Έχω αφήσει έξω Κάλβους και Καρούζους και Κακναβάτους. Ούτε τον Νίκο-Αλέξη, ούτε τον κύριο Ντίνο, ούτε τις Παραλογές σε επιμέλεια Ιωάννου. Ως και τον «Γιατρό Ινεότη» δεν έβαλα στα δέκα. Γιατί τα δικά μου δέκα είναι αυτά που ταξίδεψαν, ποδοπατήθηκαν, χάθηκαν, ξαναβρέθηκαν πιο πολύ απ'όλα. Αυτό ήταν το κριτήριο.Η εμμονή, η τρέλα, το άγριο κόλλημα μ' αυτά τα βιβλία. Τα περισσότερα είναι ξεχαρβαλωμένα από καβγάδες, χυμένους καφέδες, λαδιές φαγητού. Δεν με νοιάζει. Τα αγαπώ γιατί αυτά είναι εγώ κι εγώ είμαι αυτά.(Και, φυσικά, εκτός συναγωνισμού, κλεμμένο 10+1, τα «Άπαντα του Κόντε», αέναη προίκα μου από έναν θείο Αλέξανδρο που δεν γνώρισα ποτέ.)
1.
«Μ' ένα στεφάνι φως» της Τζένης Μαστοράκη
Μετά τον Γενάρη του ενενήντα, που σκόνταψα στο φως της, τίποτε δεν ήταν ίδιο. Κυρίως εγώ. «Μικρό μου, μήτε απ' τα πουλιά και μήτε – (...)». Βυθισμένη στο κάτοπτρο - Τζένη Μαστοράκη, μαγεμένη στο φως της, τελειωμένη στα χεράκια της.
Το «Στεφάνι» είναι όλα τα ποιήματα που γράφτηκαν και θα γραφτούν.
«(...) σαν ερπετό, μεγάλη σαύρα που βουτά, θα / 'ρθει, μετά την αγωνία στα στενά, σώμα καμένο / και χλωρό κεφάλι, θαρθεί, κατάχλωρος απ' τη / φωτιά, κι ό,τι εξαντλεί ,σαΐτα, βόλι και κακό / φιλί/ /ο μάγος έρωτας, ο τρόμος έρωτας το φέρνει πάλι».
Μόνο θαυμασμός και ευγνωμοσύνη. Μόνο.
2.
«Η φάρσα» της Έρσης Σωτηροπούλου
Το συγκλονιστικότερο μυθιστόρημα της νεότερης ελληνικής. Η Ρένα και η Τίτι με όπλο ένα ακουστικό τηλεφώνου γαζώνουν την ηλιθιότητα του έθνους. Η Σωτηροπούλου με άφησε παγωτό να σκουπίζω σάλια μπροστά στον πλέον αχαλίνωτο λεκτικό ερεθισμό.
3.
«Άννα, να ένα άλλο» της Μαρίας Μήτσορα
Η «Πρώτη μέρα έξω» ξεκινάει με τη φράση: «Κάποτε με λέγανε Κώστα και πήγαινα συνέχεια σινεμά». Το «Ποσοστό συμμετοχής» ξεκινάει με τη φράση «Το πρωί της κηδείας του πατέρα μου ο ουρανός ήταν μεξικάνικο μπλε». Η Μήτσορα, το μακρινό 1978, μας είχε στείλει όλους να μαζεύουμε βρούβες. Λίγα βιβλία μ' έχουν συγκλονίσει τόσο, λίγα διηγήματα διαθέτουν τέτοια σπάνια γλωσσική θερμοκρασία.
4.
«Ο κ. ΄Ιβο / Το ιδιωτικό αεροπλάνο»του Βασίλη Στεριάδη
Αγάπησα με τρέλα την ποίηση του Στεριάδη. Αυτό όμως το βιβλιαράκι με τις δύο πρώτες του συλλογές καθόρισε το βλέμμα και τη γλώσσα μου. Κλαυσίγελως, ψευδοηρωισμός και μπουρλέσκο στην πλέον διαστρεβλωτική διαχείριση. Αν τον προλάβαινα ζωντανό, θα του έλεγα απλώς: «Κύριε Μπίλι, με τρελάνατε εξάπαντος και ολωσδιόλου». Θα χαιρόταν πολύ πιστεύω.
5.
«Τζούλια» του Γιάννη Ζέρβα
«Ίσως έφταιγε που ψάρεψα το μπωλ μόνο και μέσα / από ένα τοπίο φράουλες / ή έντυσα το κεφάλι μου μ' έναν ταχύ αυτοκινητόδρομο / πολλαπλών κατευθύνσεων (...)».
Αυτοί οι στίχοι από την απολογία της Τζούλιας με κυνηγάνε από το 1989 – τότε έπεσε στα χέρια μου αυτό το κόσμημα (που γράφτηκε στα 1983). Χρόνια ήμουν η Τζούλια που δεν μπορούσε να είναι η Τζούλια, ακόμη δεν έχω ξεπεράσει στίχους όπως: «(...) η Τζούλια / είναι μια οθόνη που μετατοπίζεται κι όποτε φεύγει / κλείνει πίσω της την πόρτα».
«Ίσως έφταιγε που ψάρεψα το μπωλ μόνο και μέσα / από ένα τοπίο φράουλες / ή έντυσα το κεφάλι μου μ' έναν ταχύ αυτοκινητόδρομο / πολλαπλών κατευθύνσεων (...)».
Αυτοί οι στίχοι από την απολογία της Τζούλιας με κυνηγάνε από το 1989 – τότε έπεσε στα χέρια μου αυτό το κόσμημα (που γράφτηκε στα 1983). Χρόνια ήμουν η Τζούλια που δεν μπορούσε να είναι η Τζούλια, ακόμη δεν έχω ξεπεράσει στίχους όπως: «(...) η Τζούλια / είναι μια οθόνη που μετατοπίζεται κι όποτε φεύγει / κλείνει πίσω της την πόρτα».
6.
«Σκοτεινά Τοπία» του Γιώργου - Ίκαρου Μπαμπασάκη
Τα «Σκοτεινά Τοπία» του Μπαμπασάκη είναι το Rosso Antico, oι θρυλικές εκδόσεις Ερατώ του Μανουσάκη,το Flower, ο κύριος Λώρας. Είναι η διακειμενικότητα με την καταραμένη Πατησίων και τα ποιήματα του Σταθόπουλου και του Τζώρτζη. Είναι μια εποχή που καθόρισε ο Καρούζος και ο Tom Waits, είναι η φασαριόζικη στέψη μιας παρέας ως κέντρο του κόσμου στα σκοτεινά τέλη των θεοσκότεινων '80s.
7.
«Τα ποιήματα μιας αρσενικής πόρνης» του Ιγνάτη Χουβαρδά
Τα ποιήματα μιας αρσενικής πόρνης (μαζί με τα «Ροζ σκηνικά» που είχαν κυκλοφορήσει το 1987, λίγους μήνες πριν δηλαδή) ήταν η μονότονη και επαναληπτική σερενάτα για τη σεξουαλική απουσία. Μελαγχολική και εμμονική ποίηση που με τάραξε. Το «Η Στέλλα θέλει πολύ» τελειώνει έτσι:
«(...) κι η πόλη δεν αποτελείται / από δρόμους, πολυκατοικίες, μαγαζιά / και πάρκα / αλλά μέρη που προσφέρονται».
8.
«Τα ζώα της Κυριακής» του Γιάννη Τζανετάκη
«(...) Και βλέπω από τις τρύπες κι είναι μέρα / και λέω, παιδί μου, από ποια Φινλανδία / και σε ποιο άρωμα της τρέλας φεγγοβόλησες».
Κάτι τέτοιους στίχους του Τζανετάκη διάβαζα και μετά έπαιρνα τηλέφωνα σ' όλα τα ταξιδιωτικά γραφεία να κλείσω μία άνευ επιστροφής για Ελσίνκι. ΄Εγινε κι αυτό γκράφιτι, σουβέρ, σαΐτα. Αγαπήθηκε, σχίστηκε, ξανααγοράστηκε.
9.
«Ο φύλακας στη σίκαλη» του J.D. Sallinger
Χόλντεν Κώλφηλντ: ο φίλος μου κάλπης, ο πιτσιρίκος και τα ρέστα. Εγώ πάντα το Φοιβάκι του κι αυτός στην άκρη του γκρεμού να με φυλάει. «Gin a body meet a body / Comin thro' the rye» στο πιο τρυφερό μυθιστόρημα ανυπακοής. Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη (φαινομενικά αξεπέραστη από το 1977, που πρωτοεκδόθηκε στα ελληνικά) θα ξεπεραστεί τριάντα επτά χρόνια μετά από την ίδια την Τζένη Μαστοράκη. Η νέα μετάφραση με τίτλο «Στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης» είναι υπόδειγμα γλωσσικής παιδείας και λεκτικού ενστίκτου - «Όνειρα γλυκά, μαβλάκες!».
10.
«Το ηλεκτρικό πρόβατο» του Philip Dick
Ο απόλυτος ρομαντισμός κρυμμένος στην πιο θλιμμένη ερωτική ιστορία επιστημονικής φαντασίας, αυτή του Ρικ και της Ρέιτσελ. Ο Ντικ είναι υπεύθυνος για την αγάπη μου στις ρέπλικες και στις ερειπωμένες πόλεις. Ο Ντικ είναι επίσης υπεύθυνος για τον μόνιμο θυμό μου με τον Πλάστη, την πολιτική και τον θάνατο.
10 + 1.
«Άπαντα» του Διονυσίου Σολωμού
Εδώ άλαλα τα χείλη.
«Βλέπεις τούτους τους τάφους; καμμιά μέρα / εδώ μέσα και συ θε να κοιμάσαι / έως όπου ψηλά θέλει βουίση / η σάλπιγγα η στερνή να σε ξυπνήση».
Προσκυνάς, ανάβεις κεράκι και μετά πας να πιείς κολόνια.
______
H Γλυκερία Μπασδέκη είναι ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας. Στo LIFO.gr διατηρεί την στήλη Crying Game
Επιμέλεια: Μαρκέλλα Ανδρικάκη
σχόλια