1.
«Το τέλος της μικρής μας πόλης», Δημήτρης Χατζής
Έχουν περάσει πολλά χρόνια, ούτε που θυμάμαι πότε το διάβασα, μάλλον στο Λύκειο ήμουν, μία από εκείνες τις Κυριακές που έπρεπε να αποστηθίσεις για κάποιο διαγώνισμα της Δευτέρας και το μυαλό είχε άλλα σχέδια. Το βρήκα σε μια μοναχική αναδίφηση, καταχωνιασμένο στη βιβλιοθήκη, είχε το όνομα της μητέρας μου και μια χρονολογία, ήταν μια παλιά έκδοση με τη ράχη τσακισμένη. Διάβασα και τα επτά διηγήματα μονορούφι. Ακόμη και σήμερα θυμάμαι, με το ίδιο παράπονο, τη Μαργαρίτα Περδικάρη, τη θεία Αγγελική και τον Σιούλα, τον ταμπάκο, τα βάσανά τους και τη ζωή τους στα Γιάννενα, την ανθρωπιά και τη μοναξιά τους σε μια πόλη κι έναν κόσμο που ολοένα αλλάζουν, δίχως να τους υπολογίζουν.
2.
«Το βιβλίο του Ντάνιελ», E.L. Doctorow, Πόλις
Σε δύο μέρες το είχα τελειώσει. Το διάβασα στο μετρό, στην κυλιόμενη, στον δρόμο, στο σπίτι, παντού. Με συνεπήρε από την πρώτη σελίδα. Η δίκη των Ρόζενμπεργκ στα χρόνια του μακαρθισμού μέσα από το βλέμμα του επινοημένου γιου τους, Ντάνιελ. Ένα ιστορικό γεγονός μέσα από τη μυθοπλασία. Η ιστορίας της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Αμερική και ο σταδιακός αφανισμός της μέσα από την πάντα σύγχρονη γραφή του Doctorow.
3.
«Η γλώσσα που δεν κόπηκε», Ελίας Κανέτι, Καστανιώτης
Τα παιδικά χρόνια του Κανέτι και το πέρασμα στην εφηβεία, ένα προσωπικό οδοιπορικό στον χώρο και στον χρόνο. Η ενηλικίωση, η ωρίμανση και ο απολογισμός του συγγραφέα μέσα από τη μνήμη και τη γραφή. Κι όλο αυτό με έναν λόγο μετρημένο, αποστασιοποιημένο απ' αυτά που ήρθαν κι έφυγαν• τα τόσο οικεία και κοντινά, μια καταγραφή του παρελθόντος, που δεν εκβιάζει ούτε στιγμή το συναίσθημα του αναγνώστη.
4.
«Αθανασία», Μίλαν Κούντερα, Εστία
Θυμάμαι να το διαβάζω στα αγγλικά σε ένα μεταμεσονύκτιο τρένο από το Μαντράς με προορισμό τη Βομβάη. Στη δεύτερη σελίδα του γράφει με μολύβι: Μαντράς, 13 Απριλίου του 1996, 120 ρουπίες. Στα δικά μου χέρια βρέθηκε τα Χριστούγεννα του 2000. Το δανείστηκα και δεν το επέστρεψα ποτέ. Ίσως γιατί το εξέλαβα ως ένα αναπάντεχο δώρο• ενθύμιο εκείνης της εποχής και του μεγάλου ταξιδιού στην Ινδία. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Κάπως έτσι κέρδισε τη δική του «μικρή» αθανασία στην καρδιά μου και τη βιβλιοθήκη μου.
5.
«Το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο», Λώρενς Ντάρελ, Μεταίχμιο
Θυμάμαι ακόμη την έκπληξή μου και τον θαυμασμό μου για τον συγγραφικό άθλο του Ντάρελ, για τη συναρπαστική αφήγησή του, την περίτεχνη γλώσσα και τη δαιδαλώδη του σκέψη. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι ο Τσίρκας γράφει για τον Ντάρελ στο προσωπικό του ημερολόγιο στις 21 Μαΐου του 1959: «Διαβάζω του κερατά του Lawrence Durrell την τετραλογία που λέγεται "Alexandrian Quartet" ("Justine", "Balthazar", "Mountolive", "Clea") μυθιστορήματα αλεξανδρινά – γρήγορα θ' ακούσεις πως του δώσανε το Νόμπελ. Και σκάω από λύσσα. Γιατί αυτά ήταν τα θέματά μου. Είναι της παρακμής ο άθλιος, αλλά έχει πολύ ταλέντο».
Από την τετραλογία ξεχωρίζω την «Ιουστίνη».
6.
«Ο άγγελος της πείνας», Χέρτα Μίλερ, Καστανιώτης
Ξεκίνησα να το διαβάζω στο Βερολίνο, το χιόνι είχε καλύψει το δρόμους και το θερμόμετρο έδειχνε μείον δέκα, ήταν Δεκέμβρης του '11, κι ενώ είχα σκοπό να το διαβάσω σχετικά γρήγορα για να πιάσω στα χέρια μου τον Μαύρο Κύκνο του Μίτσελ, δεν μπορούσα, δεν άντεχα να διαβάσω πάνω από είκοσι, τριάντα σελίδες τη φορά. Ίσως γιατί ήταν τέτοια η γραφή κι η φρίκη των στρατοπέδων, τόσο ζωντανή η πείνα, τόσο βαθιά η απόγνωση, που ήθελα κάθε τόσο μια παύση να ανασάνω. Μου πήρε δυο βδομάδες να το τελειώσω.
7.
«The dream of a common language», Adrienne Rich,
Χωρίς λόγια. Κάπου στη μέση μιας μεγάλης διαδρομής με ενοικιαζόμενο αμάξι από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο το καλοκαίρι του 1999.
Χ
Το σκυλί σου, ήρεμο κι αθώο μισοκοιμάται
μέσ' από τις κραυγές μας, μέσ' από τις ψιθυριστές, πρωινές συνωμοσίες
και τα τηλεφωνήματά μας. Ξέρει αυτό – τι μπορεί να ξέρει;
Κι όταν με την ανθρώπινη αλαζονεία μου νομίζω πως μπορώ
να διαβάσω τη ματιά του, μέσα της βρίσκω μονάχα δικές μου ζωώδεις σκέψεις:
ότι τα πλάσματα αποζητούν το ένα τ' άλλο, ν' αναπαυτεί το σώμα•
ότι οι φωνές απ' την ψυχή διαπερνούν τη σάρκα
βαθύτερα απ' ότι πρόβλεψε το δύσκαμπτο μυαλό•
κι ότι οι γήινες νύχτες ολοένα ψυχραίνουν
για τους ομοτάξιδους που πασχίζουνε ν' αγγίξουν
κάποιο πλάσμα – ταξιδιώτη ως τα μύχια.
Κι ότι δίχως τρυφερότητα, ζούμε απλώς στην κόλαση.
(Από τα 21 ποιήματα αγάπης, μετάφραση Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη)
8.
«Rabbit is rich», John Updike
Γράφοντας για τα δέκα βιβλία που με έχουν σημαδέψει, συνειδητοποιώ ότι έχω συνδέσει τα περισσότερα με κάποιο ταξίδι. Μακρινό ή κοντινό. Σε τόπους οικείους ή άγνωστους. Η τετραλογία του Λαγού, και δη το «Ο λαγός είναι πλούσιος», μου είναι για κάποιον λόγο ιδιαίτερα οικεία. Ίσως γιατί σπούδασα στην Αμερική κι εκεί έκανα τα πρώτα μου όνειρα. Εκεί ενηλικιώθηκα κι εκεί προσπάθησα να δω το καθρέφτισμά μου στο μέλλον. Όλοι τρέχουμε να ξεφύγουμε από κάτι που μας βασανίζει, κι όλο σ' αυτό επιστρέφουμε. Είναι η αντανάκλασή μας, οι προβολές μας κι όλα όσα αφήσαμε στη μέση.
9.
«Το σπίτι με τα εφτά αετώματα», Ναθαναήλ Χόθορν, Gutenberg
Κάποια βιβλία σε επιλέγουν. Δεν βρίσκονται τυχαία στον δρόμο σου. Σου μαθαίνουν πράγματα, σε παίρνουν από το χέρι και σε βοηθούν να προχωρήσεις ένα βήμα παραπέρα, στήνουν μια γέφυρα εκεί που δεν υπάρχει, σε βγάζουν από το δίλημμα, είτε αυτό είναι υπαρκτό είτε όχι. Κατά τη γνώμη μου, το «Σπίτι με τα εφτά αετώματα» είναι το καλύτερο βιβλίο του Χόθορν. Μπλέκει το σκοτεινό με το ρομαντικό, τη φαντασία με τον ρεαλισμό, στήνει ολοζώντανους χαρακτήρες και δομεί μια περίτεχνη αφήγηση. Νέα Αγγλία, 19ος αιώνας, ένα σπίτι φημισμένο για τα εφτά αετώματά του, συνδεδεμένο με τις τύχες της οικογένειας Πίντσιον. Ένα μυστικό και μια κατάρα, που βαραίνουν κάθε νέα γενιά και δεν την αφήνουν να ορθοποδήσει. Τα λάθη και οι αστοχίες του παρελθόντος που γιγαντώνονται στο μέλλον και τυραννούν και κατατρύχουν τις επόμενες γενιές.
10.
«Ένα δικό σου δωμάτιο», Βιρτζίνια Γουλφ
Το διάβασα στο πανεπιστήμιο. Ήταν στη λίστα με τα βιβλία που έπρεπε να διαβάσουμε όλοι οι πρωτοετείς, ανεξαρτήτως κατεύθυνσης σπουδών. Για την εποχή του ένα δοκίμιο επαναστατικό, ορόσημο της γυναικείας χειραφέτησης. Η Γουλφ το γράφει για μια διάλεξη που ετοιμάζει τον Οκτώβριο του 1928 με θέμα «Γυναίκες και Πεζογραφία». Ανατρέχει στη βιβλιοθήκη του Όξμπριτζ και συνειδητοποιεί ότι τα ράφια είναι γεμάτα βιβλία που έχουν γράψει άνδρες. Τα ξεφυλλίζει και βρίσκει τη γραφή τους θυμωμένη. Κι οι τίτλοι που είναι γραμμένοι από γυναίκες, ελάχιστοι. Η Γουλφ καταλήγει: μια γυναίκα θέλει ένα σταθερό εισόδημα κι ένα δικό της δωμάτιο για να γράψει. Μια γυναίκα πρέπει να έχει τις ίδιες ευκαιρίες για να δημιουργήσει.
Η Κάλλια Παπαδάκη, είναι συγγραφέας και σεναριογράφος. Τα βιβλία της κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πόλις:«Ο ήχος του ακάλυπτου" (βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού "Διαβάζω" για το 2010), Λεβάντα στον Δεκέμβρη (2011), Δενδρίτες (2015).
σχόλια