ΛΕΝΕ ΠΩΣ ΤΑ Χριστούγεννα είναι επινόηση των πτηνοτρόφων. (Το «λένε» είναι τρόπος του λέγειν, αφού από τη βιβλιογραφία ξέρουμε ότι ο μόνος που το έχει πει είναι ο Μπέρναρντ Σο, γνωστός παραδοξολόγος.)
Το σίγουρο είναι ότι τα Χριστούγεννα, δηλαδή το πώς τα γιορτάζουμε, είναι γερμανο-αγγλο-αμερικανική επινόηση που άρχισε να κατακτά όλο τον κόσμο από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων γιορταζόταν σύμφωνα με τις παραδόσεις κάθε τόπου, περισσότερο θρησκευτική εορτή παρά αποθέωση της οικογενειακής ευτυχίας (της μεσαίας τάξης πρωτίστως) και της κατανάλωσης.
Αυτά είναι, ας πούμε, τα Χριστούγεννα στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, που δεν είναι αποκλειστικά θρησκευτικά, αλλά έχουν πάντα στο κέντρο τους τα ανθρώπινα πάθη, ένα μυστήριο που αρκετές φορές φτάνει στα όρια του θρίλερ, την παρηγοριά από το ρούμι («να πίη ένα ρώμι να ζεσταθή») και, φυσικά, τα στοιχεία της φύσης και τον χειμώνα – φουρτουνιασμένη θάλασσα, βοριάς, χιονισμένα βουνά, εκείνη η φράση «σφοδρός άνεμος κατήρχετο παγετώδης από τα χιονισμένα βουνά».
Τα Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα του Παπαδιαμάντη, που «πακεταρίστηκαν» πολύ νωρίς από τις εκδόσεις Φέξη τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, έχουν δημιουργήσει, για τους περισσότερους από μας, ένα λογοτεχνικό αντίβαρο στη βικτωριανή λογοτεχνία των Χριστουγέννων, που είναι κυρίαρχη εδώ και περίπου δύο αιώνες.
Τα βικτωριανά Χριστούγεννα τα επέβαλε όμως οριστικά η λογοτεχνία με τη νουβέλα (και όχι novel) του Καρόλου Ντίκενς, Α Christmas Carol (Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία), που κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843 και στις λίγες μέρες που ακολούθησαν μέχρι τα Χριστούγεννα είχε πουληθεί σε 6.000 αντίτυπα.
Η βασίλισσα Βικτωρία παντρεύτηκε τον Γερμανό πρίγκιπα Αλβέρτο το 1840. Ο Αλβέρτος, πρίγκιπας του Σαξκοβούργου, όπως τον έλεγαν στα ελληνικά (Saxe-Coburg), έφερε στην Αγγλία, από την πατρίδα του, το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Μια γκραβούρα, που δημοσιεύτηκε το 1848 στο «Illustrated London News» και έδειχνε τη βασίλισσα, τον πρίγκιπα και τα παιδιά τους να στολίζουν το δέντρο, εκλαΐκευσε τη γερμανική παράδοση και την έφερε σε κάθε μεσοαστικό σπίτι, όχι μόνο στη Βρετανία αλλά και σε όλο τον κόσμο.
Τα βικτωριανά Χριστούγεννα τα επέβαλε όμως οριστικά η λογοτεχνία με τη νουβέλα (και όχι novel) του Καρόλου Ντίκενς, Α Christmas Carol (Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία), που κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 1843 και στις λίγες μέρες που ακολούθησαν μέχρι τα Χριστούγεννα είχε πουληθεί σε 6.000 αντίτυπα, όπως διαβάζω στη βιογραφία της Κλερ Τόμαλιν, Charles Dickens, A Life (2011).
Ο Ντίκενς είχε γράψει τη νουβέλα μέσα σε δυο μήνες. Είναι ο μόνος, μεταξύ των σύγχρονων συγγραφέων, που δημιούργησε μια τόσο πειστική εικόνα ευτυχίας. Ίσως γι' αυτό είχε αυτή την καθολική υποδοχή και αποδοχή. Προσωπικά, αισθάνομαι τη νουβέλα του Ντίκενς σαν δική μου. Την έχω οικειοποιηθεί μέσα από τα κόμιξ, κυρίως τα «Κλασσικά Εικονογραφημένα», ιδιαίτερα όμως από μια έκδοση ΒιΠερ (Βιβλία Περιπτέρου) των εκδόσεων Πάπυρος, ένα βιβλίο του 1971, σε μετάφραση Αγγέλου Νίκα.
Ο Τζορτζ Όργουελ, στο περίφημο δοκίμιό του Can socialists be happy? (Μπορεί οι σοσιαλιστές να είναι ευτυχείς;) που δημοσιεύτηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1943, μέσα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, στη σοσιαλιστική πολιτική επιθεώρηση «Tribune», γράφει ότι ο Λένιν, ετοιμοθάνατος, στο νεκροκρέβατό του, ζήτησε από τη γυναίκα του να του διαβάσει τη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία του Ντίκενς.
Ο Λένιν, αστός, αλλά αρχηγός της επανάστασης, βρήκε εντελώς απαράδεκτο τον «αστικό συναισθηματισμό» (bourgeois sentimentality) της νουβέλας. Αν ο Λένιν ήταν καλά στην υγεία του, γράφει ο Όργουελ, ίσως να πρόσεχε την ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική πλευρά της νουβέλας. Γιατί η βικτωριανή εποχή είχε πολλή φτώχεια, πολλή δυστυχία, πολλή βία, στοιχεία που βλέπουμε σε όλο το λογοτεχνικό έργο του Ντίκενς – και στη Χριστουγεννιάτικη Ιστορία.
Δέντρο, δώρα, γεμιστή γαλοπούλα, κάλαντα, χειμωνιάτικη θαλπωρή, βικτωριανή χριστουγεννιάτικη αισθητική απλώθηκαν παντού: στο νότιο ημισφαίριο, όπου τα Χριστούγεννα συμπίπτουν με την καρδιά του καλοκαιριού και το θερμόμετρο χτυπάει 40 στην κλίμακα Κελσίου, στις καθολικές χώρες της Κεντρικής και Λατινικής Αμερικής, ακόμη και στην Κίνα, όπου ο εορτασμός των Χριστουγέννων από τα 50 εκατομμύρια Κινέζων χριστιανών έχει αποκτήσει μεγάλη ορατότητα.
Τον Απρίλιο του 2003, σ' ένα ταξίδι μου στην Ανατολική Θράκη για να επισκεφτώ τη Βιζύη, πατρίδα του Γεωργίου Βιζυηνού, αλλά κυρίως για να περιπλανηθώ στη βαλκανική εθνολογία, έμενα στο ξενοδοχείο «Γκραντ Σαμπινιόν» στην πόλη Σαράντα Εκκλησιές, που τουρκικά λέγεται Κιρκλαρελί. Στο κέντρο της υποδοχής του ξενοδοχείου –ημιφωτισμένο, αλλά καθαρό– δέσποζε ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ρώτησα γιατί είναι εκεί και μου απάντησαν ότι διακοσμεί τον χώρο. Υπάρχει εκεί πάντα, δάνειο από γερμανοβικτωριανά Χριστούγεννα, χωρίς το βάρος της θρησκευτικής συνδήλωσης.
Τα βικτωριανά λογοτεχνικά Χριστούγεννα αμφισβητήθηκαν πολύ από την ίδια τη λογοτεχνία. Για παράδειγμα, από τον αιρετικό συγγραφέα και δημοσιογράφο Τσέστερτον (1874-1936, G.K. Chesterton) στο δοκίμιό του Χριστούγεννα (μετάφραση Παλμύρα Ισμυρίδου, εκδόσεις Άγρα). Εδώ ο Τσέστερτον, συνομιλώντας απευθείας με τη νουβέλα του Ντίκενς, αναρωτιέται αν το γαλόπουλο που πρόσφερε ο Σκρουτζ στον ανιψιό του Μπομπ Κράτσιτ έτυχε λαμπρότερης ή θλιβερότερης πορείας στη ζωή από άλλες, λιγότερο ελκυστικές γαλοπούλες.
Το παράδοξο ερώτημα του Τσέστερτον συνδέεται με τη γενικότερη θέση του ότι «δεν υπάρχει πιο εντυπωσιακή ένδειξη της απέραντης πνευματικής ένδειας των νεωτεριστικών τάσεων από αυτήν τη γενική διάθεση να διατηρηθούν οι παλιές φόρμες». Αλλά έναν αιώνα και πλέον μετά το διάσημο κείμενο του Τσέστερτον, αναπόσπαστο κεφάλαιο της χριστουγεννιάτικης λογοτεχνίας, εξακολουθούμε να τραγουδάμε «I 'm dreaming of a white Christmas», να διαβάζουμε ιστορίες γλυκές σαν μελομακάρονα, σαν εκείνες τις χαλκομανίες με ροδαλά αγγελάκια και κοκκινομάγουλους Αγιοβασίληδες, να επαναλαμβάνουμε τις ίδιες συνήθειες, που είναι τελικά η χριστουγεννιάτικη μνήμη, αφήνοντας μακριά τον αντιχριστουγεννιάτικο ασκητισμό.
Η πιο λογοτεχνική χριστουγεννιάτικη εμπειρία μου έχει στο κέντρο της μια διπλή ιστορία. Η μια ερχόταν από παλιά. Ήταν το διήγημα του Αλφόνσου Ντοντέ, Οι τρεις μικρές λειτουργίες των Χριστουγέννων (μετάφραση Μίνα Καρδαμίτσα-Ψυχογιού, εκδόσεις Καρδαμίτσα), που είχε πρωτοεκδοθεί το 1875 (γαλλικός τίτλος Les trois messes basses). Η άλλη ήταν σημερινή και είχε ηρωίδα τη Ζυράννα Ζατέλη.
Στο διήγημα του Ντοντέ, ένας αβάς σε κάποια γαλλική βαρονία του 17ου αιώνα, προσδοκώντας το πλούσιο χριστουγεννιάτικο δείπνο με τις χήνες, τις πάπιες, τα λουκάνικα και τα ρουμπινί κρασιά, «έφαγε» τις χριστουγεννιάτικες λειτουργίες, δηλαδή τις διέτρεξε εν περιλήψει, τρελαίνοντας τον νεωκόρο που χτυπούσε την καμπάνα ασταμάτητα, προκειμένου να βρεθεί μία ώρα αρχύτερα στο τραπέζι. Στο τραπέζι ήρθε η τιμωρία. Ο αβάς έμεινε από αποπληξία πάνω στη ροδοψημένη χήνα.
Αργότερα, στον Παράδεισο, ο Θεός ανάγκασε τον αβά να ξεπλυθεί από το αμάρτημα της λαιμαργίας τελώντας επί 300 φορές τις τρεις χριστουγεννιάτικες λειτουργίες. Ύστερα από πολλά χρόνια, σχεδόν δύο αιώνες, ο επισκέπτης που θα έμπαινε, φιλοπερίεργος, στην ερειπωμένη εκκλησία της εγκαταλελειμμένης βαρονίας θα άκουγε τον άνεμο να ψιθυρίζει, ακέραια και αργά, τα λόγια της χριστουγεννιάτικης λειτουργίας. Ο αβάς πλήρωνε ακόμη το αμάρτημα της λαιμαργίας.
Ήταν πρωί μιας βροχερής μέρας, λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, όταν διάβασα αυτή την ιστορία. Λίγο μετά θα συναντούσα τη Ζυράννα Ζατέλη στο εστιατόριο Ακάντεμυ της οδού Ακαδημίας – που δεν υπάρχει πια. Την είδα να περιμένει πίσω από τη βιτρίνα ανάμεσα στο χιόνι από το τριμμένο φελιζόλ, τα κόκκινα αλεξανδρινά και τα πορτοκαλί διαφημιστικά μιας γαλλικής σαμπάνιας. Η εικόνα, με τη λιγνή φιγούρα της Ζυράννας στα μοβ, έμοιαζε να βγαίνει μέσα από ένα τοπίο του Αλφόνσου Ντοντέ. Ακόμη και του Παπαδιαμάντη (με λίγη φαντασία).
ΑΛΛΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Κάθε Χριστούγεννα εκδοτικοί οίκοι και οργανισμοί κυκλοφορούν ειδικές εκδόσεις που λειτουργούν σαν ευχετήριες κάρτες, όχι απαραίτητα με χριστουγεννιάτικο θέμα (Άγρα, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Καρδαμίτσας). Χριστουγεννιάτικο θέμα έχουν αποκλειστικά τα βιβλιαράκια των εκδόσεων Καρδαμίτσα, ήδη μια χριστουγεννιάτικη λογοτεχνική βιβλιοθήκη με παράδοση 20 χρόνων.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια