Η ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΓΑΛΛΙΚΗ φιλοσοφική σκέψη παραμένει στο επίκεντρο όλων των αναλύσεων, και όχι τυχαία: όχι μόνο κατέγραψε με εναργή τρόπο όλες τις ζωντανές συζητήσεις γύρω από την οντολογία αλλά μετέφερε το μεγάλο θέμα της ηθικής και της πολιτικής που πραγματεύεται η φιλοσοφία μέσα στον κόσμο. Το διακύβευμα της φαινομενολογίας και του υπαρξισμού ήταν ανέκαθεν ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος έπαψε πια να βρίσκεται στο κέντρο ενός σολιψιστικού κόσμου, όπως το ήθελε ο Ντεκάρτ, και μετατοπίστηκε σε μια συνθήκη πιο ριζοσπαστική και πιο ανοιχτή σε νέες ερμηνείες.
Οι Γάλλοι κατάφεραν έτσι και να «εξανθρωπίσουν» τη βαριά οντολογική σκευή των Γερμανών και κυρίως να μεταφέρουν τη φιλοσοφία στις καθημερινές συζητήσεις. Η αρχή έγινε αναμφίβολα με τον Σαρτρ, και με τον γοητευτικότατο Καμί, που αμφότεροι έγιναν τα σύμβολα του νέου υπαρξισμού και του ανθρωπισμού σε μια περίοδο που η Ευρώπη δεν είχε απεμπολήσει ακόμα τις μανιχαϊστικές αγκυλώσεις και τις άτεγκτες ιδεολογίες, μοιρασμένη ανάμεσα στα τραύματα που είχε ανοίξει ο ναζισμός και την ισοπεδωτική μηχανή του κομμουνισμού.
Κάπου εκεί κατάφερε να υψώσει το ανάστημά του, ανεβασμένος σε βαρέλια, ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, μεταφέροντας τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα στα θεατρικά του έργα, παρεμβαίνοντας ως οργανικός διανοούμενος στον ανοιχτό δημόσιο διάλογο και προσπαθώντας να απαλύνει τους αιχμηρούς κομμουνιστικούς κανόνες με μια θεωρία πιο ανθρωποκεντρική και πιο ελεύθερη. Ειδικά η διάλεξή του «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός» λίγο μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου έκανε τη μεγάλη τομή, αφού θέλησε να επεξεργαστεί το κρίσιμο ζήτημα της ελευθερίας σε μια εποχή παραδομένη ακόμα σε ένα άτεγκτο ιδεολογικό πλέγμα.
Με τρόπο καταιγιστικό ο Φουκώ αφορμάται από τα διαβάσματά του για τον Μεσαίωνα, τα μεγάλα χριστιανικά κείμενα, εμπνέεται τα μάλα από τον μύθο του Οιδίποδα, μπαίνει στο μυαλό των στωικών αυτοκρατόρων και φιλοσόφων, φτάνει ακόμα και στα πυθαγόρεια «Χρυσά Έπη».
Οι αντιδράσεις ήταν πολλές και, όπως επισημαίνει η Αρλέτ Ελκάιμ-Σαρτρ στην εισαγωγή της ωραία επιμελημένης ελληνικής έκδοσης «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός»: «Οι χριστιανοί κατηγορούσαν τον Σαρτρ, πέρα απ' το ότι ήταν άθεος, ότι ήταν υλιστής: οι κομμουνιστές, αντίθετα, τον κατηγορούσαν ότι δεν ήταν υλιστής. Οι πρώτοι διαμαρτύρονταν ότι "έθετε αυθαίρετα το πρωτείο του καθαυτό", οι δεύτεροι τον μέμφονταν για υποκειμενισμό: οι έννοιες της τυχαιότητας, της εγκατάλειψης, της αγωνίας, προκαλούσαν φρίκη στους μεν και στους δε».
Για την ακρίβεια, πρόκειται για έννοιες που είχε αντλήσει ο Σαρτρ από τη φιλοσοφία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, ο οποίος φάνηκε να ασκεί μεγάλη επιρροή στη μεταφορά του ενδιαφέροντός του από τον κομμουνιστικό υλισμό στη φαινομενολογία. Κυρίως, όμως, ο Σαρτρ ήταν αυτός που έβαλε τα θεμέλια για μια διαφορετική επισκόπηση του κόσμου μέσα από μία και μόνη παράγραφο που έχει γράψει ιστορία και συνιστά μέρος της διάλεξης:
«Αν πράγματι η ύπαρξη προηγείται της ουσίας, τότε δεν μπορούμε να εξηγήσουμε το παραμικρό επικαλούμενοι κάποια δεδομένη και αναλλοίωτη φύση. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει ντετερμινισμός, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος, ο άνθρωπος είναι ελευθερία. Αν, από την άλλη, δεν υπάρχει Θεός, δεν βρίσκουμε μπροστά μας αξίες ή προσταγές που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν τη συμπεριφορά μας. Έτσι, δεν έχουμε ούτε πίσω μας ούτε εμπρός μας, σε κάποιο ιεροπρεπές βασίλειο των αξιών, κάτι που να νομιμοποιεί τη συμπεριφορά μας ή να τη δικαιολογεί. Είμαστε μόνοι, χωρίς δικαιολογίες. Αυτό θα το εκφράσω λέγοντας ότι ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να είναι ελεύθερος. Καταδικασμένος, γιατί δεν δημιούργησε ο ίδιος τον εαυτό του: πλην όμως ελεύθερος, γιατί από τη στιγμή που ρίχτηκε στον κόσμο, είναι υπεύθυνος για όλα όσα κάνει».
Ωστόσο, είχε μπει για τα καλά το λιθαράκι για το άνοιγμα των συζητήσεων και τον ερχομό των διανοητών οι οποίοι αντέταξαν με δημιουργικό τρόπο τη δική τους κοσμοθεωρία και φιλοσοφία σε αυτήν του Ζαν-Πωλ Σαρτρ, όπως ο επίσης φαινομενολόγος Μορίς Μερλό-Ποντί, ο οποίος συνέδεσε τη φιλοσοφία με άλλα πεδία, π.χ. την τέχνη ή την ψυχανάλυση.
Στον αντίποδα των λακανιστών αλλά και του δομισμού του Λεβί-Στρος βρέθηκαν, επίσης, οι καινοφανείς θεωρίες του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος κατάφερε να συναρμόσει τις ψυχαναλυτικές θεωρίες με τη δημοκρατική σκέψη, την ηπειρωτική φιλοσοφική παράδοση με έναν νέο υποκειμενισμό. Στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο «Καστοριάδης, Φουκώ και αυτονομία» της Μαρσέλα Τοβάρ-Ρεστρέπο, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όχι μόνο αναλύονται οι βασικές αρχές της καστοριαδικής σκέψης αλλά τίθενται στο πλαίσιο του μεγάλου διαλόγου της εποχής και σε σύγκριση με τις θεωρίες του Μισέλ Φουκώ.
Ωστόσο, η Τοβάρ-Ρεστρέπο δεν εγκλωβίζεται στην τεράστια αντιπαράθεση που σοβεί εδώ και χρόνια ανάμεσα στους δύο κορυφαίους αυτούς διανοητές και τους ακολούθους τους –άλλος ένας φιλοσοφικός εμφύλιος!– αλλά προσπαθεί να ανιχνεύσει έναν νέο τρόπο λειτουργικής συνάντησης Καστοριάδη και Φουκώ, ο οποίος συνίσταται στις επαναπροσεγγίσεις τους αναφορικά με τα θέματα της κοινωνικής αλλαγής, της κοινωνίας και της υποκειμενικότητας.
Η Τοβάρ-Ρεστρέπο αναλύει εν προκειμένω όλα τα στάδια της καστοριαδικής σκέψης, από την τροτσκιστική περίοδο και την «autogestion», δηλαδή τον σπόρο της αυτονομίας, την οντολογική του μετάβαση στο ριζικό φαντασιακό μέσω της ψυχανάλυσης και την καινοφανή μαγματική λογική έως την κοινωνικοπολιτική του πρόταση μέσω της ατομικής αυτονομίας, η οποία περισσότερο εμπνέεται από τη διυποκειμενικότητα και τη συνολική δημιουργία παρά από τον ατομισμό.
Παρότι αναφανδόν υπέρ της καστοριαδικής κοσμοαντίληψης, η συγγραφέας αφιερώνει ένα διεξοδικό κεφάλαιο στη γενεαλογική πρόσληψη της Ιστορίας από τον Μισέλ Φουκώ, αναλύοντας εκτενώς την κριτική του στην παντοδυναμία της γνώσης που «επέβαλε πειθαρχία, επιτήρηση και ρύθμιση» αλλά και την ύστερη ενασχόλησή του με τις τεχνολογίες του εαυτού, αναγνωρίζοντας την «πρωτοτυπία του και τους λεπτούς τρόπους με τους οποίους εξέτασε λεπτομερειακά τους ιστορικούς σχηματισμούς και την άσκηση εξουσίας από αυτούς».
Αυτήν τη λαμπερή μετάβαση στην ανάλυση της εξουσίας μέσα από τις εκδηλώσεις αλήθειας –συγκεκριμένα τελετουργικά, λεκτικές ή άρρητες μεθοδεύσεις και τεχνουργίες, τις οποίες ο φιλόσοφος φτάνει να αποκαλεί αληθουργίες– καταγράφει με απόλυτη ενάργεια στις διαλέξεις του στο Κολέγιο της Γαλλίας ο Φουκώ. Ειδικά η χρονιά 1979-1980, οπότε έχει φτάσει στο απόγειο της δόξας του και οι φοιτητές που σπεύδουν να τον δουν και να τον ακούσουν ξεπερνούν κάθε προηγούμενο, είναι από τις πλέον καίριες για την εξέλιξη του γενεαλογικού του συστήματος και την ωρίμανση των αναλύσεών του για τους πολύτροπους μηχανισμούς της εξουσίας.
Με τρόπο καταιγιστικό ο Φουκώ αφορμάται από τα διαβάσματά του για τον Μεσαίωνα, τα μεγάλα χριστιανικά κείμενα, εμπνέεται τα μάλα από τον μύθο του Οιδίποδα, μπαίνει στο μυαλό των στωικών αυτοκρατόρων και φιλοσόφων, φτάνει ακόμα και στα πυθαγόρεια Χρυσά Έπη, γνωρίζοντας, για παράδειγμα, ότι ο Κλήμεντας ο Αλεξανδρέας με το περίφημο «γνώναι αυτόν» μπορεί να λέει περισσότερα για την υποκειμενικότητα απ' ό,τι οι λακανικές θεωρήσεις.
Είναι θαυμαστός, άλλωστε, ο τρόπος που ο Φουκώ εμμένει στα αρχαία κείμενα, εξερευνώντας όλες τις δυνατότητες της τελετουργίας, του μαγικού στοιχείου, της εμφάνισης της αλήθειας μέσω του μύθου, προκειμένου να κάνει διαπιστώσεις για τον τελετουργικό και πολύπλοκο τρόπο εκδήλωσης της αλήθειας σήμερα. Εξάλλου, ο μηχανισμός της διηνεκούς ομολογίας δεν είναι συγκαιρινό φαινόμενο ούτε εξαντλείται στους θρησκευτικούς ή στους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής αλλά αντλεί έμπνευση από τις αρχές της εξομολόγησης, που άρχισε να παίζει διαφορετικό ρόλο όταν έγινε ατομική confessio σε σχέση με τότε που ήταν δημόσια ομολογία.
Διαβάζοντας κανείς τις διαλέξεις που περιλαμβάνονται στον τόμο «Για την κυβέρνηση των ζωντανών – Μαθήματα στο Κολέγιο της Γαλλίας, 1979-1980» αντιλαμβάνεται τη ζωντάνια ενός καταιγιστικού λόγου ενώπιον αμέτρητων φοιτητών, που μετατοπίζεται με αξιοθαύμαστη επάρκεια από αρχαία κείμενα (Αριστοτέλης, Πλάτωνας, Όμηρος, Ευριπίδης και Σοφοκλής), τα οποία ο Φουκώ φαίνεται να θυμάται απέξω, σε χριστιανικούς κώδικες, ιστορικά έργα, κείμενα που έγιναν σημεία αναφοράς, όπως οι Εννεάδες του Πλωτίνου ή οι Σάτιρες του Γιουβενάλη, τα οποία μεταφράζει για τις ανάγκες του μαθήματος.
Προφανώς, όλοι όσοι επιμένουν να θεωρούν τον Φουκώ «μεταμοντέρνο» –όρο που ο ίδιος αποποιούνταν– δεν έτυχε να ανακαλύψουν στις καίριες επισημάνσεις –ποτέ αποδομήσεις, ούτε καν κριτικές, αφού η λογική του καλού και του κακού απουσιάζει εντελώς από το γενεαλογικό του σύστημα–, όλη την πορεία εξέλιξης της υποκειμενικότητας, των μηχανισμών εξουσίας και γνώσης –που εδώ μετατρέπεται σε αληθουργία–, της εξερεύνησης του εαυτού, της ομολογίας ή της αποκάλυψης του τρόπου με τον οποίο συναρμόζεται η τέχνη του κυβερνάν με τους μηχανισμούς ελέγχου και αποκάλυψης της αλήθειας.
Το «ορθόν έπος», για το οποίο κάνει αναλυτικά λόγο ο Φουκώ, δεν ήταν διόλου μονοσήμαντο, αφού συνταίριαξε έναν προφητικό με έναν πιο μυστικό, που δεν διαφοροποιούνταν από την αυστηρή αρχή της γνώσης με τη σύγχρονη, πιο ορθολογική εδραίωση του αληθούς (βλέπε τις λογικές διακυβέρνησης τόσο στον Οιδίποδα όσο και στα σύγχρονα κράτη). Πρόκειται για κοινά γενεαλογικά συστήματα, τα οποία δεν διαχωρίζουν τις περιόδους στον βαθμό που λογικές αποκάλυψης του σφάλματος ως αμαρτίας υπάρχουν σε προηγούμενα επιστημονικά συστήματα και οι διαφορετικοί τρόποι υποκειμενικότητας έχουν να κάνουν με τις σύγχρονες λογικές εκδήλωσης της αλήθειας και άσκησης της εξουσίας, τις οποίες βρίσκουμε, για παράδειγμα, στην αρχή του Σολζενίτσιν ως τρομοκρατία ή στη σύγχρονη αρχή της ορθολογικότητας του Μποτέρο.
Με άλλα λόγια, είναι γοητευτικές οι επισημάνσεις για τις στενές σχέσεις ανάμεσα στην τέχνη του κυβερνάν και στη γνώση της αλήθειας που μόνο ο Φουκώ μπορεί να καταφέρει με τέτοιον καινοφανή, ζωντανό και ασπαίροντα τρόπο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.