Μπέκετ.
Αυτά είναι που βοηθάει ο Προυστ να απελευθερωθούν με την αθέλητη μνήμη, κάνοντάς μας να αναπνεύσουμε «τον πραγματικό αέρα του Παραδείσου, του μοναδικού Παραδείσου που δεν είναι το όνειρο ενός τρελού, του Παραδείσου που έχει χαθεί». Μόνο που στον πιο κρυφό προθάλαμο αυτού του παραδείσιου σύμπαντος παραμονεύουν οι παράξενοι ένοικοι ενός καλοστημένου αρχιτεκτονήματος χωρίς υψηλότερο δώμα ή κατώτερη υποστάθμη ‒ τους οποίους ο Μπέκετ ανέδειξε σε μοναδικούς αντι-ήρωες, μοναχικούς, αλλόκοτους, απροσδόκητους, που διαμένουν πάντοτε στο ενδιάμεσο, δηλαδή ακριβώς εκεί όπου φωλιάζει η ίδια η ζωή.