Μπαίνοντας στο ΣΚΡΙΠ, το πρώτο πράγμα που σου κάνει εντύπωση είναι πόσο πολλά βιβλία μπορούν να χωρέσουν σε τόσο μικρό χώρο. Στο βιβλιοπωλείο που μόλις άνοιξαν στη Δημοτική Αγορά της Κυψέλης οι εκδόσεις Άγρα και οι εκδόσεις Αντίποδες, την πρώτη μέρα λειτουργίας του μπορούσε να βρει κανείς 2.500 βιβλία, ενώ ο χώρος μπορεί να φιλοξενήσει περισσότερα από 3.500!
Στο μικροσκοπικό μαγαζί που σε μεταφέρει σε άλλη εποχή με την ταμπέλα του ‒το γραφιστικό του ΣΚΡΙΠ παραπέμπει σε χρόνια που το βιβλίο ήταν το βασικό μέσο για να ταξιδέψεις με το μυαλό σου, να διευρύνεις τους πνευματικούς σου ορίζοντες και να προβληματιστείς, ρομαντικές εποχές που οι millennials βλέπουν με μια δόση νοσταλγίας‒ η ατμόσφαιρα είναι το ίδιο φιλική με όλων των μικρών βιβλιοπωλείων που γίνονται στέκια και όπου σε ξέρουν με το μικρό σου όνομα.
Είναι ένας χώρος που σε προδιαθέτει να αναζητήσεις ένα βιβλίο, ακόμα κι αν δεν ψάχνεις κάποιο συγκεκριμένο. Αυτό ακριβώς που έκανε κάποιος όση ώρα ήμασταν στο μαγαζί: μπήκε και ζήτησε «ένα βιβλίο για το αεροπλάνο», επειδή πήγαινε ταξίδι ‒ το δεύτερο πράγμα που μας εντυπωσίασε όσο ήμασταν εκεί.
«Ο περιορισμός του μικρού χώρου μπορεί να αποδειχθεί ευεργετικός, αφού επιβάλλει κριτήρια στο τι θα περιέχει το βιβλιοπωλείο. Και αυτό το κάνει ο βιβλιοπώλης ως αναγνώστης και όχι ως έμπορος, ως άνθρωπος με μια συγκεκριμένη λογική και μια συγκροτημένη προσέγγιση για το τι είναι το βιβλίο».
Και η αλήθεια είναι ότι είναι αδύνατο να μπεις στο βιβλιοπωλείο και να μη βρεις κάτι που σε ενδιαφέρει. Ο Κώστας Σπαθαράκης, ο εκδότης των Αντιπόδων και ένας εκ των δύο ιδιοκτητών του ΣΚΡΙΠ, μας είπε δυο λόγια για το νέο βιβλιοπωλείο σε μια περιοχή που υφίσταται ήδη τις επιπτώσεις του gentrification.
— Τι κάνει ένα μικρό βιβλιοπωλείο ελκυστικό;
Πέρα από την πληρότητα και τη διάταξη των βιβλίων, όπως και την αισθητική του χώρου, που έχουν ασφαλώς τεράστια σημασία, το πιο σημαντικό είναι ο βιβλιοπώλης. Γύρω από αυτόν και μόνο μπορεί να συγκροτηθεί μια αναγνωστική κοινότητα, ένα σύμπαν όπου οι άνθρωποι συζητούν, προτείνουν, ανταλλάζουν εντυπώσεις. Ο περιορισμός του μικρού χώρου μπορεί να αποδειχθεί ευεργετικός, αφού επιβάλλει κριτήρια στο τι θα περιέχει το βιβλιοπωλείο. Και αυτό το κάνει ο βιβλιοπώλης ως αναγνώστης και όχι ως έμπορος, ως άνθρωπος με μια συγκεκριμένη λογική και μια συγκροτημένη προσέγγιση για το τι είναι το βιβλίο. Έτσι, πολλές φορές, ακόμα και μικροσκοπικοί χώροι, ακτινοβολούν.
— Γιατί είχατε την ανάγκη να ανοίξετε δικό σας βιβλιοπωλείο; Ποιος ήταν ο στόχος σας;
Ανάγκη δεν υπάρχει για τίποτα – ειδικά για οτιδήποτε μας απομακρύνει από τη βασική μας δουλειά που είναι να βγάζουμε βιβλία. Υπάρχει όμως η χαρά της παρέας, η αίσθηση ενός κοινού διαβήματος σε έναν χώρο που είναι συχνά ανταγωνιστικός και άφιλος, και φυσικά, για τους Αντίποδες, η τιμή να συνυπάρχουν τα βιβλία μας με τα βιβλία της Άγρας. Ο στόχος είναι να αναδείξουμε την εκδοτική δουλειά και των δύο με όσο το δυνατό μεγαλύτερη πληρότητα –πράγμα που δεν μπορεί να γίνει σε ένα γενικό βιβλιοπωλείο–, να παίξουμε με τις αναπάντεχες συγκλίσεις, να τις συζητήσουμε με το αναγνωστικό κοινό σε έναν χώρο όμορφο, ήρεμο και δικό μας.
— Είναι καλή εποχή για να ανοίξεις ένα μικρό βιβλιοπωλείο όταν τα έξοδα για να συντηρήσεις ένα μαγαζί μεγαλώνουν συνεχώς; Και όταν αυξάνονται οι διαδικτυακές πωλήσεις βιβλίων;
Όπως συμβαίνει με όλα τα πράγματα, θα το δούμε στην πορεία. Μπορεί να μην είναι καλή η εποχή ή, αντίθετα, να αποδειχθεί ότι ήταν μια πολύ σωστή κίνηση, γιατί κάλυπτε μια ανάγκη δική μας ή του κοινού. Το διαδίκτυο ασφαλώς προσφέρει την άνεση του εύκολου εντοπισμού και της γρήγορης αγοράς, αλλά δεν υποκαθιστά την ισορροπημένη και δομημένη παρουσίαση των βιβλίων στον πάγκο και στα ράφια του βιβλιοπωλείου. Στο κάτω κάτω, ποιος αγοράζει ένα βιβλίο χωρίς να το ξεφυλλίσει, να το αγγίξει και να το μυρίσει;
— Και γιατί στην Αγορά της Κυψέλης;
Η Δημοτική Αγορά, παρά τις μεταλλάξεις της, παραμένει ένας χώρος δημόσιος και προσβάσιμος, φιλόξενος και ανοιχτός. Είναι επίσης ένα πολύ όμορφο κτίριο σε μια πολύ ωραία γειτονιά της Αθήνας, η οποία υφίσταται την επέλαση του εξευγενισμού. Έχει θέση το βιβλίο μέσα σε αυτό το σύμπαν; Δεν είναι βέβαιο, αλλά είναι κάτι που αξίζει να το παλέψουμε.
— Διαβάζουν οι νέοι άνθρωποι;
Κατεξοχήν! Μπορεί να μη διαβάζουν αποκλειστικά βιβλία ή εφημερίδες, αλλά είναι σαφές ότι διαβάζουν όλη μέρα κάτι. Το βιβλίο δεν έχει πια το κύρος που είχε πριν από σαράντα ή πενήντα χρόνια ως μοναδικό μέσο απόκτησης γνώσης και επαφής με την κουλτούρα και την επιστήμη, ωστόσο διατηρεί την αίγλη και τη σημασία του. Μάλιστα θεωρούμε πως τα τελευταία χρόνια η θέση του ως πολιτιστικού αντικειμένου έχει ισχυροποιηθεί πολύ, εξού και η έμφαση στην αισθητική του βιβλίου, στις καλές μεταφράσεις και στην εκδοτική λογική.
— Έχουν καταφέρει τα ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία να διαμορφώσουν το αναγνωστικό κοινό;
Τα χρόνια μετά την κρίση, που έφεραν και το κλείσιμο πολλών παραδοσιακών βιβλιοπωλείων στην Αθήνα και στην επαρχία, πολλά βιβλιοπωλεία κατάφεραν να φτιάξουν, με πολύ κόπο ασφαλώς, αναγνωστικές κοινότητες, χώρους συζήτησης και εν τέλει ένα κοινό που αγαπάει αληθινά το βιβλίο, είναι έτοιμο για έκκεντρες επιλογές και αναζητά κάτι πέρα από την επικαιρότητα της βιβλιοπαραγωγής. Σε τέτοιους χώρους οι αναγνώστες ψάχνουν και βρίσκουν παλιότερα βιβλία που ο βιβλιοπώλης τα θεωρεί σημαντικά, έργα που πέρασαν απαρατήρητα, αλλά είναι σπουδαία, κείμενα που δεν έχασαν ποτέ ή ανακτούν αναπάντεχα την επικαιρότητά τους.
— Πριν από μερικές μέρες μίλαγα με έναν εκδότη που δραστηριοποιείται στην Αμερική και μου έλεγε πως, παρότι τα νούμερα δείχνουν ότι οι πωλήσεις βιβλίων αυξάνονται, η θεωρία του είναι ότι οι αναγνώστες όλο και μειώνονται γιατί το βιβλίο είναι πλέον αντικείμενο που το αγοράζουν για διάφορους λόγους∙ ελάχιστοι είναι αυτοί που διαβάζουν τα βιβλία που αγοράζουν τελικά. Στην Ελλάδα πιστεύετε ότι συμβαίνει το ίδιο;
Ίσως μοιάζει υπερβολικά απαισιόδοξη η άποψη του Αμερικανού φίλου. Κάθε αναγνώστης, όχι μόνο σήμερα, αγοράζει βιβλία που τελικά δεν διαβάζει, έχει ενοχές, μετανιώνει για τις επιλογές του, επιστρέφει σ’ αυτές χρόνια αργότερα. Υπάρχει όντως μια αλλαγή στη δομή και τη λογική της ανάγνωσης, και αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την πιο εύκολη εγκατάλειψη ενός βιβλίου, το διάβασμα εν μέσω περισπασμών και ένα σωρό άλλα πράγματα που δεν είναι της παρούσης. Σε κάθε περίπτωση, δύσκολα φαντάζεται κανείς ανθρώπους που γεμίζουν τις βιβλιοθήκες τους μόνο από ματαιοδοξία, και στην Ελλάδα των τόσο χαμηλών εισοδημάτων οι περισσότεροι άνθρωποι μάλλον επιλέγουν να αγοράζουν βιβλία που θέλουν να διαβάσουν.
— Ποιο είναι το αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας αυτήν τη στιγμή; Υπάρχει ένα προφίλ αναγνώστη, τουλάχιστον για τα βιβλία που εκδίδετε;
Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με δυο λόγια αυτή η ερώτηση, πολύ περισσότερο καθώς έχουμε πολύ ελλιπή στοιχεία για την αναγνωστική συμπεριφορά. Είναι βέβαιο, και το έδειξαν και οι πρόσφατες έρευνες, ότι έχουμε πολύ βαθιές ανισότητες και στον χώρο της ανάγνωσης, οι οποίες βέβαια αντανακλούν κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Αυτό που βλέπει κανείς, πάντως, εμπειρικά είναι ότι τα βιβλία που εκδίδουμε, και η Άγρα και οι Αντίποδες, έχουν κοινό το οποίο είναι εντελώς ετερόκλητο και μεικτό, και αυτό ακριβώς θεωρούμε ότι θα κάνει και το ΣΚΡΙΠ ένα ενδιαφέρον και ζωντανό μέρος.
ΣΚΡΙΠ, Δημοτική Αγορά Κυψέλης