ΕINAI ΠΑΝΤΑ ΑΠΟΛΑΥΣΤΙΚΟ να διαβάζεις κείμενα του Γιόζεφ Ροτ (1894-1939), είτε αυτά είναι τα μεγάλα μυθιστορήματά του και οι νουβέλες του, όπως το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ και ο Θρύλος του Αγίου Πότη, είτε τα δημοσιογραφικά άρθρα και ρεπορτάζ του, όπως τα «Βερολινέζικα Χρονικά» και τα «Χρόνια των ξενοδοχείων».
Δεν είναι μόνο τα θέματά του που κάνουν γοητευτικό το έργο του Ροτ. Δεν είναι μόνο αυτός ο «ευρωπαϊκός εξωτισμός» του Μεσοπολέμου που απλώνεται πάνω στην απέραντη, όπως τουλάχιστον φαινόταν, επικράτεια της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας που διαλύεται με πάταγο το 1918. Είναι και ο ίδιος ο βίος του συγγραφέα, αυτού του Εβραίου των συνόρων της Αυτοκρατορίας, γεννημένος στη Γαλικία (στη σημερινή δυτική Ουκρανία), πολύ μακριά από τη Βιέννη και τα άλλα κέντρα. Είναι και ο αλκοολισμός του, σχεδόν αυτοβιογραφικός, στον Θρύλο του Αγίου Πότη. ψ: το χιούμορ του, αυτό το χιούμορ των Εβραίων ασκενάζυ της Ανατολικής Ευρώπης, ο αυτοσαρκασμός του, η ειρωνεία και ο κυνισμός του, που θα τον έλεγα ουμανιστικό, όσο κι αν αυτό φαίνεται παράδοξο και αντιφατικό.
Με την ίδια αναγνωστική πείνα διάβασα το ημιτελές μυθιστόρημα του Ροτ, Περλέφτερ, Η ιστορία ενός αστού με ενδιαφέρουσα εισαγωγή του Γάλλου μεταφραστή, συγγραφέα και λογοτεχνικού κριτικού Πιερ Ντεσίς. (Προσωπικά, η πείνα μου για το έργο του Ροτ δεν ικανοποιείται ποτέ).
Η περιπέτεια αυτού του κειμένου είναι από μόνη της μυθιστορηματική. Θα μπορούσε να ήταν θέμα ενός ακόμη μυθιστορήματος του Ροτ. Ο συγγραφέας άρχισε να γράφει τον Περλέφτερ μάλλον το 1929, όπως σημειώνει ο Πιερ Ντεσίς στην εισαγωγή του. Προφανώς το προόριζε να δημοσιευτεί σε συνέχειες σε εφημερίδα του Μονάχου, δηλαδή να γίνει επιφυλλίδα, όπως συνέβαινε με τη δημοσίευση πολλών μυθιστορημάτων τον 19ο αιώνα μέχρι και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Προφανώς η εφημερίδα δεν προχώρησε στη δημοσίευση κι έτσι ο Ροτ έβαλε κάπως στην άκρη τον Περλέφτερ.
Το λέει πολύ ωραία ο Ντεσίς στην εισαγωγή του: «Ο Περλέφτερ είναι το πρότυπο των ατόμων των άπληστων για τάξη, που λίγα χρόνια αργότερα θα υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα τον Χίτλερ και το καθεστώς του».
Το Ιανουάριο του 1933 ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία. Τον ίδιο μήνα ο Γιόζεφ Ροτ αυτοεξορίζεται στο Παρίσι. Πριν φύγει άφησε («κατέλιπε» θα ήταν το σωστό ρήμα) στον εκδότη του Γκούσταφ Κίπενχοϊερ δύο κιβώτια με χειρόγραφα των έργων του που είχαν ήδη εκδοθεί αλλά και κάποια ανέκδοτα. Ο Γκούσταφ Κίπενχοϊερ (1880-1949) είχε ιδρύσει τον εκδοτικό οίκο του στη Βαϊμάρη το 1909 και συμπορεύτηκε με τη μεγάλη γερμανική και γερμανόφωνη λογοτεχνία του Μεσοπολέμου. Όχι μόνο ο Ροτ αλλά και ο Μπρέχτ, και ο Στέφαν Τσβάιχ και η Άννα Σέγκερς είναι στον κατάλογό του.
Η περιπέτεια αυτού του εκδοτικού οίκου στην εποχή της Βαϊμάρης, στη ναζιστική περίοδο αλλά και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στη Δυτική όσο και στην Ανατολική Γερμανία, εικονογραφεί όλη τη γερμανική λογοτεχνική και διανοητική ιστορία του 20ού αιώνα. Πίσω, όμως, στο 1933, άνδρες της Γκεστάπο εισβάλλουν αιφνιδίως στα γραφεία του Κίπενχοϊερ, αλλά δεν κατορθώνουν να εντοπίσουν τα κιβώτια με τα χειρόγραφα του Γιόζεφ Ροτ.
Σαράντα πέντε χρόνια μετά, το 1978, ο Φρίντεμαν Μπέργκερ (1940-2009), που ήταν editor στον εκδοτικό οίκο Kiepenheuer στη Βαϊμάρη και στη Λειψία, ανακαλύπτει στο τότε Ανατολικό Βερολίνο τα κιβώτια. Ο Περλέφτερ είναι εκεί, εννιά πλήρη κεφάλαια και η έναρξη του δέκατου.
Το ημιτελές μυθιστόρημα Περλέφτερ - Η ιστορία ενός αστού διαβάζεται σήμερα σαν να ήταν τελειωμένο. Αφηγητής του είναι ο Ναφτάλι Κρόι, ένα είδος alter ego του Γιόζεφ Ροτ. Ο Ναφτάλι ζει σε μια πόλη που δεν κατονομάζεται, προφανώς στα ανατολικότερα σύνορα της Αυστροουγγαρίας.
«Δεν ήταν πόλη με τη δυτικοευρωπαϊκή σημασία της λέξης», γράφει ο Ροτ. Από τους 1.500 κατοίκους της, οι χίλιοι ήταν έμποροι Εβραίοι. Η πόλη ζούσε από το εμπόριο του λυκίσκου, αυτού του τόσο βασικού φυτού για τη ζυθοποιία. Ο πατέρας του Ναφτάλι ήταν αμαξάς. Κανονικά θα έπρεπε να γίνει κι αυτός αμαξάς, όταν ο πατέρας του πέθανε, αλλά επειδή ήξερε μερικά περισσότερα γράμματα, η τύχη του τον έφερε στη Βιέννη.
Εκεί ζούσε ένας συγγενής του, ο Περλέφτερ, που εμπορευόταν ξυλεία στην Αυτοκρατορία και είχε την φήμη του εκατομμυριούχου. Ο Ναφτάλι έφτασε στη Βιέννη στις 28 Απριλίου 1904. «Ήταν έξι το πρωί. Την ώρα που ξυπνούσαν οι δρόμοι της μεγάλης πόλης. Πρώτα οι μεγάλοι, μετά οι μικροί. Όπως ξυπνάει μια οικογένεια: Πρώτοι σηκώνονται οι μεγάλοι, μετά τα παιδιά».
Ο Ναφτάλι αρχίζει να διηγείται την ιστορία του Περλέφτερ. Ο έμπορος ξυλείας είναι ένας αρχετυπικός ήρωας της λογοτεχνίας. Σήμερα θα λέγαμε ότι είναι το τυπικό παράδειγμα της ζωής, της ιδεολογίας και της νοοτροπίας του μικροαστού. Το λέει πολύ ωραία ο Ντεσίς στην εισαγωγή του: «Ο Περλέφτερ είναι το πρότυπο των ατόμων των άπληστων για τάξη, που λίγα χρόνια αργότερα θα υποστηρίξουν ανεπιφύλακτα τον Χίτλερ και το καθεστώς του».
Ο Ναφτάλι Κρόι, δηλαδή ο Γιόζεφ Ροτ, αρχίζει να παρουσιάζει τον Περλέφτερ. Τον λένε Αλεξάντερ, ένα όνομα που δεν του ταιριάζει καθόλου. Σε αντίθεση με τον Μακεδόνα, αυτός δεν αγαπούσε καθόλου τις παρορμητικές κινήσεις και τις αμετάκλητες αποφάσεις. Είχε τέσσερα παιδιά, αλλά πιο πολύ αγαπούσε τη δική του τη ζωή. Ήταν τσιγγούνης και παντελώς αδιάφορος για τους ανθρώπους. Μπορούσε όμως να παραστήσει τον παθιασμένο, τον ταραγμένο, τον άρρωστο, τον μεθυσμένο ακόμα κι αν είχε πιει μόνο μια γουλιά κρασί.
Ήταν μέλος της Λέσχης του Κόμματος Μετριοπαθών Φιλελευθέρων, μια πολιτική στάση που του επέτρεπε να κάνει γνωριμίες, να μην εκτίθεται και να τα έχει καλά με όλους. Μολονότι ηθικολόγος, είχε πολλές ερωτικές περιπέτειες σε πόλεις όπου τον έφερνε η επιχειρηματική δραστηριότητά του, αλλά μόνο με γυναίκες που ζούσαν μόνες, μαμμές, μασέζ, ιδιοκτήτριες σαλονιών καλλωπισμού. Ο Περλέφτερ σημείωνε τις διευθύνσεις αυτών των γυναικών κωδικοποιημένες «στη δερμάτινη ατζέντα, στην προτελευταία σελίδα, ακριβώς μετά τις εβραϊκές γιορτές και αργίες».
Καθώς ο Ναφτάλι Κρόι παρουσιάζει σιγά-σιγά τη ζωή, την κρυφή και τη φανερή, τη δράση, τις σκέψεις, τις κρυφές και τις φανερές, και τον συναισθηματικό κόσμο του Αλεξάντερ Περλέφτερ, αναγνωρίζουμε όλο και πιο πολύ τις αρχετυπικές ιδιότητες αυτού του ήρωα. Αλλά ο Γιόζεφ Ροτ δεν μείνει μόνο σε αυτό.
Σιγά-σιγά ανοίγει τη βεντάλια για να μας δώσει ένα πλήρες ανθρωπολογικό παράδειγμα, μια πορτρετοθήκη ανθρώπων που είναι κι αυτοί αναγνωρίσιμοι. Πριν απ’ όλα, τα τέσσερα παιδιά του Περλέφτερ, ένα αγόρι, τρία κορίτσια. Ο καλός γάμος με πλούσια νύφη και ευκατάστατους γαμπρούς είναι ο στόχος της οικογενειακής στρατηγικής. Τις περισσότερες φορές ο στόχος επιτυγχάνεται, μολονότι υπάρχουν απρόοπτα, εξωτερικά και εσωτερικά, που οδηγούν σε αναβολές, ακυρώσεις κ.λπ.
Αλλά ακόμη και οι παρείσακτοι που μπαίνουν στην οικογένεια τελικά αφομοιώνονται και ίσως γίνονται κι αυτοί Περλέφτερ. Ο Ροτ δείχνει ακριβώς αυτή την αφομοιωτική δύναμη της (μικρο)αστικής ιδεολογίας που θα στηρίξει τελικά τον ναζισμό. Το βλέπουμε και σε άλλα λογοτεχνικά έργα της εποχής, όπως το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Ζορζ Σιμενόν, Οι αρραβώνες του κυρίου Ιρ.
Η βεντάλια ανοίγει ακόμη. Βλέπουμε την υπηρέτρια των Περλέφτερ, πώς τη χρησιμοποιούν μέσα στο σπίτι, πώς αυτή τελικά παντρεύεται κάπου στην επαρχία. Αναγνωρίζουμε το pattern, που μοιάζει πολύ με τις ηθογραφίες του ελληνικού λαϊκού κινηματογράφου της δεκαετίας του 1960. Στο ημιτελές δέκατο κεφάλαιο ο Γιόζεφ Ροτ αρχίζει να μας δείχνει έναν άλλο ήρωα, στον αντίποδα του Περλέφτερ. Είναι ο Λέο Μπίντακ, μακρινός συγγενής από το Σαν Φρανσίσκο. Εδώ κόβεται το μυθιστόρημα. Αλλά η πινακοθήκη των Περλέφτερ μας έχει ήδη δημιουργήσει αναγνωστική πληρότητα.
Είμαστε τυχεροί που στα ελληνικά υπάρχουν πολλοί τίτλοι του Ροτ, στις εκδόσεις Άγρα, στις θαυμάσιες μεταφράσεις της Μαρίας Αγγελίδου και, τελευταία, σε συνεργασία με τον Άγγελο Αγγελίδη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.