«Τα διηγήματα του Λιγκότι τείνουν να έχουν βαθύ συναισθηματικό αντίκτυπο. Το όραμά του είναι υπερβολικά σκοτεινό και οι ιστορίες του μπορεί να μολύνουν τον αναγνώστη με ήπια έως σοβαρή κατάθλιψη. Είναι πιθανό ακόμη και να επιτελέσουν μια αλλαγή στην αυτοαντίληψη του αναγνώστη και στην κοσμοθεώρησή του. Αυτή η προειδοποίηση δεν έχει σκοπό να δημιουργήσει εντυπώσεις, ούτε να αποτρέψει τους νέους αναγνώστες. Είναι απλά η δήλωση ενός γεγονότος που βασίζεται στην εμπειρία πραγματικών αναγνωστών. Ο Λιγκότι γράφει για τα πλέον σκοτεινά θέματα με εκπληκτική δύναμη και εννοεί όσα λέει. Συχνά οι ιστορίες του μοιάζουν να στέλνουν ένα υπόγειο μήνυμα, κάποιου είδους υποσυνείδητη δήλωση που κανονικά δεν θα ’πρεπε να μπορεί να διασχίσει το φράγμα του προφορικού λόγου».
Τα λόγια αυτά του Matt Cardin στο δοκίμιο «Thomas Ligotti’s Career of Nightmares» μπορεί να φανούν υπερβολικά σε όποιον δεν έχει διαβάσει Λιγκότι, δεν έχει έρθει δηλαδή αντιμέτωπος με τη βουτηγμένη στην απελπισία και τον μηδενισμό φιλοσοφία του Αμερικανού συγγραφέα καθώς και με την επέλαση του παραλόγου όπως αυτή ξεδιπλώνεται στα γραπτά του. Και όμως, η ανάγνωση των ιστοριών του αποκαλύπτει την παρασιτική φύση των ιδεών που εσωκλείουν, οι οποίες γαντζώνονται στο μυαλό, ιδίως όσων σκαλίζουν τακτικά την κρούστα των υπαρξιακών αφηγημάτων και νιώθουν την εύθραυστη φύση της ασφάλειας που ευαγγελίζεται ο σύγχρονος κόσμος.
Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η πένα του βρίσκεται στο πιο ώριμο, ουσιώδες και μυστηριακό επίπεδό της, ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο-παράσταση χωρισμένο σε τρία μέρη-πράξεις, που είναι μεν αυτόνομες μα καταλήγουν να συμπληρώνουν η μία την άλλη.
Όταν πριν λίγα χρόνια είχα στείλει στις εκδόσεις Αντίποδες μια μικρή λίστα με προτάσεις βιβλίων για μετάφραση, ήμουν κάπως διστακτικός σχετικά με τη συμπερίληψη του «Teatro Grottesco», της τελευταίας μεγάλης συλλογής διηγημάτων του Τόμας Λιγκότι. Οι ενδοιασμοί δεν είχαν να κάνουν με την ποιότητα αλλά με δύο θέματα εγγενή στο έργο: τη δύστροπη φύση του πρωτότυπου κειμένου, η οποία παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες στην απόδοση σε άλλη γλώσσα, και την κατάμαυρη, βαθιά απελπισία που αποπνέουν τα διηγήματα, μια απελπισία με την οποία θα έπρεπε να αναμετρηθώ από την ιδιαίτερη εγγύτητα με την οποία αναγκάζεται να προσεγγίζει το κάθε έργο ο μεταφραστής. Πολλές φορές κατά τη διαδικασία της μετάφρασης χρειάστηκε να πείσω τον εαυτό μου (με μέτρια επιτυχία) ότι οι ιδέες των χαρακτήρων του Teatro Grottesco δεν είναι αναπόδραστες αλήθειες αλλά μυθοπλαστικά αποκυήματα μιας νοσηρής πλην σαγηνευτικότατης φαντασίας.
Τόμας Λιγκότι
Ποιος είναι όμως ο Τόμας Λιγκότι; Το όνομα δεν θα είναι άγνωστο στους θιασώτες της λογοτεχνίας τρόμου, μιας και πρόκειται για έναν από τους πιο αναγνωρισμένους συγγραφείς του είδους όσον αφορά την παραγωγή των τελευταίων δεκαετιών, με πλήθος διεθνών βραβεύσεων. Παράλληλα, κάποιοι ίσως τον αναγνωρίσουν από την πρώτη (και καλύτερη) σεζόν του «True Detective», της οποίας η ατμόσφαιρα, το ύφος και η πεσιμιστική φιλοσοφία του ενός εκ των δύο πρωταγωνιστών βασίστηκε στα γραπτά του Αμερικανού συγγραφέα.
Τα χαρακτηριστικά του έργου του είναι η εμμονή στη διηγηματική μορφή, η βουτιά στις πλέον σκοτεινές πτυχές της υπαρξιακής φιλοσοφίας με έμφαση στον μηδενισμό και την απελπισία (σε σημείο που συχνά τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και δοκιμίου γίνονται θολά)· η στρυφνή μα άκρως περίτεχνη και απαιτητική γραφή, γεμάτη ελιγμούς, αναπάντεχες μεταφορές και απρόσμενες επιλογές στην άρθρωση του λόγου· η αξιοθαύμαστη θεματολογική πρωτοτυπία που επικαιροποιεί τόσο τον κοσμικό τρόμο του Λάβκραφτ όσο και άλλα φετίχ της λογοτεχνίας τρόμου, εδραιώνοντάς τα στο τοπίο του όψιμου καπιταλισμού· η άκρως ζοφερή ατμόσφαιρα και η πανέμορφη εικονοποιία που φλερτάρει με τη γοτθική αισθητική.
Παρ’ όλη όμως τη φήμη του και την αναμφισβήτητη ποιότητα των γραπτών του, η απουσία του Λιγκότι από την ελληνική αγορά είναι τρανταχτή – έχουν μεταφραστεί μονάχα το «Εργοστάσιο Εφιαλτών» (μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, Οξύ, 1999) και το ποίημα «Έχω ένα ξεχωριστό σχέδιο γι’ αυτό τον κόσμο» (μτφρ. Κατερίνα Γκολέμη, Τυπωθήτω, 2003), με αμφότερα να βρίσκονται εδώ και χρόνια εκτός κυκλοφορίας. Για αυτή την απουσία ευθύνεται αναμφίβολα και η δυσκολία επικοινωνίας με τον συγγραφέα, ο οποίος βρίσκεται εδώ και δυο δεκαετίες απομονωμένος σε μια γωνιά της Φλόριντα, αποφεύγοντας τη συστηματική ανθρώπινη επαφή, μετουσιωμένος σε μια φιγούρα που θαρρείς ξεπετάχτηκε από τις σελίδες των βιβλίων του.
Teatro Grottesco
Τα πειράματα ενός πατέρα σχετικά με τη φύση των στοιχειωμένων κτιρίων· ένας μυστηριώδης άφαντος μα πανταχού παρών δήμαρχος με αύρα βιβλικού θεού-τιμωρού· μεταμεσονύχτιες συζητήσεις συγγραφέων περί της φύσης της πραγματικότητας και η περιπλάνηση σε κάποιες πολύ παράξενες βινιέτες. Ένας υπάλληλος που ζει και εργάζεται ως νομάς και καταδιώκεται από μια μαριονέτα· ένα έρημο μα όχι παροπλισμένο εργοστάσιο με την πιο αλλόκοτη παραγωγή. Ένας αποτρόπαιος εταιρικός οργανισμός από όπου δεν είναι δυνατόν να παραιτηθεί κανένας εργαζόμενος και μια βόρεια πόλη όπου δυο παντοδύναμες ιδιοκτήτριες πανσιόν είναι μπλεγμένες σε έναν εξωφρενικό ανταγωνισμό με πιόνια ταξιδιώτες. Ένας θίασος που ανταποκρίνεται στο ενδόμυχο κάλεσμα των καλλιτεχνών, με απρόβλεπτες όμως συνέπειες για τους ίδιους· μια υπνωτική παράσταση στο πιο αναπάντεχο μέρος, μια παράξενη γκαλερί με αλλόκοτες κασέτες γεμάτες ονειρικές ηχογραφήσεις. Επώδυνες ασθένειες που μεταδίδονται με αλαφροΐσκιωτους τρόπους, ένα νοσοκομείο όπου κρύβονται θαύματα και βδελυρές υπάρξεις. Ένα ταξίδι σε μια έρημη πόλη, μια ακριβοθώρητη ομιλία, ένα ανύπαρκτο βιβλίο και η κατάρρευση της όποιας καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Τα παραπάνω είναι κάποια από τα θέματα που απασχολούν την πλοκή των ιστοριών του «Teatro Grottesco», της τελευταίας μεγάλης συλλογής του Λιγκότι εδώ και δυο σχεδόν δεκαετίες. Πρόκειται για ένα βιβλίο όπου η πένα του βρίσκεται στο πιο ώριμο, ουσιώδες και μυστηριακό επίπεδό της, ένα αριστοτεχνικά δομημένο έργο-παράσταση χωρισμένο σε τρία μέρη-πράξεις, που είναι μεν αυτόνομες μα καταλήγουν να συμπληρώνουν η μία την άλλη. Το ύφος είναι περίτεχνο, γεμάτο ελιγμούς και παραφυάδες, ενίοτε στρυφνό μα πάντα σε ελεγχόμενο βαθμό, άκρως γοητευτικό παρά την εξαντλητική επίδρασή του στον αναγνώστη· μια εξάντληση που προσομοιάζει τη συγγραφική εμπειρία του Λιγκότι, για τον οποίο από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 κι έπειτα το γράψιμο είναι μια εμπειρία κυριολεκτικά οδυνηρή σε σωματικό επίπεδο – μιλάμε άλλωστε για έναν άνθρωπο βασανισμένο από ψυχοσωματικά προβλήματα για ολόκληρη την ενήλικη ζωή του.
Το επίκεντρο εδώ δεν είναι οι χαρακτήρες· ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να δημιουργήσει ρεαλιστικά και βαθιά ψυχογραφήματα – εστιάζει στο παράλογο, στις εμμονές, στους οριακούς εκείνους χώρους όπου οι χαρακτήρες αλληλεπιδρούν με το αλλόκοτο όπως αυτό διαμορφώνεται από την παράνοια του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και των σκεπτομορφών που αυτός έχει δημιουργήσει, από τις νευρώσεις και τους μύχιους φόβους που διατυμπανίζουν την άλογη, παρανοϊκή φύση της πραγματικότητας, από οντότητες και καταστάσεις αποκομμένες από κάθε επίφαση ορθολογισμού.
Το «Teatro Grottesco» είναι ένα έργο με ενδιαφέρουσα γενεαλογία, μιας και όλα τα διηγήματά του είχαν εμφανιστεί προηγουμένως σε περιοδικά και συλλογές, με κάποια να αντικατοπτρίζουν τη χρονική συγκυρία που γράφτηκαν (η «Καθαρότητα», με την επίθεση που ασκεί στους τρεις πυλώνες του αμερικανικού τρόπου ζωής, εκφράζει την οργισμένη αντίδρασή του απέναντι στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις στις ΗΠΑ μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001). Η ετερόκλητη φύση των συστατικών του στοιχείων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια διαδικαστική συλλογή δίχως ιδιαίτερο ειρμό. Όμως ο Λιγκότι κατάφερε να σμιλέψει αριστοτεχνικά ένα δαιδαλώδες έργο για την άλογη σόου μπίζνες φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, για τη διαβρωτική και παντοδύναμη επίδραση των εργοδοτικών οντοτήτων και τη ματαιοδοξία της καλλιτεχνικής απόπειρας, έναν βλάσφημο ύμνο ενάντια σε έννοιες όπως η λογική, η σκέψη, η συνείδηση, η αναπαραγωγή, η ίδια η ζωή.