Μαζί με το πνεύμα της Αναγέννησης και των γραμμάτων, στην Εσπερία του δέκατου έκτου αιώνα μεγάλωσε το κύμα των περιηγητών: άνθρωποι εγγράμματοι, με έντονα φιλοπερίεργο και ανήσυχο πνεύμα, ένιωσαν την ανάγκη να καταγράψουν με τρόπο βιωματικό αλλά και εμπεριστατωμένο τη δική τους περιπέτεια ως πλάνητες σε έναν κόσμο που αλλάζει.
Η εμπορική άνθηση πόλεων όπως η Φλωρεντία ή η Αμβέρσα, η αντίσταση στη βαθιά διαφθορά που επικρατούσε στον κύκλο των μοναχών και της Εκκλησίας και η αφθονία των κλασικών έργων που τυπώνονταν σε πνευματικά κέντρα όπως η Βενετία ή και το Παρίσι είναι οι βασικοί λόγοι που δικαιολογούν τον πολλαπλασιασμό περιηγητικών κειμένων από τον δέκατο πέμπτο αιώνα κι έπειτα.
Ειδικά το βιβλίο του Κερκυραίου Νίκανδρου Νούκιου Ταξίδι στην Εσπερία –που επιτέλους έχουμε μεταφρασμένο στα ελληνικά, στην ολοκληρωμένη κριτική έκδοση με προλεγόμενα, εισαγωγή α και σχόλια ενός από τους σημαντικότερους βυζαντινολόγους στην Ευρώπη, του Πάολο Οντορίκο, και εισαγωγή Β’ και σημειώσεις του Ζοέλ Σναπ– συνιστά μία από τις πρώτες, αν όχι την πρώτη, ειδικά αναφορικά με το Λονδίνο, μαρτυρίες για τη μορφή που είχαν οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης τον δέκατο έκτο αιώνα.
Η Ευρώπη των μέσων του δέκατου έκτου αιώνα είναι ένας αιματοβαμμένος τόπος, αλλά πίσω από τον κυνισμό της κυρίαρχης μοναρχικής εξουσίας υπάρχει η ανταύγεια μιας υπέρβασης που πηγάζει από την κεντρική βούληση κάθε λαού και αρχίζει και αχνοφαίνεται στην καρδιά κάθε πόλης και πολίχνης.
Εκτός από την παραστατική καταγραφή του τοπίου, ο Νίκανδρος αποπειράται μια πρώτη κοινωνική μελέτη για τον τρόπο που αντιδρά κάθε λαός, η οποία, προς έκπληξή μας, συνιστά ακόμα και σήμερα τον κυρίαρχο κανόνα διαφοροποίησης των κατοίκων της Δύσης.
Παράδειγμα αποτελεί η αντίθεση μεταξύ του πιο αυθόρμητου, με πίστη στις δοξασίες Ιρλανδού και του πιο επιφυλακτικού και εσωστρεφούς Βρετανού ή μεταξύ του πιο εύχαρι κατοίκου των πόλεων της Βαυαρίας και του αυστηρού Βιεννέζου.
Σε μια εποχή που οι θρησκευτικές δοξασίες διαπερνούσαν όλα σχεδόν τα θεωρητικά κείμενα, ο Νίκανδρος επιχειρεί, «ως αντιπροσωπευτικός τύπος του μεταβυζαντινού Έλληνα των καιρών της Αναγέννησης», όπως είχε πει γι’ αυτόν χαρακτηριστικά ο Σεφέρης, που τον πρωτοανακάλυψε, να προσφέρει λογικά συμπεράσματα και εξηγήσεις και να προσπεράσει, όσον είναι δυνατό για την εποχή του, τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις.
Δηλαδή, όσο κι αν δεν πιστεύει στην τύχη, δεν μπορεί να μην αποδέχεται τα διάφορα σημάδια με τερατόμορφα φίδια που προμήνυαν την επέλαση του κακού, ειδικά των «βαρβάρων», όπως αποκαλεί τους Τούρκους, θεωρώντας, ωστόσο, κατά βάθος ότι η πνευματική απελευθέρωση που θα επέλθει μέσα από τα κλασικά κείμενα και τα γράμματα θα βοηθήσει να έρθει ένας καλύτερος κόσμος.
Γι’ αυτό, παρότι στο ταξίδι του περιγράφει μια ευρωπαϊκή ήπειρο που ταλανίζεται από θρησκευτικές έριδες και εμφύλιους πολέμους, τα συμπεράσματά του φέρνουν έναν άνεμο αισιοδοξίας που επικράτησε την εποχή της Αναγέννησης. Η Ευρώπη των μέσων του δέκατου έκτου αιώνα είναι ένας αιματοβαμμένος τόπος, αλλά πίσω από τον κυνισμό της κυρίαρχης μοναρχικής εξουσίας υπάρχει η ανταύγεια μιας υπέρβασης που πηγάζει από την κεντρική βούληση κάθε λαού και αρχίζει και αχνοφαίνεται στην καρδιά κάθε πόλης και πολίχνης.
Μπορεί να μη μιλάμε ακόμα για δημοκρατική συγκρότηση αλλά για τη φωνή κάθε πολίτη που ακούγεται δυνατά, πέρα από το ανάγλυφο τοπίο των απόρθητων βουνών, των θαλασσών και των άγριων ωκεανών που φοβίζουν τον περιηγητή και συγγραφέα Νίκανδρο.
Ποτάμια όπως ο Άρνος και ο Σηκουάνας δεν διευκολύνουν μόνο τη μεταφορά εμπορευμάτων αλλά και την ανταλλαγή απόψεων και ιδεών, έτσι για πρώτη φορά καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως είναι αναφαίρετο δικαίωμα καθενός να εκφράζει, όπως ο ίδιος ο Νίκανδρος, ελεύθερα τη σκέψη του.
Δεν είναι τυχαίο ότι, εκτός από περιηγητής, πρώτα απ’ όλα ο Κερκυραίος Νίκανδρος –το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρόνικος Νούκιος–, εγκατεστημένος στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, ήταν ένας λόγιος ανθρωπιστής με βαθιά πίστη στην κλασική παιδεία, την οποία διακονούσε ως ονομαστός λόγιος και αντιγραφέας (όσοι έχουν διαβάσει το αριστούργημα του Γκρίνμπλατ Παρέγκλισις ή τα βιβλία του Ουμπέρτο Έκο γνωρίζουν την αναμφίβολη σύνδεση των κλασικών γραμμάτων με τη μανία της αποκρυπτογράφησης).
Όπως γράφει ο Πάολο Οντορίκο στην εισαγωγή του βιβλίου: «Ο ταξιδιώτης ο διαποτισμένος με την κλασική παιδεία, ο αντιγραφέας των συγγραφέων της αρχαιότητας, ο άνθρωπος της Αναγέννησης που συγχρωτιζόταν με τους σοφούς κύκλους της λόγιας Βενετίας, θέλει να μιμηθεί τους συγγραφείς του παρελθόντος: ο Ανδρόνικος γίνεται Νίκανδρος. Αυτή η μορφή αναγραμματισμού του πατρωνύμου ήταν ένα τέχνασμα που χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τους ανθρωπιστές συγγραφείς, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο προσέδιδαν στον εαυτό τους αρχαίο ύφος: ο Νικόλαος Χαλκοκονδύλης, ιστορικός της πτώσης της Κωνσταντινουπόλεως, είχε γίνει με τον τρόπο αυτό Λαόνικος, όπως ακριβώς ο Νικόδημος ζητούσε να τον ονομάζουν Δαιμονικό και ο Ανδρόνικος Νίκανδρο. Αρχίζει λοιπόν το ταξίδι του».
Και πού δεν ταξιδεύει ο Κερκυραίος Ανδρόνικος στην προσπάθειά του να θεμελιώσει τη δική του ελληνική ταυτότητα με όπλο του τη γλώσσα, η οποία ταυτιζόταν με την καθαρεύουσα του ύστερου Βυζαντίου που κατόπιν κατέστη η κυρίαρχη γλώσσα της Εκκλησίας, αλλά και την κερκυραϊκή του καταγωγή.
Με αφετηρία τη Βενετία διασχίζει τις χώρες και τις πόλεις γύρω από τους ποταμούς της Κεντρικής Ευρώπης, τις οποίες αποκαλεί με τα αρχαιοπινή τους ονόματα. Έτσι, ο Πάδος γίνεται Ηριδανός και ο Δούναβης Ίστρος, η Ουγγαρία ξαναγίνεται Παιονία ή η Κολονία Αγριππίνα, φτάνοντας μέχρι τον Γάνδανο (Γάνδη), την Αμβέρσα και κατόπιν τις πόλεις της Γαλατίας, για να καταλήξει στην Ιταλία και στην Ελλάδα.
Η ταυτότητά του, ωστόσο, συντίθεται σε αντιδιαστολή με τα μέρη τα οποία επισκέπτεται, όπου συνειδητά δεν αφήνει τα κομμάτια του, λειτουργώντας ως αποστασιοποιημένος παρατηρητής. Δηλαδή, ενώ βιώνει από πρώτο χέρι τις αψιμαχίες που έχουν ξεσπάσει στη Γερμανία, λόγω της εκεί επικράτησης του Λούθηρου, αλλά και τις συγκρούσεις Βρετανίας - Γαλλίας στο Καλαί, δεν εμπλέκεται ψυχικά, σε αντίθεση με την περίπτωση της πολιορκίας της Κέρκυρας από τους Τούρκους του Μπαρμπαρόσα, της οποίας οι περιγραφές έχουν την έκφραση της ψυχικής συντριβής, με τις λεηλασίες και τους βιασμούς να περιγράφονται με κάθε λεπτομέρεια.
Καμιά φορά συμβαίνει οι ελληνικοί τόποι να έχουν στα μάτια του Νίκανδρου τον δικό τους αταβισμό, καθώς συνδέει μέρη της Πελοποννήσου με το βυζαντινό τους παρελθόν ή γεννιούνται από τις ιδέες της ορθόδοξης χριστιανοσύνης στην οποία ομνύει, διαχωρίζοντας τον κόσμο σε ομόθρησκους και αλλόθρησκους. Δηλαδή, όταν γράφει, έχει την επίγνωση ότι, εκτός από τους κατοίκους, απευθύνεται και στους πατριώτες του, με τα δικά μας μέρη να είναι στα μάτια του σαφώς πιο εύφορα και τους κατοίκους να απολαμβάνουν το εξαιρετικό λάδι της Καλαμάτας (από τότε) ή τον αρωματικό οίνο της Κρήτης.
Στην Ελλάδα επιμένει ότι ευδοκιμούν οι ελιές και οι συκιές, σε αντίθεση με τις χώρες του Βορρά, όπου επικρατούν τα ορυκτά, τα άγρια ζώα και οι μεταφυσικού τύπου ομίχλες. Παρότι, δηλαδή, αποστρέφεται τον σκοταδισμό των διεφθαρμένων μοναχών και των εκπροσώπων της Εκκλησίας, η ορθόδοξη Ελλάδα είναι γι’ αυτόν ο τόπος του ανήκειν, σε αντίθεση με τις άλλες περιοχές, όπου οι μνήμες περισυλλέγονται για να σκορπιστούν στην προσωρινότητα μιας ετεροκαθορισμένης μοίρας.
Έτσι, η μακρά διάρκεια της περιόδου του Βυζαντίου δεν προβάλλεται σε αντιδιαστολή με την προοπτική της Αναγέννησης αλλά έχει κάτι από τη μάχη ενάντια στη φθορά που παρουσιάζουν οι προσωρινές εξεγέρσεις των γεωργών στη Γερμανία ή η παρουσία των διαφόρων αιρετικών, όπως τους εμφανίζει, στην Ιταλία. Και παρότι θαυμάζει τη παιδεία του Λούθηρου, δεν τη συγκρίνει με τη σοφία των εραστών της κλασικής παιδείας, όπως ο Έρασμος ή ο Βιργίλιος.
Μάλιστα, όσο οι ιδανικοί μηχανισμοί του στοχασμού μπορούν και ισοπεδώνουν στη δυναμική τους δίνη όλες τις αντιθέσεις, ο Νίκανδρος νιώθει πιο σίγουρος για τη συγκρότηση μιας αφήγησης όπου η γεωγραφία, το τοπίο και οι ανθρώπινες συνήθειες συναντούν τη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.
Εμπνευσμένος, σε πολλές περιπτώσεις, από τον Ηρόδοτο, οι περιγραφές του δείχνουν να αποπειρώνται μια πρώτη λόγια ιστορική καταγραφή, ενώ, περνώντας από τη φιλοσοφία, ειδικά του Αριστοτέλη, τολμάει έναν καίριο διαχωρισμό των θαλάσσιων, και όχι μόνο, ειδών. Κρατώντας ίσες σχεδόν αποστάσεις μεταξύ της Αγγλίας και της Γαλλίας και λόγω της θέσης του ως παράγοντα στις διάφορες βασιλικές αυλές όπου είχε βρεθεί, π.χ. στην αποστολή του Καρόλου της Αγγλίας στον Σουλεϊμάν, του Ερρίκου Η’ και του Φραγκίσκου, δείχνει να αποδίδει κοινά χαρακτηριστικά στους εκπροσώπους της μοναρχικής εξουσίας.
Ωστόσο, οι άκρως περιγραφικές ιστορίες του για τις απανωτές ερωτοτροπίες του Ερρίκου Η’ μπορεί να δείχνουν ότι ευνοούν τον βασιλιά, ουσιαστικά όμως συμπεραίνουν ότι έτσι είναι η διεφθαρμένη φύση της βασιλικής αυλής, μάλιστα λίγες μόλις δεκαετίες προτού γραφτούν τα έργα του Σαίξπηρ.
Στις παρατηρήσεις του περιλαμβάνονται και συμπεράσματα τόσο για την τρυφή της γαλλικής βασιλικής αυλής, εστιάζοντας στην τάση προς πολυτέλεια των Γάλλων, και δη των Παριζιάνων, όσο και για την έντονη ερωτική διάθεση όλων όσοι περιστρέφονται γύρω από τους αυτοκράτορες. Εντύπωση, επίσης, του προκαλεί ο ερωτικός αυθορμητισμός των Ιρλανδών, που δεν ντρέπονται να «συνουσιάζονται στα φανερά», ή των Άγγλων, που φιλούν τις γυναίκες τους στο στόμα, και μάλιστα δημόσια.
Όλα αυτά τα στοιχεία είναι που κάνουν την αφήγηση του Νίκανδρου γλαφυρή και τη γλώσσα του λαγαρή, μετατρέποντας τον ίδιο, όπως είχε επισημάνει σχετικά κριτικό κείμενο του «Classical Review» του Πανεπιστημίου του Cambridge («Classical Review», Cambridge University Press, 2009), σε «μοναδικό στυλίστα».
Είναι αυτά που, επίσης, έκαναν τον Γιώργο Σεφέρη να ασχοληθεί με τον πρώιμο ταξιδευτή της Αναγέννησης σε μια ραδιοφωνική ομιλία του στο BBC τον Απρίλιο του 1952 αφιερωμένη στον Νίκανδρο και στα συμπεράσματά του για την Ελλάδα και την Αγγλία, δηλαδή πολύ πριν επιχειρηθεί η πρώτη, ατελής έστω, έκδοση των κειμένων του στη Γαλλία από τον J.-A. de Foucault το 1965.
Ταυτιζόμενος με τις αγωνίες και το περιπετειώδες σθένος του ανήσυχου αυτού ταξιδευτή και διπλωμάτη, ο Σεφέρης διέκρινε στη ζωντάνια του λόγου του μια αναλογία με την ενάργεια της ζωγραφικής του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, που γεννιέται την εποχή που γράφει ο Νίκανδρος, ικανή να κρατάει ζωντανό το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι σήμερα.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.