ΤΙ ΤΑΞΙΔΙ ΚΙ ΑΥΤΟ που προσφέρει ο Μάριο Βάργκα Λιόσα στο «Παλιοκόριτσο»! Στο ομώνυμο μυθιστόρημά του (μετ. Μ. Μπονάτσου, Καστανιώτης, 2007) η δράση ξεκινά από τη Λίμα της δεκαετίας του ΄50 –για την ακρίβεια από τη σικάτη συνοικία Μιραφλόρες, όπου η ανέμελη νεολαία λικνίζεται στους ρυθμούς του μάμπο ανακαλύπτοντας τη σεξουαλική ηδονή– και στη συνέχεια ξεδιπλώνεται στο Παρίσι των υπαρξιστών, στο Λονδίνο των ψυχοτρόπων ουσιών, στο Τόκιο των ηδονοβλεπτών καθώς και στη Μαδρίτη του '90, για να καταλήξει και πάλι στο σύγχρονο Περού.
Ένας προσεχτικός αναγνώστης, πίσω από την παθητικότητα του Ρικάρντο, διακρίνει την αδυναμία της φιλελεύθερης αστικής τάξης του Περού να συμβάλει αποφασιστικά στη δημοκρατική ανοικοδόμηση της χώρας.
Κάθε στάση κι ένας ολόκληρος κόσμος. Κάθε άλμα στον χρόνο κι ένα παράθυρο στα κινήματα και τις νοοτροπίες που σημάδεψαν το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, δοσμένα με αξιοθαύμαστη διεισδυτικότητα και ακρίβεια. Και σε κάθε πόλη, η ίδια γυναίκα, το «παλιοκόριτσο», με διαφορετικό μεν προσωπείο αλλά πάντα ατίθαση, ξελογιάστρα και σκληρή, ν’ αναστατώνει τη ζωή του αφηγητή, του Ρικάρντο, αιχμαλωτίζοντάς τον σ’ έναν βασανιστικό έρωτα απ’ τον οποίο μόνον ο θάνατος μπορεί να τον γλιτώσει.
Σ’ ένα πρώτο επίπεδο, ο Περουβιανός κοσμοπολίτης (Νόμπελ Λογοτεχνίας 2010) μας καλεί να παρακολουθήσουμε τη φλογερή, παθιασμένη και τρικυμιώδη ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο εκπατρισμένους όπως ο ίδιος: έναν διερμηνέα της Ουνέσκο και μια κοπέλα ταπεινής καταγωγής, αποφασισμένη να ξεφύγει μια και καλή από τη μιζέρια.
Το «παλιοκόριτσο» μεταμορφώνεται διαρκώς: στην εφηβεία της, στη Λίμα, παρουσιαζόταν ως Χιλιανή, ώστε να καμουφλάρει τα ταξικά χαρακτηριστικά της. Στο Παρίσι εμφανίζεται με τη στολή της επαναστάτριας, έτοιμη ν’ αγωνιστεί στο πλευρό του Φιντέλ Κάστρο.
Σύντομα, όμως, επανακάμπτει στον ορίζοντα του αφηγητή ως καλοστεκούμενη αστή, παντρεμένη διαδοχικά με γηραιό Γάλλο διπλωμάτη, μ’ Εγγλέζο αριστοκράτη και με Γιαπωνέζο μπίζνεσμαν, ο οποίος με τα νοσηρά σεξουαλικά παιχνίδια του θα τη σακατέψει. Σε κάθε στραβοπάτημά της, όμως, η συμπαράσταση του «καλόπαιδου» Ρικάρντο είναι δεδομένη. Το πηγάδι του έρωτά του γι’ αυτή δεν στερεύει ποτέ.
Παράλληλα, ο Μάριο Βάργκας Λιόσα αποτυπώνει στο «Παλιοκόριτσο» την πρόσφατη ιστορία του Περού (από τη μια δικτατορία στην άλλη), αντιδιαστέλλοντάς την με την έκρηξη ιδεών και την επανάσταση των ηθών στη Δύση. Κι ένας προσεχτικός αναγνώστης, πίσω από την παθητικότητα του Ρικάρντο, διακρίνει την αδυναμία της φιλελεύθερης αστικής τάξης του Περού να συμβάλει αποφασιστικά στη δημοκρατική ανοικοδόμηση της χώρας.
Το μυθιστορηματικό alter ego του Λιόσα, καθώς επιστρέφει στη Λίμα με καθυστέρηση δεκαετιών, δεν παύει ν’ αναρωτιέται: πώς τόσοι άνθρωποι, βασικά καθωσπρέπει, που όλη τους τη ζωή ονειρεύονταν την πρόοδο, έφτασαν να διαπιστώνουν στα γηρατειά τους ακόμα μεγαλύτερες ανισότητες, ακόμα μεγαλύτερη βία και ανασφάλεια; Προβαίνοντας στον προσωπικό του απολογισμό, ο Ρικάρντο διαπιστώνει πώς έχει μετατραπεί «σ’ ένα πλάσμα χωρίς ρίζες, σ’ ένα φάντασμα».
Το μόνο πεδίο που μοιάζει στα μάτια του πρόσφορο για να ριψοκινδυνέψει επιτέλους και να επανασυνδεθεί με τον τόπο του είναι αυτό της λογοτεχνίας. Ένα πεδίο που, σε αντίθεση με τη δουλειά του διερμηνέα, θέτει πολλά ηθικά διλήμματα. Ένα πεδίο όπου ο Λιόσα, έχοντας εγκαταλείψει τις πολιτικές φιλοδοξίες του, εξακολουθεί να διαπρέπει.