ΤΕΛΕΙΩΝΟΝΤΑΣ ΚΑΠΟΙΟ ΒΙΒΛΙΟ της Όλγκα Τοκάρτσουκ, συμβαίνει να θες να ακούσεις τους ήχους του αγαπημένου της Σοπέν, να βγεις αμέσως μετά έξω και να ξαπλώσεις στο χώμα, να θυμηθείς ποια αποσπάσματα έφτασαν για να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων: το σίγουρο είναι ότι αναζητάς κάποια δυνατή εμπειρία για να μπορέσεις να συνέλθεις από το σοκ που σου προκαλούν οι ανατρεπτικοί της κόσμοι. Μια σειρά από λέξεις, έτοιμες να εκραγούν μέσα σε περιβάλλοντα που μπλέκουν με το δικό τους τρόπο παλιούς αλχημιστές, αλλόκοτους Φρανκενστάιν και ανατόμους, παράξενους ταξιδευτές, όπως στους Πλάνητες, ή αρχαγγέλους που κατασκοπεύουν κάθε πτυχή της ύπαρξης μας, όπως στο Αρχέγονο και άλλοι καιροί (τα βιβλία της νομπελίστριας κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη) είναι μερικές μόνο από τις πτυχές της πολύσημης αυτής εμπειρίας.
Το σίγουρο είναι ότι κανένα βιβλίο της Τοκάρτσουκ δεν θυμίζει οτιδήποτε άλλο και παρότι η ίδια επιστρέφει συχνά στις απαρχές της δημιουργίας της ευρωπαϊκής ηπείρου, στην πιο δύσκολη μπαρόκ συνθήκη που διαμόρφωσε και την πατρίδα της την Πολωνία, το κάνει φροντίζοντας να πηγαίνει πάντα ένα βήμα μπροστά. Το έλεγε, άλλωστε, σε ένα από τα κείμενά της: πρέπει να θυμόμαστε ότι δεν είμαστε οι πρωτομάστορες της δημιουργίας και δεν μας ανήκει ο κόσμος. Το είδαμε πρόσφατα ζωντανά μπροστά μας κατά τη θεατρική μεταφορά του κορυφαίου έργου της, Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών, στη σκηνή της Στέγης από τον Σάιμον Μακμπέρνι και την ομάδα Κομπλισιτέ.
Γι' αυτό και αποφεύγει τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις, που συνήθως αρέσουν σε συγγραφείς σίγουρους για την ιδιότητά τους. Αρνείται, επομένως, οποιαδήποτε περιγραφή θα περιόριζε τη συγγραφική της ταυτότητα, αποφεύγοντας τους προσδιορισμούς. «Χασάπης; Εντομολόγος; Πάντα στεναχωριέμαι επειδή όταν περιγράφουμε κάτι, συγχρόνως το σκοτώνουμε, το ακινητοποιούμε στην περιγραφή του» είναι η απάντησή της στην ερώτηση πώς θα περιέγραφε τον εαυτό της ως συγγραφέα. «Επειδή με το που περιγράφεται μια κατάσταση, ένα γεγονός ή ένας τόπος, χάνεται κάθε άλλη δυνατή εκδοχή του. Επειδή με την περιγραφή, καρφιτσώνουμε κάτι πολύχρωμο και ζωντανό και το ακινητοποιούμε για πάντα».
«Η λογοτεχνία είναι η τέχνη της συναισθησίας, που σημαίνει η μεταφορά του ενός βιωματικού συστήματος σε ένα τελείως διαφορετικό σύστημα. Χωρίς τη γλώσσα δεν γνωρίζουμε τι βιώνουμε με τις αισθήσεις μας˙ μόνο η περιγραφή του μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το σώμα μας και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στον υλικό κόσμο».
Και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από κάθε βιβλίο της, που στόχο έχει να ανιχνεύσει νέους κώδικες και μια καινούργια γλώσσα, αναζητώντας όμως παλιά ίχνη, χαμένα στο βάθος του χρόνου: της λέω πως η λογοτεχνία της, όπως και κάθε μεγάλη λογοτεχνία, μου φαίνεται ότι δεν φτιάχνεται τόσο από ιδέες όσο από λέξεις, συνενώσεις, φραγκμέντα και νευρώνες καθώς και από όλες εκείνες τις άχρηστες πληροφορίες τις οποίες, ανασύροντας από το καλάθι των αχρήστων, τις μετατρέπει σε κάτι πρωτόγνωρο και υψηλό. «Ανέκαθεν αντιλαμβανόμουν τη λογοτεχνία ως εργασία από μια ιδιαίτερη και συχνά υποτιμημένη οπτική γωνία, από την οποία μπορεί κανείς να δει κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που βλέπει καθημερινά» σχολιάζει σχετικά. «Τα μέσα ενημέρωσης μάς αφηγούνται για τον κόσμο, όντας τοποθετημένα κατά κάποιον τρόπο στο κέντρο, προσπαθούν να βρουν μια αντικειμενική προοπτική, χρησιμοποιώντας μια κατανοητή σε όλους γλώσσα. Την ίδια στιγμή, η λογοτεχνία αλλάζει συνειδητά την προοπτική, αποκαλύπτει το απαρατήρητο, αυτό που παραλείπουμε ή αυτό που απλώς απωθούμε, όντας ακόμα απροετοίμαστοι να δεχτούμε κάποια γνώση».
Σάμπως η γνώση για την ίδια να βρίσκεται στους όρους των επιστημών και στις γραμμές που έστηναν οι χαρτογράφοι στο τέλος του Μεσαίωνα, στον τρόπο που οι μεγάλοι ανατόμοι αράδιαζαν τα ταριχευμένα ανθρώπινα μέλη στις προθήκες μιας γοητευτικής φρικωδίας με τους όρους μιας υψηλής τέχνης ή οι πρώτοι περιηγητές έγερναν στον ίσκιο των τεράστιων δέντρων για να ξεκουραστούν από τη διαρκή τους περιπλάνηση. Η ίδια έχει περιγράψει στο παρελθόν τα βιβλία της ως «μυθιστορήματα-αστερισμούς», εξηγώντας ότι βάζει σε τροχιά ιστορίες, δοκίμια, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις και σχεδιάσματα όπως οι Αρχαίοι, που κοιτάζοντας αντίστοιχα, όπως εκείνη, τα αστέρια στον ουρανό έβρισκαν νέους τρόπους ταξινόμησης. «Ένα παλιό κάτι είναι καλύτερο από ένα καινούργιο τίποτα» έγραφε στο σχετικό κείμενο που συνόδευε τη βράβευσή της, αναζητώντας νέους τρόπους για να πει όχι απλώς μια ιστορία αλλά την ίδια την ιστορία του κόσμου και της ύπαρξης.
Την ίδια στιγμή, όμως, που βυθίζεται στην άβυσσο των επιστημών για να αναδείξει το πιο πολύτιμο αλλά και το πιο φευγαλέο, κοιτάζει βαθιά στην ανθρώπινη ψυχή αναζητώντας τα ίχνη ενός παλιού τραύματος, τις ρίζες του αρχέγονου πόνου. «Πρέπει να αναζητήσουμε τον πόνο μας» γράφει σχετικά στους Πλάνητες, και δεν μπορώ να μην τη ρωτήσω αν γίνεται, με αυτό τον τρόπο, ο οδηγός σε αυτό το ταξίδι, με τον τρόπο του Αχαάβ, ο οποίος με το λειψό του πόδι αναζητά την πηγή του δικού του πόνου. «Όντως, μου φαίνεται ότι τα βάσανα μπορεί να είναι ένα τεράστιο κίνητρο για συγγραφή, δημιουργία, και έρευνα για κάτι» μου απαντά. «Ότι πρόκειται για έναν ισχυρό παράγοντα τον οποίο σπάνια παραδεχόμαστε. Προτιμάμε, για παράδειγμα, να λέμε ανερυθρίαστα πως γράφουμε για τα λεφτά ή τη δόξα. Αυτή όμως είναι μόνο μια πολύ αποδεκτή σήμερα πλευρά της εξήγησης, και επιπλέον μια πλευρά που υποστηρίζει την καπιταλιστική προσέγγιση στο βιβλίο ως προϊόν σαν όλα τα άλλα, ως προϊόν που πρέπει κανείς να προωθήσει, να πουλήσει κ.λπ. Έχω όμως την εντύπωση πως η πλειοψηφία των δημιουργών δεν προσδοκά ούτε δόξα ούτε χρήμα, παρά πως δημιουργεί από μια βαθιά ανάγκη επικοινωνίας με τους άλλους, η οποία δεν παρακάμπτεται έτσι απλά με τις λέξεις "έκφραση του Εγώ" ή με κάτι παρόμοιο. Οι άνθρωποι θέλουν να καταλάβουν πώς λειτουργούν όλα αυτά, πώς ζούνε οι άλλοι, τι σκέφτονται. Για ποιο λόγο η ζωή είναι κάποτε άδικη και σκληρή, τι νόημα έχει το να υποφέρει κανείς. Ναι, θέλουν μέσα από τη γραφή να εξερευνήσουν τον δικό τους πόνο».
Γι' αυτό και οι γυναικείες μορφές στα βιβλία της είναι τραυματισμένες, μοναχικές και ευάλωτες, αλλά ταυτόχρονα σοφές, με συγκρότηση και με γνώση για το τι συνιστά τελικά ουσία των πραγμάτων. Είναι αυτές που αρκούν, όπως παλιότερα η ιέρεια Διοτίμα, για να ανατρέψουν τις κυρίαρχες εικόνες που έχουμε για τα πράγματα και τη σκέψη, έτσι όπως είναι διαμορφωμένη στους αιώνες.
Αυτό είναι, άλλωστε, και το θέμα του νέου της βιβλίου με τον τίτλο Empuzjon, που αναμένεται να κυκλοφορήσει στα ελληνικά εντός της χρονιάς. Ο τίτλος που συνιστά μια ιδιότυπη συνένωση των λέξεων «Έμπουσα» και «Συμπόσιον», ουσιαστικά εμπνέεται από μια συζήτηση που διεξάγεται στο πλαίσιο μιας συνθήκης αντίστοιχης του πλατωνικού Συμποσίου, όπου αναπαράγονται κυρίαρχα πρότυπα για το γυναικείο φύλο, τον κανόνα της Δυτικής Λογοτεχνίας, ολόκληρο το πατριαρχικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα εντοπίζεται κάπου μεταξύ ανθρώπινης ύπαρξης και ανοίκειου. Το ανοίκειο, εν προκειμένω, εκπροσωπεί μια μυθολογική μορφή, η Έμπουσα, μοιάζοντας με άλλα παράξενα πλάσματα του βιβλίου που άλλοτε εμφανίζουν τα χαρακτηριστικά ενός τρομακτικού πλάσματος-σκιάχτρου και άλλοτε ενός δαιμόνιου όντος ή ξωτικού.
Αντίστοιχα, οι γυναικείοι χαρακτήρες στα προηγούμενα έργα της μπορούσαν να είναι απόλυτα ρεαλιστικοί αλλά και πέραν του κόσμου τούτου. Της λέω ότι κάλλιστα φαντάζομαι, για παράδειγμα, την Άννουσκα από τους Πλάνητες να συνομιλεί με τη Γιανίνα από το Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών. «Υπάρχουν ακόμα πολύ λίγες γυναικείες μορφές στη λογοτεχνία – αυτές οι ανθρώπινες, εκφραστικές μορφές, που επιβιώνουν και υπερβαίνουν από όλες εκείνες τις κοινωνικές συμβάσεις περί του πώς πρέπει να είναι μια γυναίκα» μου λέει συμφωνώντας, κατά κάποιο τρόπο, μαζί μου. «Ονειρεύομαι φιλοσόφισσες, επισκόπισσες, πάπισσες, στρατιωτίνες, προεδρίνες, αλλά και κακούς γυναικείους χαρακτήρες. Μορφές που δεν θα είναι απλώς οι γυναικείες εκδοχές αντρικών χαρακτήρων, αλλά θα έχουν τη δική τους ποιότητα».
Είναι αυτές οι γυναίκες που φαίνονται να διαφεύγουν από οποιαδήποτε κατηγορία και λογική, ακόμα και αίσθηση ιεραρχίας και κανονικότητας. φέροντας κάτι ιερό ή τουλάχιστον παραπέμποντας με ενάργεια στον κόσμο του. Η ίδια η Τοκάρτσουκ, ωστόσο, αποφεύγει μια μονοσήμαντη απάντηση αναφορικά με τη φύση του ιερού. «Μπορεί να είναι μια βαθιά, εσωτερική και τρυφερή σχέση με την πραγματικότητα, στο πιο βαθύ της επίπεδο» μου λέει περιλαμβάνοντας κάθε δυνατή απάντηση σε μια μόλις πρόταση.
Όσο για τη διαδικασία της γραφής, αυτή με τίποτα δεν μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια: ενώ θα έλεγες ότι η Τοκάρτσουκ υπηρετεί αυτό το νέο είδος μεταξύ «φυσιολογίας» και θεολογίας, που οφείλει να είναι η λογοτεχνία, όπως είχε πει στο παρελθόν, τελικά καταλήγει να γράφει με έναν μοναδικό βιταλισμό γι' αυτό που βρίσκεται κάτω από το δέρμα. «Η περιγραφή της σχέσης της σκέψης μας με τον υλικό, βιωματικό κόσμο είναι για μένα μια τεράστια πρόκληση, επειδή πρόκειται για διαμετρικά αντίθετα βιώματα» απαντά σχετικά στο σχόλιο μου. «Η λογοτεχνία είναι η τέχνη της συναισθησίας, που σημαίνει η μεταφορά του ενός βιωματικού συστήματος σε ένα τελείως διαφορετικό σύστημα. Χωρίς τη γλώσσα δεν γνωρίζουμε τι βιώνουμε με τις αισθήσεις μας˙ μόνο η περιγραφή του μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε το σώμα μας και τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί στον υλικό κόσμο».
Κατά τα άλλα, είναι προφανές ότι τα βιβλία της σπουδαίας Πολωνής συγγραφέως περιστρέφονται πάντα γύρω από την έννοια της περιπλάνησης, όχι με τον γνωστό τρόπο της αστικής φλανερί, αλλά της βαθιάς καταβύθισης στον κόσμο της δημιουργίας. «Υπάρχουν πράγματα που γίνονται από μόνα τους, υπάρχουν ταξίδια που αρχίζουν και τελειώνουν στο όνειρο και υπάρχουν ταξιδιώτες που ανταποκρίνονται στο τραύλισμα της κλήσης της ίδιας της ανησυχίας τους», γράφει χαρακτηριστικά στους Πλάνητες, και δεν είναι τυχαίο ότι η ίδια έμαθε για το Νόμπελ ενώ βρισκόταν στο αυτοκίνητό της, σε κάποιο από τα αμέτρητα ταξίδια της.
Αντίστοιχα πάλι, ένα από τα πρώτα διηγήματά της, το Hotel Capital, είναι γραμμένο με την οπτική μιας καμαριέρας που επινοεί ιστορίες για κάποιον από τους πελάτες ενός ξενοδοχείου, όπως αυτά που επισκέπτεται η ίδια διαρκώς. Και αυτή η εγγενής σύγκρουση στο εσωτερικό της ανθρώπινης φύσης ανάμεσα στην σταθερότητα και την αλλαγή, το χθόνιο, γήινο από τη μια στοιχείο και από την άλλη το αέρινο και το ρευστό, μοιάζει να είναι κυρίαρχη στα βιβλία και στη ζωή της. «Φαίνεται πως έχω μέσα μου κάτι τέτοιες αντιφατικές επιθυμίες. Από τη μια πλευρά είμαι σπιτόγατος και θα ήθελα πάνω απ’ όλα να κάθομαι στο σπίτι. Από την άλλη πλευρά, όταν μπαίνω στο αυτοκίνητο και φεύγω για κάποιο μεγάλο ταξίδι, νιώθω πραγματικά ελεύθερη. Καθώς φαίνεται, έχω συγχρόνως γονίδια νομάδων, αλλά και κάποιου ειρηνικού, σταθερά εγκατεστημένου λαού που ζούσε επί γενιές στον ίδιο τόπο, σε αρμονία με τη φύση» καταλήγει απαντώντας στην ερώτησή μου για τις δυο φαινομενικά αντιφατικές αυτές όψεις.
Όσο για την κλασική ερώτηση, για το πώς ένιωσε όταν άκουσε το όνομά της, μετά το διεθνές βραβείο Μπούκερ, ως της νικήτριας του βραβείου Νόμπελ, αρνείται να απαντήσει. Προτιμά, μάλλον, να διατηρεί σιωπηρά το πλεονέκτημα της τρυφερότητας, παραπέμποντας ουσιαστικά στην ομιλία της κατά την αποδοχή του βραβείου και σε εκείνο το υπέροχο απόσπασμα για την τρυφερότητα που μοιάζει πραγματικά με υπόσχεση ευτυχίας.
«... Η τρυφερότητα είναι η πιο ταπεινή μορφή αγάπης. Είναι το είδος της αγάπης που δεν εμφανίζεται στις γραφές ή στα ευαγγέλια, κανένας δεν ορκίζεται σ’ αυτήν, κανείς δεν την παραθέτει. Δεν έχει ειδικά εμβλήματα ή σύμβολα, δεν οδηγεί σε εγκληματικές πράξεις, ούτε προκαλεί φθόνο. Εμφανίζεται όποτε κοιτάζουμε από κοντά και με προσοχή μια άλλη ύπαρξη, κάτι που δεν είναι ο "εαυτός" μας. Η τρυφερότητα είναι αυθόρμητη και ανιδιοτελής· υπερβαίνει κατά πολύ τη συγγενή της ενσυναίσθηση. Αντιθέτως, είναι το συνειδητό, αν και ίσως ελαφρώς μελαγχολικό, μοίρασμα του κοινού πεπρωμένου. Η τρυφερότητα είναι μια βαθιά συναισθηματική ανησυχία για μια άλλη ύπαρξη, για την ευθραυστότητά της, για τη μοναδική της φύση και για την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και στις επιπτώσεις του χρόνου (…) Η λογοτεχνία στηρίζεται στην τρυφερότητα προς οποιαδήποτε ύπαρξη εκτός από τον εαυτό μας. Είναι ο βασικός ψυχολογικός μηχανισμός του μυθιστορήματος. Χάρη σε αυτό το θαυματουργό εργαλείο, το πιο εξελιγμένο μέσο της ανθρώπινης επικοινωνίας, η εμπειρία μας μπορεί να ταξιδέψει μέσα στον χρόνο, φτάνοντας σε εκείνους που δεν έχουν γεννηθεί ακόμα, αλλά που θα στραφούν κάποια στιγμή σε αυτά που έχουμε γράψει εμείς, στις ιστορίες που είπαμε για τον εαυτό μας και για τον κόσμο μας».
Η Όλγκα Τοκάρτσουκ έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, για μια συζήτηση με τον δημοσιογράφο και επιμελητή των εκδόσεων Καστανώτη, Γρηγόρη Μπέκο, την Παρασκευή 9/2 στις 20:30. Στο τέλος της εκδήλωσης, η συγγραφέας θα υπογράψει περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Η εκδήλωση είναι sold-out, θα μεταδοθεί όμως ζωντανά και από το Onassis Channel στο YouTube.
Ευχαριστούμε πολύ τη μεταφράστρια Αλεξάνδρα Ιωαννίδου για τη συμβολή της στην υλοποίηση αυτή της συνέντευξης, τις εκδόσεις Καστανιώτη και τη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση.
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΤΟ ΑΡΧΕΓΟΝΟ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ ΚΑΙΡΟΙ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΠΛΑΝΗΤΕΣ» ΕΔΩ
ΑΓΟΡΑΣΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΟΔΗΓΗΣΕ ΤΟ ΑΛΕΤΡΙ ΣΟΥ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΤΑ ΟΣΤΑ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ» ΕΔΩ