Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Γαλάτσι. Από τα δεκαοκτώ και μετά ζω στο κέντρο της Αθήνας: Εξάρχεια, Μουσείο και τώρα πλατεία Βικτωρίας. Έκανα διάλειμμα κάποια στιγμή και έφυγα για έναν χρόνο στη Σουηδία, μια αποτυχημένη μετανάστευση με τον σύντροφό μου – γυρίσαμε πίσω. Εκείνος είχε σπουδάσει εκεί, ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές, να κάνει διδακτορικό, πήγα κι εγώ μαζί του γιατί σκεφτόμουν ότι κάτι θα έκανα, τελικά δεν κάναμε πολλά πράγματα. Ίσως δεν το θέλαμε και πολύ, οπότε γυρίσαμε πίσω, που μάλλον το θέλαμε πολύ. Ήταν μια κακή χρονιά το 2013 και τα βρήκαμε σκούρα Έλληνες, Πορτογάλοι, Ιταλοί, δεν ήταν εύκολο να πάρουμε άδεια παραμονής, ενώ πριν ήταν πιο εύκολα.
• Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με το βιβλίο, η μητέρα μου δούλευε στο σούπερ μάρκετ και ο πατέρας μου ήταν ναυτικός, μηχανικός στα καράβια. Είχαν χωρίσει από τότε που ήμουν τεσσάρων χρονών, έτσι μεγάλωσα με τη μαμά, ενώ τα καλοκαίρια ο μπαμπάς ξεμπάρκαρε και πηγαίναμε στο χωριό, σε ένα παραθαλάσσιο μέρος δίπλα στην Αμφιλοχία. Ψαροχώρι, που όμως είχε και αρκετή αγροτιά και κτηνοτροφία. Ήταν από τα χωριά που τα έχουν όλα, και διασκέδαση και πολλά παιδιά στο σχολείο, δηλαδή είχε ζωή. Κι ακόμα έχει, σχετικά.
Γενικά, γύρω μου με εκνευρίζει να βλέπω αυτό το λυσσαλέο κυνήγι των εμπειριών. Αυτό το αξίωμα της εποχής που λέει ότι όσο περισσότερες εμπειρίες έχουμε τόσο πιο ολοκληρωμένοι και ευτυχισμένοι είμαστε. Θεωρώ ότι αυτή η ιδέα είναι μεγάλη απάτη, αν και είναι τόσο κυρίαρχη στο φαντασιακό του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου.
• Μικρή ήθελα να γίνω ή γιατρός ή καθαρίστρια. Θυμάμαι ότι μας είχε πει κάποτε ο δάσκαλος σε μια κουβέντα για τον επαγγελματικό μας προσανατολισμό ότι αν μας αρέσουν δύο επαγγέλματα και είμαστε διχασμένοι, μπορούμε το ένα να το έχουμε για κανονικό και το άλλο για χόμπι. Έτσι επέλεξα να γίνω καθαρίστρια και να έχω την ιατρική για χόμπι.
• Στην πορεία δεν είχα προσανατολισμό, γι’ αυτό κιόλας δεν έκανα σπουδές, καμία. Τελείωσα το λύκειο και απλώς μπήκα στην αγορά εργασίας. Δουλεύω σταθερά από τα δεκαοκτώ στην εστίαση, έστω και περιστασιακά, μάλλον από λόξα και αγάπη γι’ αυτή. Δούλευα για χρόνια εμποροϋπάλληλος σε μια μεγάλη εταιρεία με αξεσουάρ και κοσμήματα. Μετά μαθήτευσα για δύο χρόνια στη θεία μου που είναι μοδίστρα, έμαθα καλά μοδιστρική, και για οχτώ χρόνια δούλεψα και ως μοδίστρα στο σπίτι μου. Δεν έκανα μεταποίηση, έραβα από την αρχή ένα ρούχο, κυρίως παιδικό. Ήταν πολύ ωραία τα χρόνια της μοδιστρικής, αν και ήταν πολύ κουραστικά και δεν μπορούσα εύκολα να ζήσω από αυτό, ειδικά το θέμα της ασφάλισης ήταν πρόβλημα. Δεν μπορούσα να βιοποριστώ, γι’ αυτό ασχολήθηκα και λίγο με την εστίαση.
• Επειδή έραβα αμέτρητες ώρες, άκουγα πάρα πολλή μουσική, διάφορα και ετερόκλητα είδη. Άκουσα πάρα πολύ παλιό λαϊκό τραγούδι, όλο τον Τσιτσάνη, ρεμπέτικο της τρίτης περιόδου, λατινοαμερικάνικους ήχους, κυρίως κούμπια. Εκείνη την περίοδο είδα και άκουσα όλο το αρχείο της ΕΡΤ που είχε αρχίσει να ψηφιοποιείται, είχε ανέβει ό,τι υλικό που υπήρχε: ντοκιμαντέρ, θέατρο, τα πάντα. Και ισπανική τηλεόραση έβλεπα για να κρατήσω επαφή με τη γλώσσα που είχα μάθει από μικρή. Έβλεπα εκπομπές που σε καμία περίπτωση δεν θα έβλεπα στην ελληνική τηλεόραση, αλλά τις έβλεπα με πολλή χαρά, απενοχοποιημένα.
• Κάποια στιγμή που αρρώστησε ο αδελφός μου άλλαξαν όλα. Βέβαια, όλα πήγαν καλά και το ξεπέρασε, αλλά άλλαξαν όλα στο μυαλό μου – τελικά με ωφέλησε πολύ αυτή η εμπειρία.
• Δεν έγραφα ποτέ. Τα μόνα πράγματα που έχω γράψει είναι αυτά που έχω εκδώσει στη Σωτηρία – και ένα διήγημα που δεν συμπεριλάβαμε στο βιβλίο. Επίσης, άργησα πολύ να διαβάσω το πρώτο μου βιβλίο, ήμουν 17. Προερχόμουν και από ένα σπίτι που δεν είχε καμία σχέση με το βιβλίο. Στη βιβλιοθήκη της μάνας μου, την κοινή του σπιτιού, υπήρχε η Εγκυκλοπαίδεια της Υγείας, ένα βιβλίο του Λουντέμη, το Οδός Αβύσσου αριθμός μηδέν, που δεν το διάβασα ποτέ, η Νανά του Ζολά και δύο τρία άλλα, ό,τι πούλαγαν οι πλασιέ.
• Κάθε χρόνο, όταν η εταιρεία του πατέρα μου έκανε την κοπή της πίτας και μαζεύονταν όλα τα παιδιά των ναυτικών, μας έδιναν από δύο βιβλία των εκδόσεων Ζαχαρόπουλου –πάντα του συγκεκριμένου εκδοτικού–, τυλιγμένα, δεν μπορούσες να διαλέξεις, ό,τι του τύχαινε του καθενός. Εμένα μου έτυχαν το Ο γέρος και η θάλασσα του Χέμινγουεϊ και ο Μικρός Πρίγκιπας. Κάποια στιγμή, που ήμουν απελπισμένη, πολύ στενοχωρημένη –δεν ήμουν και κανένα χαρούμενο παιδί–, άνοιξα τον Γέρο και τη θάλασσα και έκανα αγώνα για να τον διαβάσω, γιατί μου ήταν δύσκολο να συγκεντρωθώ. Δεν θυμάμαι σε ποιο συμπέρασμα κατέληξα, αλλά ήταν θυμοσοφικό, φοβερό, σαν αποκάλυψη. Πέρασα τόσο καλά διαβάζοντας λογοτεχνία, τελικά, που αποφάσισα να συνεχίσω. Διάβασα τον Μικρό Πρίγκιπα, που μου άρεσε επίσης πάρα πολύ, και μετά παθιάστηκα με το διάβασμα. Κι επειδή δεν είχα αναφορές, δεν ήξερα πού να ψάξω, πήγα και ρώτησα τη φιλόλογο στο λύκειο τι να διαβάσω. Μου είπε κάποια κλασικά πράγματα, τα διάβασα κι αυτά, και μετά τα δεκαοκτώ, μόλις έπιασα δουλειά και δούλευα στο Χαλάνδρι, πήγαινα στον Παπασωτηρίου και ζητούσα από τους πωλητές να μου προτείνουν βιβλία. Και σιγά-σιγά κάπως χτίστηκε η αναγνωστική συνήθεια η οποία έγινε έξη, πάθος.
• Γύρω στα 22 πήγα σε ένα σεμινάριο λογοτεχνίας, όχι για να μάθω να γράφω, δεν είχα καμία τέτοια επιδίωξη, δεν είχα φιλοδοξία να γίνω συγγραφέας, ήθελα να γνωρίσω κόσμο που να του αρέσει η λογοτεχνία, να έχει σχέση μ’ αυτή για να τη συζητάμε. Πήγα ως αναγνώστρια, για να μάθω κανένα βιβλίο παραπάνω και να υπάρχω με καλύτερους όρους στο αναγνωστικό τοπίο. Μάλιστα, πήγα σε δύο σεμινάρια, αλλά δεν έγραψα ποτέ τίποτα. Στο ένα δίδασκε ο Γιάννης ο Κωνσταντινίδης που μου έλεγε «Χαρά, γιατί, κορίτσι μου, δεν γράφεις τίποτα;». Όλοι έγραφαν, τουλάχιστον τις ασκήσεις που τους έλεγαν, εγώ τίποτα. Ντρεπόμουν, βέβαια, να πω ότι είχα πάει απλώς για να κάνω φίλους και να μάθω για βιβλία. Έκανα, όμως, πράγματι φίλους που διατηρήσαμε επαφή για χρόνια. Μετά, με τον αδελφό μου, που τέλειωσε μια σχολή θεάτρου, είχαμε παρέες κοινές με ανθρώπους του θεάτρου και της τέχνης, οπότε ο κόσμος μας είχε αρκετή σχέση με τη λογοτεχνία και την τέχνη. Είναι περίεργο, γιατί και οι δύο αγαπήσαμε πολύ την τέχνη, ενώ κανείς στο περιβάλλον μας δεν ασχολούνταν και από την οικογένεια δεν είχαμε τέτοια ερεθίσματα.
• Πριν από πέντε χρόνια, και ενώ έγραφα κάτι χαζοποιήματα για κανέναν χρόνο, κάτι άθλια πράγματα που αφιέρωνα στους φίλους μου, αποφάσισα να δοκιμάσω να γράψω μια ιστορία. Κι έτσι ξεκίνησα να γράφω τη «Σωτηρία», το ομώνυμο της συλλογής διήγημα. Κι άρχισα να βασανίζομαι πάρα πολύ, γιατί ό,τι έγραφα μου φαινόταν χάλια. Κι υπέφερα, γιατί θεωρούσα ότι δεν θα κατάφερνα ποτέ να το φέρω στα ίσα του, να γίνει αυτό ένα διήγημα που να αξίζει να το διαβάσει κάποιος. Κάπως το έστρωσα όμως και τότε είπα «δεν περνάω και στο επόμενο;». Έτσι έγραψα τον «Βασίλη» και μετά ήρθαν και τα υπόλοιπα. Ήταν έξι και τέλος, ήξερα πού να σταματήσω. Είχα τις ιστορίες πάνω κάτω στο μυαλό μου απ’ την αρχή και είπα «αυτές θα γράψω». Ήμουν πάρα πολύ αγχωμένη και ανασφαλής, κι επίσης βασανιζόμουν, τα έγραφα και υπέφερα, απέφευγα να συνεχίσω γιατί θεωρούσα ότι θα έγραφα μια κακή φράση, μια πρόταση απολύτως κακότεχνη κι εκεί θα έλεγα «να, βλέπεις, δεν κάνεις γι’ αυτό, παράτα το».
• Τα διηγήματα είναι μυθοπλασία, κανένας ήρωας δεν είναι πραγματικός. Βέβαια υπάρχουν αρκετά βιωματικά στοιχεία και στις έξι ιστορίες, αλλά η μόνη ηρωίδα που θα μπορούσε κανείς να πει ότι είμαι εγώ κατά το ήμισυ είναι η Χριστίνα, το κοριτσάκι με τα κάλαντα.
• Όταν τελείωσα το βιβλίο, έστειλα την ίδια μέρα από ένα αντίτυπο στους πέντε πρώτους εκδοτικούς που αγαπάω. Δεν είχα καμία ελπίδα, γιατί κάποιοι φίλοι μου που ήξεραν από εκδοτικά μού έλεγαν ότι κάποιοι εκδοτικοί δεν υπήρχε περίπτωση να ασχοληθούν μαζί μου ως πρωτοεμφανιζόμενη. Αποφάσισα όμως να το στείλω και ό,τι γίνει. Η πρώτη ανταπόκριση ήρθε από τους Αντίποδες και δεν το πίστευα. Άκουσα τόσο καλά λόγια από τον Σπαθαράκη, που έλεγα ότι με δουλεύει.
• Ο «Βασίλης» είναι ένα διήγημα που το έγραψα γιατί είχα διαβάσει το Γκιακ και μου είχε αρέσει τόσο πολύ o τρόπος που έχει γράψει ο Παπαμάρκος, αυτή η προφορικότητα, και ήθελα να τη δοκιμάσω. Η αλήθεια είναι ότι, ενώ με δυσκόλεψε, τον ευχαριστήθηκα πάρα πολύ τον «Βασίλη». Μου αρέσουν πολύ ο Παπαμάρκος, ο Οικονόμου, ο Γιάννης ο Παλαβός, η Κάλλια η Παπαδάκη. Τα τελευταία χρόνια έχω μπλέξει και διαβάζω παλιότερης γενιάς συγγραφείς, της δεκαετίας του ’70 και του ’80, έχω μεγάλη αγάπη στον Μάρκες, στον Μπόρχες, στον Σαραμάγκου, επίσης αγαπώ πολύ τη Βιρτζίνια Γουλφ, τη Μαργκερίτ Ντιράς. Βέβαια, πλέον αγαπάω περισσότερο βιβλία παρά συγγραφείς. Από Έλληνες μου αρέσουν ο Χατζής, ο Ταχτσής, η Καραπάνου, η Μαργαρίτα Λυμπεράκη, η μάνα της, που έγραφε με μοναδικό τρόπο και έχει βγάλει φοβερή ευαισθησία στα Ψάθινα Καπέλα. Και ο Γκομπρόβιτς μ’ αρέσει πολύ, ο Φόκνερ, και από νεότερους ο ΜακΓκρέγκορ.
• Γράφω αιματηρά, χύνεται αίμα, καθόλου εύκολα. Μετά από τόσο μεγάλη θητεία στην παθιασμένη ανάγνωση, ένιωσα ότι έπρεπε να δοκιμάσω κι εγώ την τύχη μου στο γράψιμο. Με προέτρεψε και μια φίλη, γιατί η αλήθεια είναι ότι έγραφα κάτι κατεβατά στο Facebook, στο inbox, λογοτεχνίζον κουτσομπολιό, αλλά και άρθρα για την τέχνη και την πολιτική με ψευδώνυμα από δω και από κει. Έτσι δοκίμασα να γράψω και την πεζογραφία.
• Ελπίδα μού δίνει καθετί ευγενικό γύρω μου. Δεν εννοώ τους καλούς τρόπους αλλά το ηθικό μεγαλείο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ή το αισθητικό μεγαλείο που μπορεί να συναντήσει κανείς στα ζώα, στα λουλούδια και στη φύση γενικά.
• Ο πιο μεγάλος μου φόβος από μικρή είναι μη σκοτωθώ σε αυτοκινητικό ή μη με κόψει κανένα αμάξι. Μάλλον επειδή όλα αυτά τα χρόνια στο πηγαινέλα στο χωριό, Πάσχα, καλοκαίρια, εκλογές, στην παλιά Εθνική Αθηνών-Κορίνθου, ειδικά στην Αθηνών-Πατρών, έχω δει τόσο πολλά δυστυχήματα, έχω αποκτήσει φόβο. Δεν είναι τυχαίο που η «Θεία» γράφτηκε έτσι όπως γράφτηκε γιατί αυτό φοβάμαι, από πολύ νέα.
• Οι έξι ήρωες των διηγημάτων είναι μικροαστοί, κατά βάση άνθρωποι που δρουν τη δεκαετία του ’80 και τη δεκαετία του ’90, αυτό είναι το τοπίο. Νομίζω ότι με ενδιαφέρει ειδικά η δεκαετία του ’80. Πριν αρχίσω να γράφω τη μελετούσα πολύ. Ως γνωστόν, ήταν η δεκαετία των μεγάλων αλλαγών, αλλά ποιες ήταν αυτές οι αλλαγές; Όλοι την προσεγγίζουμε με έναν νοσταλγικό τρόπο και μέσα στην κρίση αρχίσαμε να μιλάμε περισσότερο για τα ’80s, εννοώντας το ΠΑΣΟΚ, χαβαλιεδιάζαμε γύρω από όλη αυτή την κατάσταση. Στο Facebook γίνονταν πάρτι οργανωμένα για να εξυμνήσουν το παλιό το ΠΑΣΟΚ, υπήρχε και σελίδα με τίτλο «Το παλιό το ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο», υπήρχαν πάρα πολλά αστεία γύρω απ’ αυτό, και η αλήθεια είναι ότι όταν ξεκίνησα να γράφω έπρεπε να αποφασίσω πού θα τοποθετούνται χρονικά οι ιστορίες μου. Παρότι τότε ήμασταν στον απόηχο της κρίσης, σκεφτόμουν ότι αν έγραφα για την κρίση, αν τοποθετούσα τις ιστορίες μου στα χρόνια εκείνα, ήμουν τόσο θυμωμένη και απογοητευμένη, που θα έβγαινε μια μιζέρια ό,τι και να πήγαινα να γράψω. Ήταν σαν ζωντανός αχινός, από πού να τον πιάσεις; Και σκέφτηκα, αντί να γράψω για την κρίση, δεν γράφω για τα χρόνια πριν από την κρίση, αλλά με έναν τρόπο σαν να μιλάω για την κρίση; Έτσι πήγα στο ’80 και στο ’90, απ’ όπου έχω και τις παιδικές μου μνήμες, που με βοηθούσαν πολύ. Οι ήρωες είναι νέοι άνθρωποι της εποχής, εσωτερικοί μετανάστες, εκτός από τη Μαρίνα και τη μικρή Χριστίνα, που έχουν έρθει από την επαρχία στην Αθήνα, στην πιο παραγωγική τους ηλικία, για να δημιουργήσουν. Με ενδιέφερε και ποιος είναι ο ρόλος της Αθήνας στις ζωές των ανθρώπων εκείνης της εποχής.
• Την Αθήνα την αγαπάω από πολύ μικρή. Έφυγα από δω για λίγο και γύρισα μετανιωμένη πικρά. Από παιδάκι μου άρεσαν τα μέρη που έχουν πάρα πολύ κόσμο και συνωστισμό, όταν πήγαινα σε ένα μέρος που δεν υπήρχε ψυχή αισθανόμουν μια βαθιά ταραχή, ακόμα έτσι αισθάνομαι. Όταν κατεβαίναμε με τη μητέρα μου στο κέντρο για ψώνια ή στο Πολυτεχνείο να αφήσουμε γαρίφαλο στην επέτειο και υπήρχε πολύς κόσμος, πολλή βαβούρα, πολύ ψηλά κτίρια, πολύ λίγος ήλιος, ό,τι σιχαίνονται οι άνθρωποι στις μητροπόλεις, εμένα μου άρεσε, και μου αρέσει ακόμα πάρα πολύ. Έτσι, όταν αποφάσισα να μείνω μόνη μου, μετακόμισα στο κέντρο της Αθήνας, που την αγαπώ. Όταν ήρθα στη Βικτώρια πριν από δέκα χρόνια αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι είναι γειτονιά. Εδώ, που είσαι τρία λεπτά απ’ την Ομόνοια, τα πράγματα είναι όπως στο Γαλάτσι, δηλαδή ο ένας ξέρει τον άλλον, τους γνωρίζω όλους τους γείτονες, τους ανθρώπους στα μαγαζιά, χαιρετιόμαστε – έχω και σκύλο, οπότε είναι πιο εύκολο να γνωρίσεις κόσμο. Κάνω μια τυπική βόλτα με το σκυλί μου – τα Σαββατοκύριακα περνάμε από την Καλλιδρομίου, τη Διδότου και φτάνουμε μέχρι τη Ριζάρειο και το Μαράσλειο στο Κολωνάκι. Έχω πολύ μεγάλη αδυναμία στη Διδότου. Από τότε που σταμάτησα να ράβω μου έχει λείψει να πηγαίνω στο εμπορικό τρίγωνο, στην Αιόλου, στην Καλαμιώτου, εκεί που είναι τα υφασματάδικα και τα μαγαζιά με υλικά ραπτικής, τα οποία σιγά-σιγά κλείνουν και ανοίγουν μπουτίκ hotel και μαγαζιά εστίασης, δυστυχώς.
• Αυτό που με ενοχλεί στην Αθήνα είναι η παρανοϊκή οδηγική συμπεριφορά. Όχι ότι αυτό είναι χαρακτηριστικό μόνο των Αθηναίων, οι Έλληνες γενικά οδηγούν απαίσια. Απλώς, ζώντας στο κέντρο της Αθήνας, βλέπω συνεχώς να παραβιάζεται το κόκκινο, ακόμα και στους πιο κεντρικούς δρόμους, όπως η Πατησίων και η Πανεπιστημίου. Επίσης, την Αθήνα τη χαρακτηρίζει και φοβερή ηχορρύπανση. Αυτοί οι τύποι που κυκλοφορούν με θορυβώδη εξάτμιση στη μηχανή τους είναι οι πιο ενοχλητικοί άνθρωποι στον δημόσιο χώρο.
• Γενικά, γύρω μου με εκνευρίζει να βλέπω αυτό το λυσσαλέο κυνήγι των εμπειριών. Αυτό το αξίωμα της εποχής που λέει ότι όσο περισσότερες εμπειρίες έχουμε τόσο πιο ολοκληρωμένοι και ευτυχισμένοι είμαστε. Θεωρώ ότι αυτή η ιδέα είναι μεγάλη απάτη, αν και είναι τόσο κυρίαρχη στο φαντασιακό του σύγχρονου Δυτικού ανθρώπου. Όταν δούλευα στην Αστυπάλαια σεζόν, ήμουν σε μια παρέα και μιλάγαμε για την ανάγνωση και κάποιος πιτσιρικάς μου είπε: «Καλά, δεν είναι πιο ωραίο πράγμα να τα ζεις απ’ ό,τι να τα διαβάζεις;». Εκείνον τον καιρό είχα τελειώσει μόλις το De Profundis του Όσκαρ Ουάιλντ και ήθελα να του πω «δηλαδή τι να κάνω, να μπω φυλακή;».
• Θεωρώ ότι και τους έξι ήρωες, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, τους αφορά η σωτηρία ως έννοια. Όλοι με την έννοια της σωτηρίας κάπως συνδιαλέγονται, είτε σώζονται είτε δεν σώζονται. Ο Σαραμάγκου έλεγε «δεν είμαι εγώ απαισιόδοξος, ο κόσμος είναι απαίσιος». Δεν γίνεται να μην ελπίζω, ωστόσο δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα, είτε τοπικά είτε παγκόσμια, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ειδικά το ζήτημα της ειρήνης θα το βρούμε μπροστά μας, και του περιβάλλοντος.
• Τι είναι μοίρα; Είναι το άθροισμα των επιλογών μας, όπως συχνά ακούγεται στις μέρες μας; Μοίρα είναι ο χαρακτήρας, όπως λέει ο Ηράκλειτος; Ή είναι ένας παράγοντας, τελείως έξω από τον εαυτό μας, που όμως καθορίζει τα πάντα σχετικά με μας, δηλαδή η τύχη ή, για κάποιους, ο Θεός; Νομίζω είναι όλα αυτά μαζί, σε μια αναλογία η οποία διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο, είναι μοναδική για τον καθένα μας.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.