Τα κοστούμια της Jacqueline Durran για την ταινία «Άννα Καρένινα» έχουν προταθεί για Όσκαρ και για BAFTA, μια αναγνώριση που η Durran περιγράφει ως «τεράστια τιμή».
Η Durran συνεργάστηκε στενά με τον σκηνοθέτη Joe Wright, ο οποίος, εξηγεί η ίδια, είχε ένα πολύ ισχυρό όραμα από την αρχή. Με αυστηρό χρονοδιάγραμμα και 50 ώρες δουλειάς για κάθε κοστούμι, τα περιθώρια για λάθος ήταν πολύ μικρά.
Ενώ για μια ενδυματολόγο η δημόσια επίδειξη της δουλειάς μοιάζει να είναι η απόλυτη επιβράβευση η Durran περιγράφει την τιμή ως «δίκοπο μαχαίρι».
«Κατά κάποιο τρόπο αυτή η διαδικασία αφαιρεί από τη μαγεία του σινεμά. Αυτά τα κοστούμια δεν έχουν σχεδιαστεί για να τα δει κανείς από κοντά πάνω σε μανεκέν ή σε μια έκθεση. Από τη μια πλευρά πιστεύω ότι πρέπει να παραμείνουν μέσα στην ταινία», εξηγεί. «Αλλά την ίδια στιγμή είμαι πολύ συγκινημένη που ο κόσμος δείχνει τόσο ενδιαφέρον, και είναι κάτι ιδιαίτερο να δεις ένα κοστούμι από κοντά. Όμως τα πράγματα συχνά είναι πιο άσχημα στην πραγματική ζωή. Μερικά απλώς δεν είναι το ίδιο ωραία, όπως φαίνονται στην οθόνη. Είμαι πολύ περήφανη, αλλά πρόκειται για δίκοπο μαχαίρι».
Η έκθεση παρουσιάζεται στο Ham House – ένα σημείο-κλείδί για τα γυρίσματα της ταινίας «Άννα Καρένινα» από τις 26 Ιανουαρίου μέχρι τις 4 Απριλίου.
[via] Μυθιστόρημα-ποταμός που δείχνει κατανόηση για όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, δημοσιευμένο σε συνέχειες μεταξύ 1873 και 1877, η «Αννα Καρένινα» γράφτηκε στην πιο ταραγμένη περίοδο της ζωής του Τολστόι, λίγο πριν από την πνευματική κρίση που θα τον οδηγούσε ν' αλλάξει ριζικά τις ιδέες του για το νόημα της ζωής, να στρέψει την πλάτη του στην τέχνη της μυθοπλασίας και να βυθιστεί για τα καλά στις θρησκευτικές του αναζητήσεις. Μια περίοδο, όμως, και έντονων οικονομικών μεταρρυθμίσεων και ιδεολογικών μαχών στο εσωτερικό της χώρας του, όπου αυτός, ο ευγενής της υπαίθρου, ανάμεσα στα στρατόπεδα των συντηρητικών και των ριζοσπαστών, υποστήριζε ότι καμιά αλλαγή δεν είναι εφικτή αν δεν αλλάξουν πρώτα οι ψυχές και οι σχέσεις των ανθρώπων.
Διόλου τυχαίο που η ρεαλιστική και σοφά ζυγισμένη σύνθεση της «Αννας Καρένινα», με την αυτοκρατορική Ρωσία στο φόντο της, κι έναν παράφορο, παράνομο έρωτα στον πυρήνα της ν' αντιδιαστέλλεται με τη συντροφικότητα του γάμου, αντιμετωπίστηκε έκτοτε ως η πνευματική αυτοβιογραφία του Τολστόι. Η ιστορία της Αννας που αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις κι εγκαταλείπει σύζυγο και παιδί για τον κομψό αξιωματικό Βρόνσκι, μπλέκεται σ' όλη την έκταση του μυθιστορήματος μ' εκείνην του Λέβιν, του alter ego του συγγραφέα: ενός επίσης αντισυμβατικού γαιοκτήμονα, όλο ενοχές για τις προσωπικές του ανέσεις και ταλανιζόμενου από αυτοκαταστροφικές τάσεις, ο οποίος θ' αναζητήσει τη γαλήνη και την ψυχική πληρότητα μακριά από τους κοσμικούς κύκλους και τις εύκολες ηδονές, στη σκληρή δουλειά στο κτήμα του πλάι στους χωρικούς, και στη ζεστασιά της οικογενειακής ζωής, πλάι στην αγαπημένη και πολύ νεότερή του Κίτι.
Επί εκατοντάδες σελίδες, ο Τολστόι ζωντανεύει την εσωτερική πάλη που δίνουν η Αννα και ο Λέβιν χωριστά, στήνοντας γύρω τους ένα ψηφιδωτό ανθρώπινων χαρακτήρων από το κοινό τους περιβάλλον - αριστοκράτες, διανοούμενους, γραφειοκράτες- και μόνο προς το τέλος τούς παρουσιάζει να συναντιώνται από κοντά, υπογραμμίζοντας στον αναγνώστη αυτό που τους ενώνει πάνω απ' όλα: την ειλικρίνειά τους μέσα σ' έναν αντιφατικό και με περίσσευμα υποκρισίας κόσμο. Η εκτίμηση που δείχνει ο Λέβιν για την περιβόητη μοιχαλίδα, αντανακλά και τα αισθήματα του Τολστόι απέναντί της, που μέχρι ν' αποκρυσταλλωθούν είχαν περάσει από σαράντα κύματα.
Ιδού τι κατέγραφε στο ημερολόγιό της η γυναίκα του Σοφία, τρία χρόνια πριν εκείνος καταπιαστεί με την «Αννα Καρένινα», ενώ ακόμα πάλευε μ' ένα παλιότερο σχέδιό του, ένα μυθιστόρημα με θέμα τον Μεγάλο Πέτρο: «Χτες το βράδυ μου είπε ότι είχε διακρίνει έναν τύπο παντρεμένης γυναίκας της υψηλής κοινωνίας· η γυναίκα αυτή φαινόταν συντετριμμένη. Μου εξήγησε ότι το ζητούμενο για εκείνον ήταν να τη σκιαγραφήσει μόνον ως άξια λύπησης και όχι ως ένοχη, και ότι από τη στιγμή που ετούτος ο τύπος γυναικός είχε παρουσιαστεί εμπρός του, όλα τα πρόσωπα και οι τύποι ανδρών που είχε φανταστεί στο παρελθόν έβρισκαν τη θέση τους και συγκεντρώνονταν γύρω από εκείνη τη γυναίκα. Τώρα φωτίστηκαν όλα, μου είπε».
Στο πρώτο σκαρίφημα του βιβλίου εν τούτοις, κι ενώ ο Τολστόι είχε στο μεταξύ ξεκοκαλίσει όλα τα γαλλικά μυθιστορήματα περί μοιχείας της εποχής του, η «αξιολύπητη» Αννα ήταν «μια γυναίκα πολύ αντιπαθητική και το τραγικό της τέλος δεν ήταν παρά η τιμωρία που της άξιζε», όπως σημειώνει ο Κούντερα στην «Τέχνη του μυθιστορήματος». Ο βιογράφος του ρώσου κλασικού, Ανρί Τρουαγιά, υποστήριξε πως η μεταμόρφωσή της σ' ένα καθ' όλα ελκυστικό πλάσμα κι εντέλει σε τραγική ηρωίδα, οφείλεται στο ότι ο Τολστόι είχε φτάσει να την ερωτευτεί. Ο Κούντερα, όμως, που ανέδειξε την «Καρένινα» σε βιβλίο-φετίχ των πρωταγωνιστών της «Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι», αποδίδει την αλλαγή στην ίδια τη «σοφία του μυθιστορήματος»: «Ολοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι αφουγκράζονται αυτήν την υπερπροσωπική σοφία, πράγμα που εξηγεί γιατί τα μεγάλα μυθιστορήματα είναι πάντα λίγο πιο έξυπνα από τους δημιουργούς τους».
Η «Αννα Καρένινα» αγκαλιάστηκε αμέσως από το ρωσικό κοινό, μολονότι οι κριτικοί, ανάλογα και με τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, διχάστηκαν. Ο Ντοστογέφσκι πάντως υποκλίθηκε αμέσως στον Τολστόι, χαρακτηρίζοντας το βιβλίο του «αδιαμφισβήτητη απόδειξη του ρωσικού δαιμονίου» κι ως «ένα τέλειο καλλιτεχνικό έργο» που δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από την ευρωπαϊκή λογοτεχνική παραγωγή. Με το πέρασμα δε του χρόνου, η «Αννα Καρένινα», χάρη στους εσωτερικούς μονολόγους των ηρώων της, αναγνωρίστηκε κι ως πρόδρομος του μοντέρνου ψυχολογικού μυθιστορήματος που υπηρέτησαν μορφές όπως ο Τζόις, ο Φόκνερ και η Βιρτζίνια Γουλφ.
Ακόμα κι ο Νόρμαν Μέιλερ, όμως, στον Τολστόι χρωστάει ό,τι κατάφερε. Την εποχή που στα 25 του, πατώντας πάνω στις εμπειρίες του από τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο έγραφε το παρθενικό του μυθιστόρημα, τους «Γυμνούς και τους νεκρούς», που έμελλε να τον κάνει διάσημο από την μια μέρα στην άλλη, πριν στρωθεί στη γραφομηχανή, αφιέρωνε ώρες ολόκληρες στην ανάγνωση της «Αννας Καρένινα». Κι όπως θα έγραψε αργότερα στη «Μάγισσα τέχνη», «αυτή είναι η μεγαλοφυΐα του γέροντα: ο Τολστόι μας διδάσκει ότι η ευσπλαχνία έχει αξία και εμπλουτίζει τη ζωή μας μονάχα όταν είναι αυστηρή, ότι δηλαδή μπορούμε ν' αντιληφθούμε όλα τα καλά και τα άσχημα ενός χαρακτήρα, αλλά εξακολουθούμε να νιώθουμε πως στην πλειονότητά μας, εμείς οι άνθρωποι, είμαστε πιθανόν λίγο περισσότερο καλοί παρά φρικτοί».
σχόλια