ΣΤΙΣ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ 1838, ο Γάλλος συγγραφέας Ανρί Μπέιλ, αυτός που θα γνώριζε την αθανασία ως Σταντάλ, κλείστηκε στο δωμάτιό του στο Παρίσι, έδωσε στον θυρωρό του οδηγίες ν’ απομακρύνει όλους τους επισκέπτες κι άρχισε να γράφει, σε κατάσταση παροξυσμού σχεδόν, ένα μυθιστόρημα που θα συναντούσε την αδιαφορία των συγχρόνων του αλλά αργότερα θ’ αναγνωριζόταν ως ένα από τα κορυφαία λογοτεχνικά επιτεύγματα του 19ου αιώνα: το «Μοναστήρι της Πάρμας».
Στρατιωτικός, διπλωμάτης, κριτικός και μυθιστοριογράφος, ο Σταντάλ (1783-1842) άπλωσε με μια πνοή στο «Μοναστήρι της Πάρμας» ό,τι σκέφτηκε, ό,τι ονειρεύτηκε κι ό,τι αγάπησε στην πολυτάραχη ζωή του: την περιπέτεια, την ναπολεόντεια αίγλη, την Ιταλία και, πάνω απ’ όλα, τον έρωτα.
Γραμμένο μετά το «Κόκκινο και το Μαύρο» και ποτισμένο από μια μελαγχολική νοσταλγία, το «Μοναστήρι της Πάρμας» παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες ενός ενθουσιώδη κι ενίοτε αφελούς ήρωα, του Φαμπρίτσιο ντελ Ντόγκο, από την ημέρα της σύλληψής του ως την ημέρα του θανάτου του. Ενός πλάσματος, που όπως κάθε ήρωας του Σταντάλ, εισάγεται στο σχολείο της κοινωνίας, αναζητά τρόπους για να πετύχει και η πορεία προς την επίτευξη των στόχων του συνδέεται, άλλοτε για το καλύτερο κι άλλοτε για το χειρότερο, με τα ερωτικά συναπαντήματά του.
Ο Σταντάλ, αφού περιγράψει ρεαλιστικά την πανωλεθρία του Βοναπάρτη μέσα από την οπτική γωνία ενός «κομπάρσου», μεταφέρει τη δράση του μυθιστορήματος στην Πάρμα ζωντανεύοντας αριστοτεχνικά τις πολιτικές ραδιουργίες που υφαίνονται σ’ αυτήν την μικρή ηγεμονική Αυλή, την ώρα που η Ιταλία έχει κολλήσει για τα καλά το μικρόβιο της εξέγερσης και αποζητά τον αέρα της ελευθερίας.
Το μυθιστόρημα ανοίγει με την κατάληψη του Μιλάνου από τις στρατιές του Ναπολέοντα το 1796. Τότε δηλαδή που η αναχώρηση και του τελευταίου αυστριακού συντάγματος σημείωνε την πτώση των παλαιών ιδεών, γινόταν της μόδας το να ριψοκινδυνεύεις και οι Ιταλοί αντιλαμβάνονταν πως «για να ΄σαι ευτυχισμένος ύστερα από τόσους αιώνες πλαδαρών και γλυκανάλατων συναισθημάτων, έπρεπε ν’ αγαπάς την πατρίδα με πραγματική αγάπη και να επιδιώκεις τις ηρωϊκές πράξεις».
Τότε γεννιέται κι ο Φαμπρίτσιο, παράνομος καρπός ενός Γάλλου αξιωματικού και μιας Ιταλίδας μαρκησίας, παντρεμένης με τον ηλικιωμένο και αντιδραστικό μαρκήσιο ντελ Ντόγκο, φανατικό οπαδό των Αυστριακών. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Φαμπρίτσιο το σκάει από την «πατρική» εστία για να πολεμήσει στο πλευρό του Ναπολέοντα, αλλά γίνεται μάρτυρας της μάχης του Βατερλό χωρίς καλά καλά να πάρει μέρος σ’ αυτήν…
Ο Σταντάλ, αφού περιγράψει ρεαλιστικά την πανωλεθρία του Βοναπάρτη μέσα από την οπτική γωνία ενός «κομπάρσου», μεταφέρει τη δράση του μυθιστορήματος στην Πάρμα - όπου καταφεύγει κι ο ήρωάς του, στο πλευρό της αγαπημένης του θείας, της δούκισσας Σανσεβερίνα- ζωντανεύοντας αριστοτεχνικά τις πολιτικές ραδιουργίες που υφαίνονται σ’ αυτήν την μικρή ηγεμονική Αυλή, την ώρα που η Ιταλία έχει κολλήσει για τα καλά το μικρόβιο της εξέγερσης και αποζητά τον αέρα της ελευθερίας. Ο Φαμπρίτσιο ετοιμάζεται τώρα ν’ ακολουθήσει εκκλησιαστική καριέρα, μπλέκοντας παράλληλα σε μια σειρά από επιπόλαιες ερωτικές περιπέτειες. Μία από αυτές τον οδηγεί σε έγκλημα εν αμύνη, μ’ αποτέλεσμα να καταλήξει στη φυλακή. Κι εκεί, υπό την απειλή της θανατικής καταδίκης, θα ερωτευτεί παράφορα την κόρη του δεσμοφύλακά του, Κλέλια, ανύποπτος για πόσα ακόμα του επιφυλάσσει η μοίρα μέχρι ν’ αποσυρθεί στο Μοναστήρι της Πάρμας, έχοντας εγκαταλείψει κάθε όνειρο για πλούτη και τιμές.
Ελισσόμενος με δεξιοτεχνία ανάμεσα στις εκρήξεις της Ιστορίας και τα ατομικά πεπρωμένα των ηρώων του, κι αντιπαραβάλλοντας την άδολη ματιά του Φαμπρίτσιο με τις δικές του ηθικο-φιλοσοφικές θέσεις, ο Σταντάλ, λίγο πριν πεθάνει, άφησε την φαντασία του ελεύθερη και προίκισε την παγκόσμια λογοτεχνία μ’ ένα έργο όπου ο πόνος εναλλάσσεται με τη χαρά κι όπου δοξάζονται τα πιο έντονα συναισθήματα. Ένα έργο πλημυρισμένο από οξυδερκείς ψυχολογικές παρατηρήσεις που, περισσότερο κι από μυθιστόρημα, αποτελεί μια ποιητική εξομολόγηση του δημιουργού του.
* Το «Μοναστήρι της Πάρμας» επανεκδόθηκε το 2020 από τον Γκοβόστη στην κλασική μετάφραση του Γιάννη Μπεράτη, ενώ το 2017 κυκλοφόρησε από το Μεταίχμιο σε μετάφραση Δημήτρη Στεφανάκη.