Η Μαρία Βάρβογλη μεγάλωσε ακούγοντας τις ιστορίες που διηγούνταν οι τρεις αδελφές Φλόκα για την οικογένειά τους, όταν έπιναν τον καφέ τους, στην αυλή του σπιτιού τους που δεν υπάρχει πια, κάτω από ένα πεύκο που επιβίωσε από την ανάπλαση της Θεσσαλονίκης, στη γωνία των οδών Κίμωνος Βόγα και Βικοπούλου.
Στο βιβλίο της «Ραντεβού στου Φλόκα» (εκδόσεις Κλειδάριθμος), σε αρχειακή επιμέλεια Χάρη Βάρβογλη, οι αναμνήσεις συγκροτούνται σε μια αφήγηση που κυλά σαν νερό και συνεισφέρει όχι μόνο στη δημιουργία των γνωστών ζαχαροπλαστείων αλλά και στην ιστορική μνήμη της πόλης.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις βασικές ενότητες, ξεκινώντας από μια εισαγωγή στην τοπογραφία της πόλης της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ού, την ιστορία των μελών της οικογενείας Φλόκα και τους «αδελφούς Φλόκα» που δημιούργησαν τον όμιλο των εταιρειών και έκαναν το όνομα «Φλόκα» συνώνυμο με τα γλυκά και κυρίως με τις σοκολάτες.
Τις δεκαετίες του '50 και του '60 οι εταιρείες ήταν τρεις: τα ζαχαροπλαστεία της Θεσσαλονίκης, τα ζαχαροπλαστεία των Αθηνών και το εργοστάσιο σοκολατοποιίας. Μέσα από τα αποσπάσματα του βιβλίου, μια «γλυκιά ιστορία» ξετυλίγεται μέσα σε μια πόλη που άρχιζε να ανθίζει.
Το ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και το εξοχικό ανατολικά ήταν η «μαγιά» για την αλματώδη και εντυπωσιακή ανάπτυξη των επιχειρήσεων ΦΛΟΚΑ, η οποία στηρίχθηκε στην εισαγωγή στην Ελλάδα εδεσμάτων και γλυκών από την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη αλλά και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των τριών γιων του Αθανάσιου Φλόκα.
Το 1913 που άνοιξε το Café Floca, το πρώτο της αλυσίδας κέντρων εστίασης των αδελφών Φλόκα, στην παραθαλάσσια κάτω αριστερή γωνία της πλατείας ήταν το ξενοδοχείο Olympos Palace (με μπιραρία στο ισόγειο), αμέσως παραπάνω το Royal (με καφενείο στο ισόγειο) και στη γωνία με την οδό Βουλγαροκτόνου το Roma (το Café Floca στο ισόγειο και το εστιατόριο Bastasini στον πρώτο όροφο). Στην οδό Βουλγαροκτόνου και απέναντι από το Café Floca υπήρχε το ξενοδοχείο Σέρρες. Στην κάτω δεξιά παραθαλάσσια γωνία ήταν το κτίριο της λέσχης Cercle de Salonique (που το 1914 μετονομάστηκε σε Λέσχη Θεσσαλονίκης) με το Καφέ Κρυστάλ του Μωρίς Πεσάχ στο ισόγειο. Υπάρχουν αναφορές ότι το 1913 η επιχείρηση του Καφέ Κρυστάλ είχε περιέλθει στον Πέτρο Ι. Νέδο (ο οποίος θα μας απασχολήσει στη συνέχεια). Πιο πάνω ήταν το ξενοδοχείο Grand Hȏtel d’Angleterre, με την μπιραρία του Πεντζίκη στο ισόγειο, και στη γωνία με την οδό Βουλγαροκτόνου το πολυκατάστημα Στάιν (της ομώνυμης αυστριακής αλυσίδας). Τέλος, στην πρώτη δεξιά γωνία της οδού Βενιζέλου με την οδό Βουλγαροκτόνου βρισκόταν το ξενοδοχείο Παρνασσός.
Παράλληλα με το ζαχαροπλαστείο της οδού Βενιζέλου, που βρισκόταν στο «δυτικού στιλ» κέντρο της πόλης, οι αδελφοί Φλόκα του Αθανασίου λειτουργούσαν κι ένα εξοχικό κέντρο στην άκρη της συνοικίας των εξοχών, στη σημερινή οδό Βασιλίσσης Όλγας, λίγο πιο έξω από τη Βίλα Αλλατίνη. Το κέντρο αυτό είχε την ονομασία Εξοχικόν Φλόκα, και τα πρώτα χρόνια από την εποχή της ίδρυσής του (1905) ήταν ένας από τους αγαπημένους προορισμούς των Θεσσαλονικέων για τις υπαίθριες εξορμήσεις της Καθαράς Δευτέρας, της Πρωτομαγιάς κ.λπ. Αργότερα, όταν η πόλη επεκτάθηκε ανατολικά, έγινε ντάνσινγκ, καμπαρέ και τελικά μπουζουξίδικο.
Το ζαχαροπλαστείο στο κέντρο και το εξοχικό ανατολικά ήταν η «μαγιά» για την αλματώδη και εντυπωσιακή ανάπτυξη των επιχειρήσεων ΦΛΟΚΑ, η οποία στηρίχθηκε στην εισαγωγή στην Ελλάδα εδεσμάτων και γλυκών από την κεντρική και τη δυτική Ευρώπη αλλά και στο επιχειρηματικό δαιμόνιο των τριών γιων του Αθανάσιου Φλόκα. Στην εποχή της ακμής του, ο όμιλος των επιχειρήσεων των αδελφών Φλόκα είχε ένα εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη και από δέκα, περίπου, ζαχαροπλαστεία και εστιατόρια στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα.
Το Εξοχικό Φλόκα έγινε σημείο αναφοράς για την περιοχή. Είχε δώσει το όνομά του στη συνοικία, είχε γίνει τόπος συνελεύσεων των κατοίκων του συνοικισμού Βυζαντίου και χρησίμευε ως αφετηρία των ποδηλατικών και μοτοσικλετικών αγώνων. Ήταν επίσης μια από τις δυο-τρεις εξοχικές τοποθεσίες της Θεσσαλονίκης όπου μαζευόταν ο κόσμος σε γιορτινές μέρες της άνοιξης και του καλοκαιριού (Πρωτομαγιά, Αποκριές, Κούλουμα κ.λπ.). Στις εφημερίδες αναφέρεται αρκετές φορές και ως «ξενοδοχείο Φλόκα». Οι αδελφοί Φλόκα κράτησαν την εκμετάλλευση του Εξοχικού Φλόκα μέχρι το 1931, οπότε και πούλησαν την επιχείρηση για να επικεντρώσουν τη δραστηριότητά τους στο Κεντρικό, εστιατόριο-ζαχαροπλαστείο της οδού Τσιμισκή 21, το οποίο υπήρξε πολύ επιτυχημένο. Διατήρησαν όμως την ιδιοκτησία του ακινήτου, που είχε μια «πολυτάραχη» ιστορία.
Στην περιοχή του Φαλήρου είχαν συγκεντρωθεί τότε πολλά κέντρα διασκέδασης και θεαμάτων μεταξύ του άξονα της οδού Βασιλίσσης Όλγας και της θάλασσας. Ακολουθώντας τη σημερινή φορά της μονοδρόμησης, θα βρίσκαμε πρώτα το θέατρο και τα λουτρά Μέγας Αλέξανδρος του Μικέ Βεντουρέλη (τότε Βασιλίσσης Όλγας 58, σήμερα Βασιλίσσης Όλγας 44, δεύτερη γωνία με τη σημερινή οδό Καλλιδοπούλου). Στη συνέχεια το Νέο Φάληρο και μετά την Καστέλλα του Καραπάνου (κέντρο διασκέδασης και κινηματογράφος, στην πρώτη γωνία με την οδό Αγίας Τριάδος, ο μετέπειτα θερινός κινηματογράφος Λητώ). Ακολουθούσε το ζαχαροπλαστείο-εστιατόριο Αλμοσνίνο, το οποίο, μετά την πτώχευσή του, τον Ιανουάριο του 1928, μετατράπηκε στο εστιατόριο ντάνσινγκ Βιεννέζικο και τελικά στον κινηματογράφο Απόλλων (σήμερα Βασιλέως Γεωργίου 42). Τέλος, δίπλα στον Απόλλωνα ήταν το χορευτικό κέντρο Ντελίς (μετέπειτα Μπλακ Κατ) του Κώστα Βικελίδη. Παραδόξως, το κέντρο Νέο Φάληρο οικονομικά απέτυχε. Το μεν κτήμα του Πέτρου Νέδου πουλήθηκε στον καπνέμπορο Κωνσταντίνο Μίσιο, λόγω των διαδοχικών θανάτων της συζύγου, του αδελφού και μιας κόρης του Νέδου, οι δε αδελφοί Παπαδόπουλοι εγκατέλειψαν την επιχείρηση του οικογενειακού κέντρου. Τότε νοίκιασε τον χώρο ο Ευάγγελος Φλόκας του Αντωνίου και τον μετέτρεψε σε ντάνσινγκ, με επιτυχία, όπως δείχνει το γεγονός ότι λειτουργούσε μέχρι τον πόλεμο.
Café Floca: Η αρχική οικογενειακή επιχείρηση, ιδρυμένη από τον Αθανάσιο Φλόκα, ήταν εγκαταστημένη στην προκυμαία της πλατείας Ελευθερίας και ασχολούνταν με εμπόριο ειδών ζαχαροπλαστικής και ζυμαρικών. Φαίνεται ότι σταδιακά, περί το 1894, η επιχείρηση άρχισε να αλλάζει δραστηριότητα και να στρέφεται προς τη ζαχαροπλαστική, ενώ το διπλανό κατάστημα του Αντωνίου Φλόκα συνέχισε την εμπορία τροφίμων. Αυτή θα έλεγα ότι ήταν η αρχή της επιτυχίας των αδελφών Αθανασίου Φλόκα. Εκείνη τη χρονιά ο Τζώρτζης, που ήταν ο «αρχηγός» των αδελφών λόγω ηλικίας, ήταν 24 ετών, ο Ευάγγελος 16 και ο Δημητράκης μόλις 15. Λίγο αργότερα ο Δημητράκης ξενιτεύτηκε και εργάστηκε σε εργαστήρια ζαχαροπλαστικής της Γαλλίας. Επέστρεψε το 1904, φέρνοντας μαζί του τις γνώσεις της γαλλικής ζαχαροπλαστικής σε ένα μέρος όπου κυριαρχούσαν τα ανατολίτικα σιροπιαστά γλυκά. Σιγά σιγά η επιχείρηση άρχισε να διαφημίζεται με διάφορους τρόπους. Παραχωρούσε τους χώρους της για εκθέσεις ζωγραφικής, ήταν σημείο πώλησης εισιτηρίων καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, είχε ανοίξει υποκατάστημα στον κήπο του Λευκού Πύργου και είχε αναλάβει τη διάθεση της περίφημης εκείνη την εποχή σοκολάτας γάλακτος Gala Peter.
Ο Ελβετός Daniel Peter το 1875 είχε παρασκευάσει την πρώτη σοκολάτα γάλακτος στην οποία είχε δώσει το όνομα Gala, ένα λογοπαίγνιο μεταξύ της γαλλικής λέξης για τη γιορτή και της ελληνικής «γάλα». Η Gala Peter συνέχιζε να θεωρείται το καλύτερο δείγμα ελβετικής σοκολάτας γάλακτος μέχρι το 1951, οπότε αγοράστηκε από τη Nestlé. Από τότε το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Φλόκα δεν ήταν φθηνό. Σώζεται ένα τιμολόγιο του 1911, της εταιρείας των αδελφών Φλόκα, για την πώληση ενός ταψιού με κόλλυβα στον Νικόλαο Μάνο, μετέπειτα δήμαρχο Θεσσαλονίκης, αξίας 104 γροσίων (περίπου 20 δραχμές εκείνης της εποχής, ποσό μεγάλο, αν αναλογιστούμε ότι με μία δραχμή αγόραζε κάποιος δέκα καφέδες στο Café Floca, που άνοιξε έπειτα από δύο χρόνια). Το μεγάλο άλμα έγινε το 1913, όταν οι αδελφοί Φλόκα νοίκιασαν το ισόγειο του νεότευκτου τότε κτιρίου του Αχμέτ Καπαντζή, στην πρώτη αριστερή γωνία της τότε πλατείας Ελευθερίας με την οδό Βουλγαροκτόνου (σήμερα οδό Καλαποθάκη), ακριβώς απέναντι από το κτίριο Στάιν, και άνοιξαν το καφέ-ζαχαροπλαστείο τους. Στο πρώτο πάτωμα αυτού του κτιρίου (που αργότερα κατεδαφίστηκε για τη δημιουργία της σημερινής πλατείας Ελευθερίας) ήταν το ιταλικό εστιατόριο Bastasini και στα δύο άλλα ψηλότερα πατώματα το ξενοδοχείο Roma, ιδιοκτησίας επίσης Bastasini. Αξίζει να σημειώσω ότι ο Bastasini ήταν ήδη πολύ γνωστός εστιάτορας της Θεσσαλονίκης, πριν μετακομίσει στο κτίριο του Αχμέτ Καπαντζή. Ήδη από το 1906 διατηρούσε πανσιόν και εστιατόριο στον πρώτο όροφο του κτιρίου στην αρχή της οδού Σαμπρή Πασά αριστερά, ακριβώς απέναντι από τη μεταγενέστερη θέση του. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο ισόγειο του κτιρίου στεγαζόταν ένα καπνοπωλείο, αλλά κατά τον πόλεμο είχε ανοίξει το κατάστημα νεωτερισμών των Matarasso, Saragussi και Russo, το οποίο φαίνεται σε πολλές φωτογραφίες της εποχής εκείνης. Όταν ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ήρθε το βράδυ της 15ης Απριλίου του 1909 σιδηροδρομικά στη Θεσσαλονίκη και εγκαταστάθηκε στη Βίλλα Αλλατίνη, ο Bastasini ανέλαβε την τροφοδοσία του νεοφερμένου και της ακολουθίας του, εωσότου λειτουργήσει η κουζίνα της βίλας.
Αξίζει να σημειώσω ότι σε αυτή την περίοδο ο έκπτωτος σουλτάνος έτρωγε μόνο βρασμένα αυγά με άθικτο τσόφλι, επειδή φοβόταν μήπως τον δηλητηριάσουν. Η πλατεία Ελευθερίας ήταν «το» κέντρο της Θεσσαλονίκης, με το πρόβλημα της κυκλοφοριακής συμφόρησης ήδη εμφανές, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, και επρόκειτο να είναι το πιο κοσμικό σημείο της πόλης για τα επόμενα είκοσι χρόνια. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι έχουμε εξαιρετικές πληροφορίες για τη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1910, λόγω της παρουσίας σε αυτήν των στρατευμάτων της Αντάντ, βασικά Γάλλων και Άγγλων. Οι πληροφορίες περιλαμβάνουν αφηγήσεις και φωτογραφίες κυρίως για την περίοδο 1916-1918, αλλά μπορεί να βρει κανείς και σημαντικές πληροφορίες για λίγο παλιότερα χρόνια. Έτσι γνωρίζουμε ότι, πριν από την άφιξη των στρατευμάτων, σε αυτό το ζαχαροπλαστείο σύχναζαν κυρίως Έλληνες και Εβραίοι έμποροι για να συζητήσουν χαλαρά και πιθανόν να κλείσουν δουλειές. Οι τιμές ήταν χαμηλές, 10 λεπτά της δραχμής (περίπου ίσο με μια αγγλική πένα της εποχής) ο καφές, 15 λεπτά το ούζο με μεζέ, και με αυτό το ποσό μπορούσε να καθίσει κανείς συζητώντας επί ώρες. Το φιλοδώρημα (πουρμπουάρ) ήταν άγνωστη έννοια τότε. Μόνο τα Σαββατοκύριακα έβλεπε κανείς καλοντυμένες κυρίες από τη συνοικία των Εξοχών να πίνουν λεμονάδα προς 40 λεπτά η μία ή να τρώνε παγωτό προς 50 λεπτά.
Η χρονική στιγμή της επαναλειτουργίας του Café Floca επιβεβαιώνεται από δύο ενδιαφέροντα περιστατικά. Το πρώτο είναι μάλλον φαιδρό. Στους συμμάχους είχε κάνει εντύπωση το γεγονός ότι το ζαχαροπλαστείο φαινόταν πως ποτέ δεν παρουσίαζε έλλειψη ζάχαρης, παρά τις δυσκολίες εύρεσης προμηθειών εκείνης της εποχής. Βέβαια, κατά πάσα πιθανότητα «πηγή» τους ήταν ο γαμπρός τους Κώτσος Νικολάου, χονδρέμπορος τροφίμων. Το γεγονός αυτό οδήγησε κάποιον «έξυπνο» τον Μάρτιο του 1918 να προσπαθήσει να εκβιάσει τους ιδιοκτήτες για απόκρυψη ζάχαρης, όπως αναφέρεται στην εφημερίδα «Μακεδονία». Το δεύτερο ήταν τραγικό: την Κυριακή 29 Απριλίου το βράδυ δύο υπάλληλοι του Café Floca, ο σαραντάρης χριστιανός μάγειρας Σοφοκλής, παντρεμένος με τρία παιδιά, και ο άγαμος εικοσιπεντάρης μουσουλμάνος βοηθός του, Μεχμέτ, έπιναν καφέ (κατ’ άλλους τσίπουρο) σε ένα μικρό καφενείο, κτισμένο πρόχειρα στα ερείπια του καμένου καφενείου της Μαρίας Λυκιαρδοπούλου, το οποίο βρισκόταν αριστερά από το δεύτερο –και ψηλότερο– από τα δύο κτίρια του ξενοδοχείου Olympos Palace. Ο Μεχμέτ ήταν ερωτευμένος με τη Ραχήλ, μια δεκαεφτάρα Εβραία πωλήτρια στο καφέ και ο Σοφοκλής τον πείραζε γι’ αυτό. Ο Μεχμέτ εξοργίστηκε, έβγαλε ένα πιστόλι και πυροβόλησε στην καρδιά τον Σοφοκλή. Όταν αντιλήφθηκε ότι είχε σκοτώσει τον φίλο του, αυτοκτόνησε με το ίδιο όπλο.