Το τελευταίο μυθιστόρημα του Σωτήρη Δημητρίου, το οποίο αφηγείται διαμέσου αυτού στο τοπικό ιδίωμα η Αλέξω, μια σχεδόν αιωνόβια Ηπειρώτισσα που δεν είναι παρά η ίδια η μητέρα του, η οποία, παρότι ουσιαστικά αμόρφωτη, διαθέτει ένα σπάνιο γλωσσικό χάρισμα, επιβεβαιώνει ότι δικαίως θεωρείται ένας από τους κορυφαίους σύγχρονους λογοτέχνες μας. Ένα μυθιστόρημα που στέκει μετέωρο μεταξύ του πραγματικού και του φανταστικού, μην αποφασίζοντας πού να καταλήξει αλλά και μη βλέποντας τον λόγο γι’ αυτό, που ανακαλεί ήθη, έθιμα, παραδόσεις, ιστορίες και μνήμες προσωπικές και συλλογικές, που άλλοτε κλείνει πληγές κι άλλοτε πάλι τις ξύνει μήπως και γιάνουν καλύτερα, θέτοντας ταυτόχρονα με τρόπο διακριτικό μια σειρά ερωτήματα που αφορούν, εν τέλει, την ίδια την ύπαρξη και την αυτοσυνείδησή μας. Το πετυχαίνει δε αυτό χωρίς να διαθέτει, τουλάχιστον επιφανειακά, τίποτα το «μοντέρνο» στη γραφή ή τις αναφορές του, ούτε εκβιάζοντας κάποιο συναίσθημα ή συμπέρασμα.
Ο 67χρονος σήμερα βραβευμένος λογοτέχνης ζει και κινείται μεταξύ Ηγουμενίτσας και Αθήνας. Συναντηθήκαμε κάπου στο Σύνταγμα σε μια πρόσφατη κάθοδό του στην πρωτεύουσα και με αφορμή τον Ουρανό του και σύμμαχο το αττικό φως περιπλανηθήκαμε στη λογοτεχνία που για εκείνον αποτέλεσε, καθώς λέει, «άλλοθι ζωής», στην Ιστορία, στη γλώσσα, στη λαϊκή κουλτούρα και παράδοση με όλα τα καλά και τα κακά τους κληροδοτήματα, αλλά και στη σύγχρονη νεοελληνική πραγματικότητα. Στον πλούτο και τη μαγεία μιας «χειρόλατης και ποδήλατης» ζωής, όπως ήταν εκείνη των παππούδων και των γιαγιάδων μας, παρ’ όλες τις στερήσεις και τις καταπιέσεις της, στη σχετικότητα του χώρου και του χρόνου όχι ως αξίωμα της Φυσικής αλλά ως βίωμα, στην αξία των νιάτων, των παθών, της απόκλισης και της ζωής στο «εδώ και τώρα», προτού καταλήξει έρμαιο ματαιόδοξων πλάνων και ρουτίνα αποκαρδιωτική.
Η μεταφυσική από τον ουρανό και η δεισιδαιμονία από το περιβάλλον μπόλιαζαν τη ζωή με μια μαγικότητα. Δηλαδή οι άνθρωποι, ενώ εξωτερικά ήταν πολύ φτωχή η ζωή τους, βίωναν έναν πλούτο ταραχής εσωτερικής, ένα γλυκό μυστήριο. Σε τι, αλήθεια, μας ωφέλησε ο ορθολογισμός; Στέγνωσε η ψυχή. Εντάξει, προχώρησε η επιστήμη, ψυχικά όμως δεν νομίζω ότι είμαστε σε καλύτερη μοίρα από τον χωριάτη των παλιών καιρών.
— Μου λέγατε στον δρόμο ότι έχετε πάντα μια αμηχανία πριν από τις συνεντεύξεις, αν και δεν έχετε δώσει λίγες. Αισθάνεστε το ίδιο αμήχανα και στις παρουσιάσεις των βιβλίων σας;
Προφανώς είναι κι αυτή μια έκθεση. Είναι δύο οι δυνάμεις που έλκουν τους καλλιτέχνες και εν γένει τους ανθρώπους των γραμμάτων, η πασαρέλα και το σκοτάδι, η λήθη. Κονταροχτυπιούνται.
— Παλιότερα θεωρούνταν ότι ένας άνθρωπος του λόγου, ακόμα και επώνυμος, επιτελούσε μια μοναχική στην ουσία ασχολία, σήμερα όμως αντιμετωπίζεται ως δημόσιο πρόσωπο, περιμένουν από αυτόν να βγαίνει τακτικά στα μέσα, να συμμετέχει στον δημόσιο διάλογο, να παίρνει θέσεις κ.λπ.
Αυτό το «μπουμ» της εκθέσεως συνέβη μετά τη δεκαετία του ’60, μάλλον από τους εκδοτικούς οίκους και τις εφημερίδες. Υπήρχε μέχρι τότε «αυτί» βιβλίου με φωτογραφία π.χ. του Καρκαβίτσα ή του Βενέζη; Δεν είχαν καν το βιογραφικό των συγγραφέων. Η παρουσία τους στις εφημερίδες ή το ραδιόφωνο ήταν σπανιότατη, δεν γίνονταν καν παρουσιάσεις βιβλίων. Με αυτά ασχολούνταν οι κριτικοί και τα λογοτεχνικά περιοδικά.
— Δεν υπήρχαν λογοτεχνικές στήλες στις εφημερίδες και τα περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας;
Υπήρχε μόνο κριτική, η οποία ήταν κιόλας αδυσώπητη και σκληρή. Σήμερα υπάρχει μια διάχυσις, με τα καλά και τα κακά της.
— Επικρατεί, βέβαια, πλέον και εκδοτικός οργασμός.
Φυσικά. Παλιότερα ήταν μετρημένα τα βιβλία που έβγαιναν. Κάτι έγινε έπειτα, μια έκρηξη τεράστια. Ποιος ξέρει τι συμβαίνει με τις ψυχές των ανθρώπων! Δικαιώνονται οι άνθρωποι μέσα από ένα βιβλίο, όποιο κι αν είναι; Μπορεί, μπορεί να κάνει καλό στην ψυχή τους.
— Διαβάζει περισσότερο ο κόσμος σήμερα; Αν «οι Έλληνες δεν διαβάζουν», πώς εξηγείται αυτή η έκρηξη;
Ποιος να ξέρει; Ποιος μπήκε στο σπίτι του καθένα; Πάντως η εκδότρια του Εξάντα Μάγδα Κοτζιά είχε πει προ κρίσεως ότι στην Ελλάδα το αναγνωστικό κοινό είναι τέσσερις χιλιάδες άνθρωποι.
— Πιστεύετε κι εσείς ότι είναι τόσο λίγοι;
Όχι, απλώς δεν είναι πολλοί οι συστηματικοί αναγνώστες. Οι περισσότεροι διαβάζουν διάσπαρτα. Αυτά δεν τα ξέρει κανείς. Πάντως, υπάρχει πάντα μια αμηχανία, παρότι «αγαθόν το εξομολογείσθαι», για να θυμηθούμε τον Τσαρούχη. Κάθε φορά που εγώ τουλάχιστον δίνω μια συνέντευξη, μετά υπάρχει μια μορφή όχι λυτρώσεως, αλίμονο, αν ήταν έτσι θα παίρναμε συνεντεύξεις ο ένας από τον άλλον για να λυτρωθούμε, αλλά, να, νιώθεις μια εξάχνωση, μια ελαφράδα.
— Σας δυσκόλεψε πράγματι το τελευταίο σας διήγημα;
Πολύ, βασικά λόγω της ιδιωματικής του γλώσσας, κι ας είχα τέτοια ακούσματα. Ήταν πολύ δυσκολότερο από άλλα διηγήματα που έχω γράψει στη νέα ελληνική. Αυτός ο δημώδης τρόπος της γλώσσας που δεν ομιλείται σήμερα, πλην όμως είναι η βάση της νεοελληνικής, είναι πολύ απαιτητικός, καθότι ζυμωμένος μέσα στους αιώνες από μυριάδες ανθρώπους, οπότε είναι ένα γλωσσικό απόσταγμα το οποίο έχει τρομερή ακουστική και ηχητική αισθητική.
— Μιλάει πολύ με εικόνες αυτή η γραφή.
Ναι, είναι εικονοφόρος. Και ενώ φαίνεται ότι από άνθρωπο σε άνθρωπο και από χωριό σε χωριό ήταν μεγάλες οι διαφορές, εντούτοις έχει δομηθεί πάνω σε μια κοινή πλατφόρμα, έτσι που η παραμικρή λάθος λέξη ή τοποθέτηση σε ρίχνει στον γκρεμό του κακού ήχου και της αντιαισθητικότητας. Θέλει τρομερό σεβασμό. Φανταστείτε τις λέξεις αυτές σαν τα γλειμμένα βότσαλα της ακροποταμιάς. Επειδή όμως είναι τελειωμένη γλώσσα, είναι τεράστια η δυσκολία προσέγγισής της. Ενώ η καθομιλούμενη νεοελληνική είναι εν τω γίγνεσθαι, δεν έχει τελειωθεί.
— Εντυπωσιάζει, πάντως, το ότι ενώ ζούσατε στην επαρχία και δεν είχατε γονείς μορφωμένους ή κάποιες ιδιαίτερες σπουδές, αποκτήσατε ένα τόσο πλούσιο λεξιλόγιο.
Είναι ανεξήγητο. Θυμάμαι μάλιστα ότι από μικρό παιδί τα αδέλφια μου και ο περίγυρός μου αντιμετώπιζαν τη γλωσσική μου ιδιαιτερότητα μεταξύ κοροϊδίας και θαυμασμού. Τους έλεγα κι εγώ κάτι ελληνικούρες…
— Τις οποίες πού τις βρίσκατε;
Απλώς άρχιζα να μιλάω και έλεγα διάφορα στην απλή καθαρεύουσα. Μυστήριο πού τα έβρισκα, προφανώς κάπου τα άκουγα. Τα αδέλφια μου το αποδίδουν στη μητέρα μας, που είναι και η κεντρική ηρωίδα του βιβλίου και αποτελεί όντως μια γλωσσική μήτρα εκθαμβωτικής παραγωγής.
— Ναι, λέγατε ότι έχει ένα ιδιαίτερο ταλέντο στον λόγο.
Ναι, παρότι αμόρφωτη γυναίκα, με μια-δύο τάξεις... Προφανώς όμως η γλώσσα δεν έχει να κάνει με εγκύκλια μόρφωση. Τη ρίζα, τώρα, πώς να τη γνέψεις; Σε όλα τα μεγάλα της ζωής, όπως είναι η ψυχή, η γλώσσα, η διάνοια, όσο βαθιά και να μπεις στην αναζήτηση αιτίων, συναντάς ένα χάος. Είναι ανεξήγητα, και θα παραμείνουν. Πάντως, αγάπη πρωτογενής για τις λέξεις υπήρχε, και μάλιστα χάρη σε αυτές έβγαλα το γυμνάσιο, διότι κατά τα άλλα ήμουν πολύ αδιάφορος, με το ίδιο τετράδιο πήγαινα όλο τον χρόνο. Έγραφα όμως τουλάχιστον «καλές» εκθέσεις και η εκάστοτε φιλόλογος πάντα μεσολαβούσε στους άλλους καθηγητές, λέγοντας «περάστε το αυτό το παιδάκι!».
— Σε μια συνέντευξή σας είχατε πει ότι την ντοπιολαλιά την κράτησαν ζωντανή οι γυναίκες, καθώς οι άνδρες φεύγανε μετανάστες. Μήπως η συντήρηση της γλώσσας, μαζί με την οργάνωση των νοικοκυριών και των κοινοτήτων από γυναίκες, αποτέλεσε μια πρόσκαιρη «επιστροφή» στη μητριαρχία;
Ωραία παρατήρηση, πράγματι έτσι ήταν. Οι γυναίκες με τα χέρια τους έκαναν όλη τη βιοτή, από τα ψωμιά μέχρι τα ρούχα τους. Διέθεταν δεξιότητες απίστευτες σε πολλά πεδία, καθώς το έτοιμο δεν υπήρχε, δεξιότητες οι οποίες θέλανε πλάσιμο νέων φράσεων και μάλιστα ευρηματικών για να απεικονιστούν, διότι ήταν μέσα στη φύση και έπρεπε να ανταποδώσουν ως αντίδωρο τον δικό τους φυσικό γλωσσικό τρόπο, που όφειλε να είναι επίσης όμορφος. Νέες φράσεις, νέες δεξιότητες, ήταν ένα συνεχές αλισβερίσι. Οι δεξιότητες είναι σώμα και γι’ αυτό έχει μια απτότητα αυτή η γλώσσα, ήταν σχεδόν σωματική και είχε μια ταπεινή πίστη προς τα ουράνια, περιχυμένη με αυτό το φως που της έδινε μια αύρα θαλπωρής, μια ποιητικότητα μυστήρια. Και από την άλλη, στα ισκιώματα γύρω από το χωριό κατοικούσαν μάγισσες, βρικολάκοι, ξωτικά, όλες αυτές οι προλήψεις, οι δεισιδαιμονίες.
— Θυμάμαι μικρός, που η γιαγιά μου, όταν πηγαίναμε στο χωριό, με έλεγε «νέραϊδο», επειδή ήμουν άτακτος.
Σας πηγαίνει το «νέραϊδος», ωραία η γιαγιά, βρήκε έναν πολύ έξυπνο τρόπο να μην πει τη λέξη «άτακτος»! Οπότε, ναι, η μεταφυσική από τον ουρανό και η δεισιδαιμονία από το περιβάλλον μπόλιαζαν τη ζωή με μια μαγικότητα. Δηλαδή οι άνθρωποι, ενώ εξωτερικά ήταν πολύ φτωχή η ζωή τους, βίωναν έναν πλούτο ταραχής εσωτερικής, ένα γλυκό μυστήριο. Έλεγε, ας πούμε, η μία γυναίκα στην άλλη ότι είδε στην τάδε σκιά τον δείνα πειρασμό και της είπε αυτά ή ότι είδε σε όνειρο τον Άο-Γιώργη να της λέει «φτιάξε τη σκεπή, θα μπει βροχή». Και την πίστευαν άπαντες σαν μικρά παιδιά! Φανταστείτε ότι αυτό το πράγμα πλουταίνει, υψώνει και γεμίζει την ψυχή με μια ποιητική υγρασία. Σε τι, αλήθεια, μας ωφέλησε ο ορθολογισμός; Στέγνωσε η ψυχή. Εντάξει, προχώρησε η επιστήμη, ψυχικά όμως δεν νομίζω ότι είμαστε σε καλύτερη μοίρα από τον χωριάτη των παλιών καιρών.
— Κάτι που συνέβαινε παλιότερα στην επαρχία και ακόμα και στις πόλεις είναι ότι επιδίωκαν την αυτάρκεια, η δε ανακύκλωση ήταν κανόνας, δεν πετούσαν τίποτε, ούτε αγόραζαν κάτι που οι ίδιοι μπορούσαν να φτιάξουν. Το DIY που σήμερα παρουσιάζεται ως κάτι πολύ προχωρημένο το εφάρμοζαν στην πράξη.
Ακριβώς. Και τα σπίτια τους ήταν κι αυτά άκρως ταπεινά και ενσωματωμένα στη φύση, «σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς» λέγανε. Και ήταν μεν ταπεινή εξωτερικά και η ζωή, όμως υποθέτω ότι εφόσον είχαν τον ουρανό, τον «μαγικό» περίγυρο και τις δεισιδαιμονίες, είχαν και μια τρομερή εσωτερική γλυκιά ταραχή. Ζούσαν δηλαδή μαγευτικά, το τώρα γι’ αυτούς, η κάθε στιγμή ήταν πολύ μεγεθυσμένη, η μια τους μέρα ήταν ένας μήνας.
— Ήταν και οι αποστάσεις διαφορετικές. Η γιαγιά μου στα νιάτα της για να κατέβει από το χωριό στην πόλη ήθελε εξίμισι ώρες με το γαϊδούρι.
Φανταστείτε πόσες διασταυρώσεις και εμπειρίες ζωής αποκόμιζε αυτές τις εξίμισι ώρες! Τώρα πάμε αεροπορικώς στην Αμερική, γυρνάμε μετά από είκοσι μέρες και δεν έχουμε την ανάγκη να διηγηθούμε ταξιδιωτικές εμπειρίες διότι δεν είδαμε κάτι πολύ διαφορετικό. Τότε πήγαινε μέχρι το αμπέλι η θεία ή η γιαγιά και γυρνώντας είχε ένα σωρό πράγματα να διηγηθεί. Υπήρχε πλούτος γιατί η ζωή ήταν χειρόλατη και ποδήλατη.
— Μιλάμε νοσταλγικά για εκείνες τις εποχές, υπήρχαν όμως και οι σκοτεινές πλευρές τους. Δεν ήταν εύκολο να διαφέρεις, να πηγαίνεις κόντρα στον κανόνα. Για τις γυναίκες ήταν επίσης δύσκολα.
Κοιτάξτε, συχνά η μάνα μου, όταν μου διηγούνταν πράγματα και καταστάσεις που δεν έχω ζήσει και τα εξιδανικεύω καμιά φορά, μου έλεγε «να μην έρθουν πίσω αυτά τα χρόνια». Τις γυναίκες, ιδίως, τις θυμάμαι σε κάτι παλιές φωτογραφίες κακοντυμένες, αδύνατες, άσχημες από τις κακουχίες και την καταπίεση. Προφανώς δεν έκαναν καλή ζωή, όχι μόνο οι γυναίκες, όλοι τότε. Ούτε η διαφορετικότητα ήταν ανεκτή, η ζωή ήταν μια μορφή τελετουργίας και δεν μπορούσες να πας πέρα από αυτή. Σήμερα, βέβαια, φτάσαμε στον αντίποδα, να μιλάμε μόνο για ελευθερίες. Αναρωτιέμαι αν μπορεί να βρεθεί μια μέση οδός μεταξύ τελετουργίας και ελευθερίας. Δύσκολο. Ή, όπως θα έλεγε και η Αλέξω, «για όλα τα ανθρώπινα τώρα που συζητάμε... ο άνθρωπος δεν έχει αφαλό», δηλαδή δεν έχει κέντρο, δεν έχει ευχαριστημό. Ό,τι και να του τύχει θα θέλει κάτι άλλο.
— Εκδηλώθηκε μετά την κρίση του ’08 κυρίως μια τάση μετακίνησης στην επαρχία, πράγμα που βέβαια στην πράξη δεν είναι εύκολο, ακόμα κι αν έχεις μεγαλώσει εκεί.
Αυτές οι δραστικές αλλαγές είναι πολύ δύσκολες, η συνήθεια είναι δεύτερη φύση. Έπειτα, οι κοινωνίες στην επαρχία είναι πολύ σκληρές, λίγο αν το κουμπί της ζακέτας σου είναι στραβό, αμέσως σ’ το επισημαίνουν.
— Κάτι άλλο ενδιαφέρον με το βιβλίο είναι ότι διαδραματίζεται σε μια πολυτάραχη μεθοριακή περιοχή που γνώρισε πολέμους, Εμφύλιο, μετανάστευση εξωτερική κι εσωτερική. Γίνονται επίσης αναφορές στη δράση των Τσάμηδων στην Κατοχή –θα ξέρετε ότι οι απόγονοί τους υποστηρίζουν ότι άδικα διώχθηκαν στο τέλος του πολέμου– αλλά και των ανταρτών.
Στην Ήπειρο και κυρίως στη Θεσπρωτία οι Τσάμηδες ασκούσαν τρομοκρατία και σε αυτό όλοι οι χριστιανοί ντόπιοι ήταν απόλυτοι, κατηγορηματικοί. Επρόκειτο για μουσουλμάνους Αλβανούς –«Τούρκους» τους αποκαλούσαν‒ που εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή πληθυσμών του ’22. Αυτοί, λοιπόν, συνέχισαν να διαφεντεύουν τον τόπο και πράγματι στον πόλεμο πολλοί συνεργάστηκαν με τους κατακτητές. Έκαναν τέρατα στην Παραμυθιά, τον κάμπο του Φαναρίου και αλλού, έκαψαν χωριά, λεηλάτησαν, διέπραξαν δολοφονίες. Στο χωριό μου μόνο είχαν σκοτώσει πέντε-έξι άτομα. Οι αρχηγοί τους δικάστηκαν μεταπολεμικά από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων ερήμην, γιατί είχαν διαφύγει ήδη στην Αλβανία. Χίλια εννιακόσια άτομα είχαν καταδικαστεί, αλλά, όχι, δεν τους έδιωξε ο Ζέρβας, έφυγαν μόνοι τους, φοβούμενοι αντίποινα. Εγκλήματα έπειτα κατά αμάχων έκαναν στον Εμφύλιο και οι αντάρτες, αυτά είναι γνωστά πράγματα.
Τώρα πάμε αεροπορικώς στην Αμερική, γυρνάμε μετά από είκοσι μέρες και δεν έχουμε την ανάγκη να διηγηθούμε ταξιδιωτικές εμπειρίες διότι δεν είδαμε κάτι πολύ διαφορετικό. Τότε πήγαινε μέχρι το αμπέλι η θεία ή η γιαγιά και γυρνώντας είχε ένα σωρό πράγματα να διηγηθεί. Υπήρχε πλούτος γιατί η ζωή ήταν χειρόλατη και ποδήλατη.
— Τη μαζική εισροή Αλβανών μεταναστών μετά το ’91 που αποτυπώνεται και στο διήγημά σας «Στο Χιόνι», που έγινε και ταινία, οι Ηπειρώτες πώς την αντιμετώπισαν;
Αρχικά η υποδοχή ήταν πολύ εγκάρδια. Σε όλα τα χωριά βάζανε καζάνια για να τους ταΐσουν, βγάζανε ρούχα από τα μπαούλα να τους ντύσουν, ανάμεσά τους άλλωστε ήταν και συγγενικός κόσμος. Οι άνθρωποι δεν στράφηκε εναντίον τους στα σύνορα αλλά στα αστικά κέντρα, που δεν είχαν εγγύτητα και δεν τους ήξεραν.
— Η ιδιωματική γλώσσα που χρησιμοποιείτε στην αφήγηση παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, πόσο όμως θα προσέλκυε ένα τέτοιο ανάγνωσμα ένα νέο παιδί που δεν έχει καθόλου τέτοιες μνήμες ή αναφορές;
Όταν γράφω, δεν σκέφτομαι καθόλου ποιος θα με διαβάσει και ποιος όχι. Όμως ναι, απ’ όσα ακούω μπορεί άνετα και ένας νέος να παρακολουθήσει το βιβλίο, ίσως επειδή μια γλώσσα που μιλιόταν επί αιώνες δεν μπορεί να μην άφησε κάποια ίχνη. Έπειτα δεν νομίζω ότι αλλάζουν δραστικά οι θεματικές από γενιά σε γενιά. Κουβαλάμε όλοι μέσα μας και περασμένα πράγματα.
— Κάτι άλλο πολύ ενδιαφέρον που είχατε πει κάποια στιγμή είναι ότι ο καλός συγγραφέας σκάβει όχι εκτατικά αλλά εντατικά και σε βάθος στο ίδιο μικρό κομμάτι γης – κάτι ανάλογο έλεγε ένας μεγάλος Ιάπωνας δάσκαλος πολεμικών τεχνών, αναφερόμενος στον καλό μαθητή.
Σοβαρά; Να λοιπόν που αντάμωσαν δυο τέχνες! Κοιτάξτε, νομίζω ότι όλοι οι συγγραφείς έχουν εμμονές και βάσει αυτών «σκάβουν». Η δική μου, ας πούμε, είναι το ανθρώπινο πρόσωπο, ένα σύμπαν ανεξερεύνητο από μόνο του. Δεν υπάρχει λόγος να σκάψω και παραπέρα, να ανοίξω νέα μέτωπα.
— Όταν λέτε «Ουρανός απ’ άλλους τόπους», πώς εννοείτε αυτόν τον ουρανό;
Εννοώ τον ουρανό μιας νοσταλγίας για κάτι εντός εισαγωγικών αθώο και ανεπιστρεπτί χαμένο. Με τα καλά του και τα κακά του, όπως είπαμε, αλλά κατά βάση τα πρώτα, διότι δεν έκαναν πλάνα, τους καθοδηγούσε το μεροδούλι-μεροφάι. Είχαν το αλεύρι του μήνα; Ήταν ευτυχισμένοι! Σήμερα όλοι κάνουμε πλάνα, μικροί-μεγάλοι, ο χρόνος δεν μας φτάνει για τίποτα και όταν κατορθώσουμε να εκπληρώσουμε κάτι, δεν νιώθουμε καμιά απόλαυση. Και ξαφνικά φτάνουμε σε μια στιγμή που λέμε, «πότε στο διάολο πέρασε κι αυτό το πράγμα;». Είμαστε, νομίζω, λίγο παγιδευμένοι. Υπάρχει μια ωραία παροιμία επ’ αυτού, παροιμιόμυθος. Ήταν, λέει, ένας γέρος και μια γριά σ’ ένα καλύβι και ξαφνικά βάζει τα κλάματα ο γέρος. «Γιατί κλαις;» του λέει η γριά. «Να», της λέει, «κρέμασες το τσεκούρι έξω από την εξώπορτα. Η κόρη μας στην πόλη θα παντρευτεί, θα γεννήσει, θα έρθει το εγγόνι μας εδώ, θα κάνει να μπει στην καλύβα, θα πέσει το τσεκούρι και θα το σκοτώσει!». Σήμερα ζούμε διαρκώς σε ένα επικίνδυνο αύριο. Δεν είμαστε ποτέ στο τώρα.
— Πριν από μια δεκαετία, στο διήγημα «Κοντά στην κοιλιά» παρουσιάζατε την Ελλάδα ως μια ευημερούσα «Coffee Republic». Μπορεί να μην ευημερούμε ακριβώς, αλλά φτάσαμε η μισή Ελλάδα να φτιάχνει καφέ στην άλλη μισή!
Μα αν πάρεις ένα ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό μια αεροφωτογραφία της Αθήνας, θα δεις ότι, εκτός από ένα κοπαδάκι σε μια πλευρά του Υμηττού, οι άλλοι είναι όλοι απλωμένοι έξω και πίνουν καφέ. Γκρινιάζουμε μεν «τι θα γίνει με την ακρίβεια», αλλά είμαστε όλοι αραχτοί στις καφετέριες και δεν κουνάμε ούτε το δαχτυλάκι μας. Ακόμα και νέα παιδιά, που θα έπρεπε να παίρνουν την πέτρα και να τη στύβουν, είναι ανενεργά…
— Εσείς οικογένεια και παιδιά δεν θελήσατε;
Όχι, καθόλου.
— Από επιλογή;
Μεταξύ επιλογής και τύχης. Ουδέποτε είχα πατρικό ένστικτο, ούτε μια στιγμούλα στη ζωή μου δεν είπα «αχ, να είχα ένα παιδάκι». Αντιθέτως, το θεωρώ μεγάλο πρόβλημα. Αν μου είχε συμβεί, θα είχα τσακίσει σαν ξερό χορτάρι στο πρώτο στρίμωγμα. Εδώ μπορεί να έχουν κάποιο πρόβλημα τα ανίψια μου, οι γονείς τους να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου κι εγώ να μην κλείνω μάτι! Μερικοί άνθρωποι απλώς δεν κάνουν για όλα αυτά, είναι πολύ εύθραυστοι. Άρα είναι μια μορφή επιλογής. Γιατί θα μπορούσα, είχα κι εγώ τις ευκαιρίες μου νεότερος.
— Δεν είχατε ούτε πάθη δυνατά;
Αμέ, πώς δεν είχα! Σάπιες σανίδες έχω πατήσει άπειρες από τότε που γεννήθηκα και το πληρώνω αδρά. Και δυστυχώς τις αφήνει η κοινωνία στον δρόμο σου αυτές τις σανίδες, γιατί δεν θέλει να είναι ο άνθρωπος σωματικά ευτυχισμένος, τον προτιμά εγκλωβισμένο. Ναι, πολλά πάθη, πάντα εξάλλου με είλκυε η απόκλιση. Μισώ την κανονικότητα γιατί σε αυτή το σώμα νεκρώνεται, η απόκλιση είναι που το ξυπνάει.
— Είχατε πει κάποτε ότι «η πιο μεικτή ανάσα της νιότης καταβάλλεται με τόκους στο γήρας». Πώς το εννοείτε;
Βλέπω τώρα δα τη μάνα μου. Το γήρας δεν είναι απλή αρρώστια, είναι σφαγή. Απίστευτη φθορά. Δεν έχεις ούτε σωματικές, ούτε ψυχικές, ούτε πνευματικές δυνάμεις. Βλέπεις στους άλλους όχι τον οίκτο, κάτι ακόμα χειρότερο, ένα «τι θέλεις τώρα εσύ εδώ;». Όταν, λοιπόν, συναντώ νέους ανθρώπους να είναι έτσι πολύ σκεφτικοί και βλοσυροί, σκέφτομαι «αχ, να ήξεραν τι τους περιμένει στο γήρας!». Θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένοι μόνο και μόνο που είναι νέοι και έχουν αυτή την πλήρη ανάσα της νεότητος που σε γεμίζει από τα νύχια μέχρι την τρίχα και την οποία, αλίμονο, θα έρθει η στιγμή που θα την αποδώσεις στο ταμείο του γήρατος με πολύ μεγάλο τόκο. Πόσο να ζήσει κανείς; Ογδόντα, ενενήντα χρόνια μάξιμουμ, δεν αντέχεται για παραπάνω. Άντε, φόρα το παντελόνι σου μόλις σηκωθείς το πρωί, άντε βγάλ’ το το βράδυ, την άλλη μέρα πάλι το ίδιο, ρουτίνα καταντάει!
— Σήμερα, πάντως, όλοι, γυναίκες και άνδρες, προσπαθούμε με κάθε τρόπο να δείχνουμε νέοι και υπερδραστήριοι, μας πανικοβάλλει η ιδέα των γηρατειών, της ανημπόριας, της απλής απραξίας. Πώς το βλέπετε αυτό;
Εμένα δεν με πανικοβάλλει καθόλου, γιατί θεωρώ σπουδαίο να έχει βρει ο άλλος ένα μονοπάτι στη ζωή. Ποτέ δεν έκανα πράγματα, υπήρξα γενικά άνθρωπος αδρανής, κλασική «χελώνα». Πάντα κλοτσούσα ευκαιρίες, διότι δεν ήμουν γρήγορος, και, όπως λέει η ωραία παροιμία, «την πρώτη φορά η ευκαιρία έχει πλούσια κόμη, τη δεύτερη δεν έχει καθόλου μαλλιά». Πώς θα την πιάσεις λοιπόν; Ευτυχώς που ήρθε στον δρόμο μου η λογοτεχνία και μου έδωσε ένα άλλοθι ζωής. Ένα διαβατήριο ότι έκανα και εγώ κάτι στο μερίδιό μου.
— Η συγγραφή σάς ανέδειξε. Σας συντηρεί κιόλας;
Όχι, είμαι δημοτικός υπάλληλος. Διαφορετικά θα ζούσα στο όριο της φτώχειας. Θα ζούσα, όμως. Ο μέσος άνθρωπος, βλέπετε, αξιολογεί το βιβλίο ως καταναλωτικό προϊόν στην εκατοστή θέση. Είναι το ψωμί, μετά είναι το καπουτσίνο, το έτσι, το αλλιώς, και εκατοστό είναι το βιβλίο. Έρχεται έπειτα η μία οικονομική κρίση μετά την άλλη. Η συγγραφή, ας μη γελιόμαστε, ένα μεράκι είναι.
— Ετοιμάζετε κάτι άλλο τώρα κοντά;
Ναι, δεν τελειώνει αυτό. Είμαι κάπως γόνιμος στο να γεννάω διηγήματα, δεν κάθομαι όμως εύκολα να τα γράψω, από τεμπελιά. Μπορεί να αυθυποβάλλομαι, αλλά μπορεί και να μου βγαίνει σε καλό αυτή η αργοπορία, γιατί πολλά πράγματα γράφονται μέσα μου σαν από μόνα τους, συνειδητά και μη. Επεμβαίνει η ίδια η ζωή. Μπορεί να ακούσω μια λέξη από ένα ζευγάρι που περνάει από δίπλα και να σφηνωθεί σε ένα διήγημα αστραπιαία, με έναν μεταφυσικό τρόπο. Και λες, είναι δυνατό; Δεν είμαστε μόνο σάρκα και οστά. Είμαστε και κάτι άλλο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.