«Μόνο για το μέλλον μπορούμε να είμαστε σίγουροι. Το παρελθόν αλλάζει κάθε μέρα!» Τσιγγάνικο ρητό; Πολωνέζικη παροιμία;
Ο Ιάκωβος Ανυφαντάκης, γνωστός από τη νουβέλα «Οι αλεπούδες στην πλαγιά» και τη συλλογή διηγημάτων «Όμορφοι Έρωτες» (Πατάκης), όσο κι αν έψαξε δεν κατάφερε να βρει τις ρίζες της παραπάνω παραδοξολογίας.
Ολοκληρώνοντας πάντως τη διδακτορική του διατριβή, έφτασε να το ενστερνίζεται απολύτως: το τι θυμόμαστε εξαρτάται εν πολλοίς από την εποχή στην οποία ζούμε.
Τι μελετούσε ο ίδιος; Το πώς διαχειρίστηκαν οι Έλληνες πεζογράφοι τη μνήμη της δεκαετίας του '40, τους τρόπους με τους οποίους μετατράπηκε σε μελάνι το αίμα της εμφύλιας βίας.
Ισορροπώντας επιδέξια πάνω σε τεντωμένο σκοινί, ο Ανυφαντάκης διέτρεξε εβδομήντα χρόνια πεζογραφικής παραγωγής, προσεγγίζοντας τα κείμενα ανεξάρτητα από τη λογοτεχνική τους αξία, ως μαρτυρίες.
«Το παρελθόν», γράφει ο Ανυφαντάκης, «παραμένει στο σκοτάδι, όπως το έγκλημα που πρέπει να διαλευκανθεί στις αστυνομικές ιστορίες του Μαρή, και είναι εκεί που βρίσκεται η λύση, η λύτρωση για τους ήρωες και την κοινωνία»
Εκείνο που προσπάθησε να εξερευνήσει ήταν σε τι βαθμό επηρεάζεται η λογοτεχνία από τις πολιτικές εξελίξεις, τις μεταβολές στην ιστοριογραφία, τη μνήμη της κοινωνίας.
Γι' αυτή την ανέκδοτη προς το παρόν διατριβή τον αναζήτησα. Μερικά από τα πιο επιδραστικά, τα πιο πολυσυζητημένα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, χωρίς τον Εμφύλιο δεν θα υπήρχαν. Τι καινούργιο θα μπορούσε να πει γι' αυτά ένας νεότερος μελετητής και ανερχόμενος συγγραφέας;
Γιος δασκάλων, γεννημένος στο Ηράκλειο το 1983, ο Ανυφαντάκης, αν και απουσιολόγος στο γυμνάσιο, στο λύκειο κόντεψε να μείνει από απουσίες. Κακός μαθητής –«θεωρούσα πως το σχολείο δεν έχει νόημα...»‒, βρέθηκε στη σχολή Κοινωνικής Θεολογίας στην Αθήνα, απ' την οποία βάλθηκε να αποφοιτήσει μια ώρα αρχύτερα, για να συνεχίσει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου.
Στα 18 του διαβάζει την «Κάθοδο των εννιά». Κι είναι χάρη σ' αυτή την πυκνή, γεμάτη ένταση νουβέλα του Βαλτινού ‒το πρώτο πεζό που γράφτηκε στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο από τη σκοπιά των ηττημένων‒ που συνειδητοποίησε ότι θέλει ν' ασχοληθεί και ο ίδιος με τη λογοτεχνία.
«Μέσα σε μία βδομάδα διάβασα τρία-τέσσερα βιβλία του Βαλτινού ακόμα και μετά άρχισα να ψάχνω διεξοδικά όλη τη συζήτηση γύρω από την "Ορθοκωστά". "Τι τρέχει μ' αυτό τον τύπο;" αναρωτιόμουν. "Αν ποτέ κάνω διδακτορικό", έλεγα, "γι' αυτόν θα είναι"».
Τελικά, η «Ορθοκωστά» –για την ακρίβεια, η πρόσληψή της‒ ήταν το αντικείμενο του μεταπτυχιακού του. Αναπόφευκτα, όμως, το ίδιο έργο, που τη δεκαετία του '90 έδωσε φωνή στους ταγματασφαλίτες, κρατάει κομβική θέση και στο διδακτορικό που εκπόνησε υπό την επίβλεψη του Στέφανου Πεσμαζόγλου μεταξύ 2010 και 2015.
Άλλωστε, από τον ίδιο προβληματισμό –«πώς μας αλλάζει η μνήμη και πώς μετασχηματίζουμε εμείς τη μνήμη»‒ προέκυψε και η πρώτη του νουβέλα.
Δεν είναι τυχαίο που ο Ανυφαντάκης δεν αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο αλλά στην εμφύλια βία. Για την έναρξη του Εμφυλίου δεν υπάρχει ομοφωνία, άλλοι ιστορικοί την προσδιορίζουν μεταξύ 1946-1949 κι άλλοι την τοποθετούν τα κατοχικά χρόνια.
Ωστόσο, τονίζει ο ίδιος, «ελάχιστες μνήμες μπορούν ν' απογυμνωθούν από τη φόρτιση που είχαν οι εμφύλιες διαμάχες και τον πληθωρισμό της βίας που ασκήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του '40».
Κι αν όρισε τα λογοτεχνικά κείμενα ως πεδίο της έρευνάς του, δεν το έκανε μόνο επειδή αυτά έχουν περισσότερους αποδέκτες από τα ιστορικά εγχειρίδια αλλά κι επειδή λειτουργούν άλλοτε ως προπομποί, άλλοτε ως σταθεροποιητές κι άλλοτε ως ελεγκτές της συλλογικής μνήμης.
Όπως επισημαίνει ευθύς εξαρχής στη διατριβή του, το ενδιαφέρον της λογοτεχνίας για την εμφύλια βία ξεκίνησε από πολύ νωρίς, όσο τα γεγονότα ήταν σε εξέλιξη ακόμη, και ανάλογα με το ιδεολογικό περιβάλλον στο οποίο κινούνταν οι συγγραφείς θα μπορούσε να διακρίνει κανείς δύο τάσεις.
Από τους συγγραφείς της αριστεράς, όπως η Λιλίκα Νάκου («Η κόλαση των παιδιών»), ο Δημήτρης Χατζής («Φωτιά») ή η Μέλπω Αξιώτη («Εικοστός αιώνας»), υπάρχει μια λογοτεχνία γεννημένη από την αίσθηση του επείγοντος με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, μια «λογοτεχνία έκτακτης ανάγκης», η οποία χρησιμοποιείται σαν όπλο και απευθύνεται στον λαό, αναζητώντας συμπαραστάτες στον σκοπό της.
Και από την άλλη, υπάρχουν οι συγγραφείς με αστικές καταβολές, οι «συγγραφείς χρονικογράφοι», όπως η Γαλάτεια Σαράντη («Πασχαλιές»), ο Ρένος Αποστολίδης («Πυραμίδα '67»), ο Γιάννης Μπεράτης («Οδοιπορικό του '43») ή ο Νίκος Καζαντζάκης («Αδερφοφάδες»), οι οποίοι αναφέρονται στην εμπειρία της φονικής δεκαετίας είτε για να διασώσουν τη μνήμη των κακουχιών και των θυμάτων είτε για να ασκήσουν κριτική σε συμπεριφορές με τις οποίες διαφωνούσαν.
Τη δεκαετία του '50, εντούτοις, μόνο η πλευρά των νικητών μπόρεσε να εκφραστεί λογοτεχνικά. Στην προσπάθεια ανοικοδόμησης ενός ισχυρού μεταπολεμικού κράτους, ο ΕΛΑΣ δαιμονοποιείται, ο Εμφύλιος μνημονεύεται ελάχιστα και το ζήτημα της συνεργασίας με τον στρατό κατοχής καθόλου, ενώ οι διώξεις, οι φυλακίσεις και οι εκτοπισμοί όσων θεωρήθηκαν εχθροί στον Εμφύλιο επέδρασαν άμεσα και στη δυνατότητα των συγγραφέων να γράψουν και να δημοσιεύσουν.
«Σκοπός της λογοτεχνίας εκείνα τα χρόνια είναι σε πρώτη φάση να καταγράψει τη μνήμη και σε δεύτερη φάση να δώσει ένα ερμηνευτικό σχήμα που να δικαιολογεί την κατοχική πολιτική των Αθηναίων αστών, αποδίδοντας την ευθύνη για τον Εμφύλιο στην αριστερά».
Μ' άλλα λόγια «να δείξει ότι ο εξοπλισμός των κατοχικών οργανώσεων από τους Γερμανούς δεν ήταν μια μορφή συνεργασίας μαζί τους αλλά ένας τρόπος αυτοπροστασίας τους από το ΕΑΜ, το οποίο προσπαθούσε να καταλάβει την εξουσία».
Οι συγγραφείς της «μαύρης λογοτεχνίας», σύμφωνα με τον τότε χαρακτηρισμό του Δημήτρη Ραυτόπουλου, μπορεί να μη μοιράζονται τα ίδια ακριβώς βιώματα αλλά καταφεύγουν στις ίδιες ερμηνείες του παρελθόντος.
Έργα όπως η «Πολιορκία» του Αλέξανδρου Κοτζιά, τα «Δόντια της μυλόπετρας» του Νίκου Κάσδαγλη ή η «Τειχομαχία» του Θεόφιλου Φραγκόπουλου περιστρέφονται γύρω από τις κατοχικές συγκρούσεις στην Αθήνα και μόνο στους δύο τελευταίους τόμους της τριλογίας του Ρόδη Ρούφου «Χρονικό μιας σταυροφορίας», όπου ακολουθείται μια πιο συμφιλιωτική προσέγγιση, η δράση μεταφέρεται εκτός Αττικής.
Η πείνα, η ανεργία, το αίσθημα ανελευθερίας εκφράζονται ελάχιστα, το κλίμα αντίστασης που διαμορφώνεται στα βουνά αποσιωπάται και ο πόλεμος του 1946-1949 όπως και οι διώξεις που ακολούθησαν μένουν εκτός κάδρου.
Την ίδια περίοδο, στα λιγοστά έργα που δημοσιεύονται στην Ελλάδα από αριστερούς πεζογράφους, όπως για παράδειγμα το «Άνθρωποι και σπίτια» του Ανδρέα Φραγκιά ή «Η γαλαρία Νο 7» του Κώστα Κοτζιά, το παρόν παρουσιάζεται κριτικά και το άμεσο, ιδιαίτερα τραυματικό γι' αυτούς παρελθόν αποσιωπάται.
«Το παρελθόν», γράφει ο Ανυφαντάκης, «παραμένει στο σκοτάδι, όπως το έγκλημα που πρέπει να διαλευκανθεί στις αστυνομικές ιστορίες του Μαρή, και είναι εκεί που βρίσκεται η λύση, η λύτρωση για τους ήρωες και την κοινωνία»...
Τη δεκαετία του '60, καθώς το πολιτικό σκηνικό αλλάζει –άνοδος της ΕΔΑ, σχετική φιλελευθεροποίηση, παύση των μετεμφυλιακών διώξεων‒ παρατηρείται η είσοδος της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς στη λογοτεχνία, η οποία είχε προσωπικά βιώματα από τον Eμφύλιο χωρίς όμως να έχει πολεμήσει.
Ελάχιστες μνήμες μπορούν ν' απογυμνωθούν από τη φόρτιση που είχαν οι εμφύλιες διαμάχες και τον πληθωρισμό της βίας που ασκήθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του '40.
Η δέσμευση των συγγραφέων στη μία ή στην άλλη παράταξη μπορεί να είναι δεδομένη, αλλά η χρονική απόσταση που τους χωρίζει από τα γεγονότα τούς επιτρέπει ν' αντλήσουν οικουμενικά διδάγματα από την τραγωδία που έχει προηγηθεί.
Σύμφωνα πάντα με την ανάλυση του Ανυφαντάκη, αυτή την περίοδο η μνήμη του Εμφυλίου αποκτά δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Η πρώτη, όπως αποτυπώνεται στους «Ανυπεράσπιστους» του Χατζή ή την «Κάθοδο των εννιά», έχει να κάνει με μια απόπειρα συμφιλίωσης των παθών, προκρίνει τη λήθη ώστε να μη συνεχιστεί η σύγκρουση κι έχει αντιπολεμικό, αντιηρωικό χαρακτήρα.
Η δεύτερη διαπνέεται από το αίτημα να μη λησμονηθούν τα περασμένα κι εκφράζεται τόσο από μονοδιάστατα μυθιστορήματα όπως η «Γη της οδύνης» του Ευάγγελου Αβέρωφ (μια πλήρης καταγραφή της ιδεολογίας των νικητών) όσο και από κορυφαία έργα της μεταπολεμικής λογοτεχνίας όπως οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» του Στρατή Τσίρκα.
«Η ανάγκη της μνήμης ήταν κεντρική για τον Τσίρκα» λέει ο Ανυφαντάκης: «Οι νεκροί δεν είχαν δικαιωθεί και το παρελθόν δεν είχε περάσει. Οι νικητές είχαν εφαρμόσει την πολιτική τους κατά το δοκούν και το μόνο πεδίο που έμενε για τη διεκδίκηση όσων χάθηκαν ήταν αυτό της λογοτεχνίας.
Το παρελθόν ήταν σαν ένα ανοιχτό γραμμάτιο που όφειλε να εξαργυρωθεί στο μέλλον, για να μην πάει τσάμπα τόσο αίμα. "Δεν ξεχνάμε" για τον Τσίρκα σήμαινε ότι δεν αποδεχόμαστε πως ο χαμός όσων ήταν με την πλευρά του δικαίου έπρεπε να λησμονηθεί για ένα μέλλον συμφιλίωσης όπου όλοι θα ήταν ίδιοι».
Επί δικτατορίας, η παρουσία της Κατοχής και της Αντίστασης στον δημόσιο λόγο είναι, βέβαια, αμελητέα. Η δεκαετία του '40 προσεγγίζεται μόνο μέσα ηρωικές και προπαγανδιστικές ταινίες που υπερτονίζουν τη δράση των Ελλήνων στρατιωτών και τη βοήθεια των ξένων συμμάχων, ενώ στον λογοτεχνικό χώρο, όπως έγινε φανερό με τη δημοσίευση των «18 κειμένων» και των «Νέων κειμένων», ο διχασμός ανάμεσα στους πρώην αντιπάλους ξεπερνιέται και δίνει τη θέση του σε μια κοινή προσπάθεια εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος.
Στη διάρκεια της Επταετίας, οι λογοτεχνικές αναφορές στην εμφύλια βία γίνονται με τρόπο που δείχνει τις αναλογίες με το παρόν (βλ. τον «Λοιμό» του Φραγκιά) ή τη βαθιά διαφθορά του εμφυλιοπολεμικού και μετεμφυλιακού κράτους (βλ. «Ο γενναίος Τηλέμαχος» του Αλέξανδρου Κοτζιά), ενώ παράλληλα στηλιτεύεται η καταπίεση εκ μέρους των νικητών και η αλλαγή των αξιών που επέφεραν στην κοινωνία χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση από τους ηττημένους (βλ. τα διηγήματα του Μάριου Χάκκα).
Τώρα πια δεν γίνεται λόγος μόνο για συμπλοκές και μάχες αλλά και για την κρατική βία στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως αυτό της Μακρονήσου, για την οικονομική διάσταση του πολέμου, για την εμφύλια βία ως παιδική ανάμνηση που διαμορφώνει χαρακτήρες.
Με τη Μεταπολίτευση, πόσο μάλλον με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, το σκηνικό αλλάζει άρδην. Το ζητούμενο πλέον είναι μία κοινωνική συνθήκη που θα περιλαμβάνει όλους τους Έλληνες, αφήνοντας στην άκρη τα διχαστικά σχήματα.
Η εθνική αντίσταση γίνεται συστατικό στοιχείο της μεταπολιτευτικής ταυτότητας, ο ενωτικός μύθος της ενιαίας αριστεράς πριμοδοτείται και, όπως το έθεσε ο Άγγελος Ελεφάντης, είναι μια εποχή κατά την οποία ντρέπεται να δηλώσει κανείς πως ο παππούς του ήταν ταγματασφαλίτης.
Αυτή την περίοδο παρατηρείται πλουραλισμός στη συγγραφή, έξω από τους καταναγκασμούς του παρελθόντος, κι ενώ το τραύμα των ηττημένων παραμένει στο επίκεντρο, οι θύτες δεν είναι πάντα οι ίδιοι.
Γι' άλλους είναι βασικά οι νικητές (βλ. «H αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα» της Ζέη, «Τα παιδιά της Χελιδόνας» του Χαριτόπουλου, «Τα ηρωικά χρόνια» του Χαβιαρά, «Kαλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» του Μίσσιου), γι' άλλους οι σύντροφοί τους.
Στο εμβληματικό «Κιβώτιο», το πρώτο μυθιστόρημα για τον Εμφύλιο που κυκλοφορεί μετά τη χούντα, ο Άρης Αλεξάνδρου στήνει μια αλληγορία για ολόκληρη την εμφύλια διαμάχη, εμφανίζοντας τις επιχειρήσεις κενές νοήματος και τον χαμό των θυμάτων άδοξο, στον βωμό της διατήρησης του κομματικού μηχανισμού.
Ενώ στο επίσης αλληγορικό «Πένθιμο εμβατήριο» του Σωτήρη Πατατζή, που κι αυτός από την αριστερά προέρχεται, γίνεται λόγος για την απώλεια των ιδανικών του αντάρτικου και για τον σταλινισμό του Δημοκρατικού Στρατού.
Το νοσηρό περιβάλλον του Εμφυλίου και ο αντίκτυπός του στην κοινωνία επανέρχονται στο προσκήνιο μέσα από διηγήματα του Βαλτινού, του Χριστόφορου Μηλιώνη, του Ηλία Παπαδημητρακόπουλου, του Δημήτρη Πετσετίδη, ενώ συγγραφείς όπως ο Σωτήρης Δημητρίου και ο Μιχάλης Γκανάς καταπιάνονται με τα ζητήματα των μειονοτήτων και των πολιτικών προσφύγων.
Κι αν ο Παύλος Μάτεσις στέκεται στην εισβολή της Ιστορίας στις ζωές απλών κι αδιάφορων για την πολιτική ανθρώπων («Η μητέρα του σκύλου»), ο Αλέξανδρος Κοτζιάς εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο ορισμένοι χρησιμοποιούν το παρελθόν για να χτίσουν νέες αφηγήσεις, βολικότερες πλέον για τους ίδιους («Ιαγουάρος»).
Η περίοδος της Μεταπολίτευσης, αναγνωρίζει ο Ανυφαντάκης, μέσα από την πρωτόγνωρη ελευθερία για δημιουργία που πρόσφερε στους συγγραφείς, έφερε ένα φρέσκο βλέμμα στη δεκαετία του '40. Έδωσε ευκαιρίες για κριτική και αναστοχασμό, έδωσε ιστορίες γραμμένες με φρίκη, μελαγχολία αλλά και νοσταλγία.
Ωστόσο, η κυρίαρχη αριστερή μνήμη, φαινόμενο πολύ ευρύτερο από τη λογοτεχνία και με εκφράσεις κυρίως στη μουσική, τον κινηματογράφο και τον πολιτικό λόγο, δέχτηκε την απάντησή της μέσα από την «Eλένη» του Νίκου Γκαντζογιάννη (1983) και μερικά χρόνια αργότερα από την «Ορθοκωστά».
Όπως υποστηρίζει ο ίδιος, μόνο μετά τη δεκαετία του '90 έχουμε πραγματικά να κάνουμε με μια λογοτεχνία που χρησιμοποιεί το παρελθόν σκοπεύοντας να εξηγήσει μ' αυτό τον τρόπο το παρόν. Ως σημείο τομής αυτής της τάσης θα μπορούσε να εκληφθεί το 1994, η χρονιά κυκλοφορίας του πολύκροτου βιβλίου του Βαλτινού.
Ενός έργου που βάζει στο μικροσκόπιο τα ζητήματα της αριστερής βίας στην Κατοχή, του δωσιλογισμού και της εθνικής αντίστασης, τα οποία στη συνέχεια θ' απασχολήσουν κι άλλους συγγραφείς, όπως ο Νίκος Δαββέτας («Λευκή πετσέτα στο ρινγκ») και ο Μισέλ Φάις («Πορφυρά γέλια»), στρέφοντας το ενδιαφέρον των πεζογράφων στην ιστορική έρευνα και εμπλουτίζοντας ακόμα και την ίδια την ιστοριογραφία.
Ο Βαλτινός, θυμίζει ο Ανυφαντάκης, επέμεινε ότι κατέγραψε πιστά τη μνήμη των εμφύλιων κατοχικών συγκρούσεων στα χωριά της Πελοποννήσου όπου μεγάλωσε και ο ίδιος. Το ότι, όμως, κατέγραψε πώς θυμούνται οι άνθρωποι τα γεγονότα, όχι αυτά καθαυτά τα γεγονότα, «ελάχιστα προσέχτηκε από τους μελετητές».
Οι ήρωες του βιβλίου του αναφέρονται στο παρελθόν «όχι για να διασώσουν την ιστορία μιας εποχής που έχει οριστικά χαθεί αλλά για να δικαιώσουν τον εαυτό τους και τις επιλογές που οι ίδιοι και οι συγγενείς τους έκαναν την επίμαχη περίοδο.
Αυτές οι επιλογές, όταν γίνονται οι καταγραφές των αφηγήσεών τους, τέλη της δεκαετίας '70, αρχές της δεκαετίας του '80, τους φέρνουν στη λάθος πλευρά, σύμφωνα με τις αξίες της Μεταπολίτευσης.
Άρα, το θέμα του μυθιστορήματος, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, δεν είναι τα γεγονότα της δεκαετίας του '40 αλλά της δεκαετίας του '80. Η αξία του για τους ιστορικούς έγκειται στον τρόπο που προσεγγίζει την ανασυγκρότηση της μνήμης από τα μέλη των μικρών κοινωνιών».
Όσο εκλείπουν οι συγγραφείς που υπήρξαν μάρτυρες του Εμφυλίου, τόσο μειώνονται και οι περιπτώσεις βιβλίων που ξεφεύγουν από το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα.
Όσο κι αν η λογοτεχνική μνήμη επηρεάζεται από τις πολιτικές εξελίξεις, συμπεραίνει ο Ανυφαντάκης, δεν είναι λίγα τα λογοτεχνικά κείμενα που ξεφεύγουν από τη συλλογική μνήμη που επικρατεί κάθε φορά.
«Ο Ρένος Αποστολίδης με την αντιπολεμική μαρτυρία του, ο Θανάσης Βαλτινός με την κριτική στη λήθη που είχε επιβληθεί για το δράμα του Εμφυλίου, ο Δημήτρης Χατζής και ο Μάριος Χάκκας με τις προσπάθειες ίσων αποστάσεων απέναντι στις δύο πλευρές, ο Στρατής Τσίρκας, ο Άρης Αλεξάνδρου και ο Σωτήρης Πατατζής με τις αναφορές στην ενδοκομματική διάσταση της βίας και της σύγκρουσης, ο Θανάσης Βαλτινός ξανά και ο Νίκος Γκαντζογιάννης με την εστίασή τους στην κόκκινη βία του Εμφυλίου δημιουργούν με τα μυθιστορήματά τους ρωγμές στην εθνική μνήμη της εποχής τους».
Γεγονός, όμως, είναι πως «όσο εκλείπουν οι συγγραφείς που υπήρξαν μάρτυρες του Εμφυλίου, τόσο μειώνονται και οι περιπτώσεις βιβλίων που ξεφεύγουν από το κυρίαρχο ερμηνευτικό σχήμα».
Όπως ομολογεί ο ίδιος, οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελείωσε το διδακτορικό του ήταν εντελώς διαφορετικές από αυτές μέσα στις οποίες το ξεκίνησε.
Στην πενταετία που μεσολάβησε «άλλαξαν πολλά, τα πάντα σχεδόν: η πολιτική κουλτούρα, η χρήση του παρελθόντος στον δημόσιο λόγο, πάνω απ' όλα εμείς οι ίδιοι. Η βία έπαψε να είναι μια έννοια από τον χώρο της πολιτικής θεωρίας, έγινε καθημερινή εμπειρία».
Σήμερα, λέει, «δεν θα επέλεγα αυτό το θέμα, θα έκανα... πιο hardcore έρευνα, θα ξεκινούσα από κει όπου παίρνονται οι αποφάσεις. Μέχρι πρότινος είχαμε την πολυτέλεια να εξετάζουμε τη σχέση της κοινωνίας με το παρελθόν, ψάχνοντας το από κάτω που διαμόρφωνε το από πάνω. Από το 2010 κι έπειτα, όμως, το ζήτημα της εξουσίας έγινε πολύ κεντρικό».
Για την ώρα, ο Ανυφαντάκης βιοπορίζεται ως κειμενογράφος σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία και κοντεύει να ολοκληρώσει το πρώτο του μυθιστόρημα. Θα εκδοθεί, άραγε, η διατριβή του;
«Δεν σκοπεύω να την δημοσιεύσω ως έχει αλλά έχω υποσχεθεί στον εαυτό μου ότι ως τα 40 μου θα την έχω εκδώσει ως αυτόνομη μελέτη».
Με το καλό!