1.
Δούλος ιερός του έρωτα. Ο Γιώργος Ιωάννου (20 Νοεμβρίου 1927-16 Φεβρουαρίου 1985), εκτός από τα τόσο λεπτοδουλεμένα αισθαντικά πεζογραφήματά του, μας δώρισε και ποιήματα. Τριάντα χρόνια από το φευγιό του, τα θυμόμαστε μέσα από έναν καλαίσθητο λιτό τόμο, Ποιήματα 1954-1985, των εκδόσεων Σφεντάμι, που τις βρίσκουμε στη διεύθυνση Χρ. Μπράβου 11, 51200, Δεσκάτη, και στο [email protected]. Η Δεσκάτη είναι η νοτιότερη πόλη της Μακεδονίας και μόνο εύγε έχω να πω για το θάρρος και το μεράκι των ανθρώπων που ίδρυσαν τις εκδόσεις Σφεντάμι. Ακούω τη φωνή του Ιωάννου: «Κλεισμένος είμαι,/ καρτεράω το μήνυμα / Κι άλλα σινιάλα που έκανες / το χέρι που απάνω μου ξεχάστηκε,/ θερμό ιδιαίτερα της χειραψίας σου το σφίξιμο,/ και το φιλί αποχαιρετισμού δεν έμοιαζε.// Ευτυχισμένος πέφτω στο κρεβάτι μου,/ δε νιώθω πια την επανάσταση της σάρκας μου./ Εσύ με νοιάζεις και θα έρθεις κάποτε./ Μπορώ να περιμένω χρόνους άπειρους,/ να περπατώ και να μη βλέπω γύρω μου./ Έστω για να με φτύσεις, έλα κάποτε».
2.
Η Κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου. Το είχαμε για σύνθημα, λέγαμε Κλεφτουριά, και διαβάζαμε τον Γιώργο Μαρκόπουλο (Μεσσήνη, 1951), και μετά γνωριστήκαμε, φίλοι διαβάτες μια ζωή στα σοκάκια και στα στέκια, στα κουρεία και στα καπηλειά. Έγραψε κι ένα ποίημα για τον Αρδίζογλου, μεγαλείο, κι ένα για τον άλλο βετεράνο του βίου που ξέρει από μεταίχμια, τον Νίκο Φατούρο. Από τον τόμο Ποιήματα 1968-2010 (εκδ. Κέδρος): «Μέσα στα ερείπια / Στον Νίκο Φατούρο / Μέσα στα ερείπια η ιστορία πορεύεται / σαν θραύσμα σαν κλέφτης σαν ψεύτης που πίστεψε σε πόρνη./ Ο ποιητής Μαγιακόβσκυ πήρε μια μέρα το πιστόλι / και έσπασε το βάζο στο τραπέζι του καθρέφτη / και το τζάμι της κουζίνας./ Ο κόσμος συνέχιζε το "χρέος" του / κι αυτός που τόσο γκάριζε σαν ξεκομμένος γάιδαρος / κατάφερε να πάρει τα παπούτσια του από το κόμμα / το παλτό απ' το καθαριστήριο και πιστοποιητικό ταφής./ Και η Μαρία, που ήταν ποίημα,/ έδωσε μια στα αστεία και έσπασε τον κώλο της στον τοίχο / και μπήκε στο επάγγελμα με δέκα./ Αν και προκάλεσε κοινωνικές αντιδράσεις / αργότερα παντρεύτηκε χρηματιστή./ Πόλη μεγάλη με μαύρες καμινάδες / πόλη φτωχή και πλούσια πόλη με μετανάστες στοιβαγμένους / στου λιμανιού τις αποθήκες και στα καπνεργοστάσια./ Να η ζωή σου και η θλιμμένη περηφάνια σου./ Να η μαλαματένια σου γυφτιά στους πέντε δρόμους πεταμένη».
3.
Τα δυσεύρετα χρώματα του τέλους. Σαν ζωγράφος και μουσικός μαζί γράφει ποίηση ο Μανόλης Πρατικάκης (Μύρτος Ιεράπετρας, 1943). Και σαν παρατηρητής των καθημερινών στιγμών. Φίλοι καλοί περνάνε από το νοερό του ατελιέ, γίνονται μοντέλα. Μεγάλος φίλος ο Νίκος Καρούζος. Στέκι αλησμόνητο το Φλάουερ, στην πλατεία Μαβίλη, φάγαμε δυο-τρία διαμερίσματα εκεί, σε ουίσκια και σε βότκες. Γράφει ο Πρατικάκης (στην Εκλογή από το έργο του, εκδ. Καλέντης): «Φλάουερ / Συχνά βρισκόμαστε στο Φλάουερ. Ένα βράδυ μας είπε:/ είδα όνειρο. Ένα δέντρο κοφτερό φύτρωνε στο στήθος./ Τα κλαδιά μού ξέσκιζαν το νου. Οι ρίζες έβγαιναν / από τις φτέρνες, τρύπαγαν την άσφαλτο. Το δέντρο-θηρίο / γκρέμισε το σπίτι κι ήρθε ως εδώ αυτή η πλούσια σκιά. / (Σας μιλώ από πέρα, φευγάτος. Και αυτό είναι η ποίηση.)/ Ήταν εκεί ο Αλφόνσος κι η Εύα, η Αλκοόλη: γνωριμίες παλιές / μέσα του με πίσσα και με άνθρακα./ Η Σούτσου προς τη Δορυλαίου ένας μισοφώτιστος γκρεμός./ Στο βάθος ήτανε το αμπρί: το σπίτι του. Κι αυτός / με αμπέχονο μια λεγεώνα αποδεκατισμένη να συλλέγει / ψιθύρους αγνοούμενους».
4.
Ο χρόνος του απρόσμενου καιρού. Λιτός ο Λίνος, και λυτός. Πάντα ζυγιάζει τις λέξεις, πάντα ελέγχει τις ανάσες, πάντα δουλεύει δεινά τους ρυθμούς. Κι αυτός σαν μουσικός. Στον εξαιρετικά καλαίσθητο τόμο Η θέση του χρόνου (εκδ. Το Ροδακιό), ο Λίνος Ιωαννίδης (Λευκωσία, 1972) συγκεντρώνει τα έως τώρα δώρα του, τις συλλογές που τύπωσε από το 1993 έως σήμερα. Τον γνώρισα από το «Θέμεθλο», ένα τόσο ώριμο ποίημα που με ξεγέλασε ως προς την ηλικία του ποιητή. Όχι, δεν ήταν καμιά εικοσαριά χρόνια μεγαλύτερός μου ο Λίνος, αλλά δώδεκα μικρότερος. Το ποίημα το είχαν μελοποιήσει τα Διάφανα Κρίνα. Ακούστε το: «Διάβαινα την έρημη τη νυχτωμένη πόλη / τους σιδερένιους δίαυλους / των σκουπιδιών τους ύπνους./ Μες στις στοές / αγόγγυχτες χορδές φωνές ριγούσαν / μες στις χολέτρες ψίθυροι / κούρνιαζαν και σιγούσαν./ Ίλιγγος των υπόκοσμων,/ παλμός και προσωδίες,/ αρρωστημένο δύστυχο φτερούγισμα του σκότους./ Αισθάνθηκα τους παγερούς υπόγειους σωλήνες / στα σπλάχνα μου να τρίζουνε φριχτά / και να δονούνται.// Μ' έναν αχνό ανασασμό κι έναν λιτό μανδύα / στης τρέλας μου τη μοναξιά/ στου πόνου μου την ψύχρα / στα πλανεμένα μου μυαλά / και στης ψυχής τη νύστα,/ βυθίστηκα στ' ατάραχα νερά των υδρατμών μου».
Τα βιβλία της εικόνας:
1.Γιώργος Ιωάννου, Ποιήματα 1954-1985, Εκδόσεις Σφεντάμι, Σελίδες: 120
2.Γιώργος Μαρκόπουλος, Ποιήματα, 1968-2010, Εκδόσεις Κέδρος,Σελίδες: 200
3.Μανόλης Πρατικάκης, Εκλογή από το έργο του, Εκδόσεις Καλέντης, Σελίδες: 251
σχόλια