ΤΟΝ ΑΧΙΛΛΕΑ ΙΙΙ τον γνώρισα απ’ τον «Παραχαράκτη», μια συλλογή διηγημάτων-φωτογραφημάτων σύντομων και απολαυστικών, που βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας το 2020, αλλά και από την άλλη του ιδιότητα, του μουσικού –τραγουδάει και παίζει μπάσο στους Bog Art.
Η νέα συλλογή διηγημάτων του με τον διφορούμενο τίτλο «Τέλος Πάντων», αυτήν τη φορά χωρίς φωτογραφίες να τον κατευθύνουν και σε πιο μεγάλο μέγεθος, είναι ένα εξαιρετικό λεύκωμα ιστοριών για το τέλος του κόσμου ή του κόσμου των ηρώων που περιγράφει.
Ο Αχιλλέας ΙΙΙ είναι πολυγραφότατος, οι σουρεαλιστικές ιστορίες στη σελίδα του στο Facebook από στιγμές στην πόλη και τα αντικείμενα στους κάδους σκουπιδιών θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν πολλά βιβλία, εξίσου συναρπαστικά με αυτά που έχει κυκλοφορήσει ήδη. Η συζήτηση μαζί του ήταν μαραθώνια και θα μπορούσε να συνεχιστεί για ώρες.
— Ποιος είναι ο Μιχάλης, το κακό παγωτατζίδικο;
Ο Μιχάλης ο Σιγανίδης. Έτσι τον βάφτισε ο γιος μου, Μιχάλης κι αυτός. Υπάρχει ένα παράξενο είδος συμμετρίας με τον Μιχάλη, καθώς τον πατέρα του τον έλεγαν Αχιλλέα, ενώ τον δικό μου Μιχάλη, όπως τον γιο μου. Κάπως έτσι, μερικές φορές ο Μιχάλης, το κακό παγωτατζίδικο, που του αρέσει να παίζει με αυτό, με αποκαλεί «πατέρα».
«Ενώ συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε την καταστροφή με φόβο, ανησυχία, απέχθεια, συνειδητοποίησα ότι κάθε τέλος, όχι ολοκληρωτικό, αλλά ένα συγκλονιστικό γεγονός, κάτι τρομακτικό, μπορεί να σε ξυπνήσει ή να σε βοηθήσει να δεις τα πράγματα από διαφορετική πλευρά και να επαναξιολογήσεις το καθετί, ώστε να προχωρήσεις σε κάτι άλλο».
— Πώς πήγες από τις φωτογραφίες στο τέλος του κόσμου;
Το παιχνίδι με τις φωτογραφίες ήταν πολύ ωραίο, πολύ εξυπηρετικό όσον αφορά τον χρόνο που κερδίζεις αποφεύγοντας τις περιγραφές και την ανάπτυξη που απαιτείται για να στήσεις ένα σκηνικό· πηγαίνεις κατευθείαν στο επόμενο στάδιο. Με τις εικόνες έχεις κάτι σαν δεδομένο, τουλάχιστον σε πρώτο επίπεδο, μετά το αποδομείς και, παίζοντας, φτιάχνεις κάτι άλλο, εξαπατώντας συχνά τον αναγνώστη. Αλλά επειδή μετά από δύο βιβλία μού φάνηκε ότι αυτό είχε κάνει τον κύκλο του, αλλά άρχισε με κάποιον τρόπο, έστω και στο μυαλό μου μόνο, να επαναλαμβάνεται, είπα ότι χρειαζόμουν ένα διάλειμμα, μια αλλαγή.
— Άλλαξες και εκδοτικό, είναι το πρώτο σου βιβλίο στον Ίκαρο. Το είχες έτοιμο ή το έγραψες αφού πήγες εκεί;
Το είχα έτοιμο καιρό πριν και η αλήθεια είναι ότι έφτασε πολύ κοντά στο να εκδοθεί από τον προηγούμενο εκδοτικό, ωστόσο αποφάσισα ότι χρειαζόταν και μια τέτοιου είδους αλλαγή.
— Γιατί σε απασχολεί το τέλος του κόσμου;
Ως κομμάτι και ο ίδιος αυτού του κόσμου δεν θα μπορούσε να μη με απασχολεί, αλλά αυτό δεν συμβαίνει όσο παλιά. Το τέλος του κόσμου με απασχολούσε συνέχεια, σε σημείο που είχε γίνει εμμονή, τις ημέρες που έγραφα αυτές τις ιστορίες, αλλά μάλλον δεν μπορούσε να γίνει και διαφορετικά. Δηλαδή αναγκαστικά μπήκα σε μια διαδικασία που, όπως έκανε μια ηρωίδα του βιβλίου, ξυπνούσα το πρωί και σκεφτόμουν πώς θα μπορούσα να καταστρέψω τον κόσμο. Είναι ένα παιχνίδι που βρήκα πολύ διασκεδαστικό. Τελικά είναι απολαυστικό να ψάχνεις να βρεις πώς θα τα ρημάξεις όλα.
Πέρα από αυτό, όμως, ενώ συνηθίζουμε να αντιμετωπίζουμε την καταστροφή με φόβο, ανησυχία, απέχθεια, συνειδητοποίησα ότι κάθε τέλος, όχι ολοκληρωτικό, αλλά ένα συγκλονιστικό γεγονός, κάτι τρομακτικό, μπορεί να σε ξυπνήσει ή να σε βοηθήσει να δεις τα πράγματα από διαφορετική πλευρά και να επαναξιολογήσεις το καθετί ώστε να προχωρήσεις σε κάτι άλλο.
— Το τέλος του κόσμου νομίζω ότι το σκέφτεσαι πιο πολύ ως παιδί, το τέλος γενικά, ως κάτι ψυχαναγκαστικό. Τώρα που ερχόμουν να σε βρω προσπαθούσα να θυμηθώ σκέψεις που έκανα μικρός για το τέλος το κόσμου – το σκεφτόμουν όντως πάρα πολύ.
Εγώ δεν το σκεφτόμουν ακριβώς έτσι όπως το λες, αλλά μεγάλωσα κατά κάποιον τρόπο με τις συνέπειες ενός τέλους του κόσμου. Επειδή ο πατέρας μου έφυγε από τη ζωή πολύ νωρίς, εγώ και ο αδελφός μου μεγαλώσαμε με τις συνέπειες μιας μεγάλης καταστροφής. Με κάποιον τρόπο οι σπόροι μιας συντέλειας υπήρχαν πάντα εκεί γύρω και τους έβλεπα να ανθίζουν. Μετά από μια μεγάλη καταστροφή πρέπει να βρεις έναν τρόπο να συνεχίσεις. Από αυτή την άποψη, ως παιδί το τέλος του κόσμου δεν με τρόμαζε. Τελικά υπάρχουν τόσα είδη τέλους όσοι και οι κόσμοι.
— Ως μπαμπά σε απασχολεί διαφορετικά απ' ό,τι αν δεν είχες παιδί;
Οπωσδήποτε. Σκέφτεσαι «τι κόσμο θα παραδώσουμε στα παιδιά μας», σε απασχολεί με έναν παράξενο τρόπο, λιγότερο εγωιστικό, αλλά ταυτόχρονα εντελώς εγωιστικό, επειδή δεν σκέφτεσαι πια γενικότερα τα παιδιά, αλλά ειδικά τον νέο άνθρωπο που έχεις φέρει στον κόσμο και νοιάζεσαι γι' αυτόν διαφορετικά απ' ό,τι για τον εαυτό σου.
Σύμφωνα με έναν αρχαίο θρύλο που μεταφέρεται από στόμα σε στόμα, κάτω από τα ψηλά δέντρα του πιο δύσκολα προσβάσιμου τμήματος της ζούγκλας του Αμαζονίου, εκεί όπου ζουν τα μέλη της φυλής των Αρουάνα, ο μόνος λόγος που ο ήλιος ανατέλλει κάθε πρωί είναι επειδή τον καλεί με το όμορφο κελάηδημά του ένα και μοναδικό, μικρό, γκρίζο και ασχημούτσικο πουλί με το όνομα «ζουίρα». Ελάχιστοι Αρουάνα έχουν καταφέρει να δουν το ντροπαλό ζουίρα με τα ίδια τους τα μάτια, ωστόσο καθένας απ’ αυτούς είναι σε θέση να αναγνωρίσει τη φωνή του ανάμεσα σε όλα τα υπόλοιπα είδη πουλιών που ακούγονται στη ζούγκλα. Το ακούν πριν ακόμα χαράξει και οι πρώτες ακτίνες φωτός προλάβουν να διαπεράσουν τα πυκνά φυλλώματα των δέντρων και να φτάσουν στις στέγες των ταπεινών ξύλινων κατοικιών της φυλής. Το ακούν ξαπλωμένοι στα λεπτά στρώματα των κρεβατιών τους, κρατώντας τα μάτια τους κλειστά και διατηρώντας ένα χαμόγελο ευχαρίστησης στα πρόσωπά τους, ευτυχισμένοι που επέστρεψαν ζωντανοί από το σκοτεινό βασίλειο του ύπνου.
— Να σχολιάσουμε λίγο το αγαπημένο μου από τα διηγήματα του βιβλίου, το «Ζουίρα». Σκεφτόμουν ότι το να περιμένεις να βγει ένα πουλί το πρωί και να κελαηδήσει για να πάει καλά η μέρα είναι εντελώς ψυχαναγκαστικό, αυτό που έλεγα πριν για την παιδική ηλικία.
Κι εγώ το αγαπώ το «Ζουίρα». Δεν το σκέφτηκα έτσι όμως. Ως ιστορία μού ήρθε σχεδόν ολόκληρη ένα πρωί Κυριακής, που το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτό και, ξαπλωμένος στο κρεβάτι, άκουγα το κελάηδημα ενός πουλιού στα δέντρα που ήταν κοντά στο σπίτι μας, στη Νεάπολη Εξαρχείων, και ήταν τόσο όμορφο. Φταίει, βέβαια, και το ότι ήταν Κυριακή. Συνήθως τις καθημερινές δεν προλαβαίνεις να δώσεις χρόνο και χώρο στην ομορφιά.
Έχεις στο μυαλό σου να σηκωθείς γρήγορα, να ετοιμαστείς για να φύγεις για τη δουλειά, να τρέξεις να προλάβεις το ένα και το άλλο, αλλά όταν έχεις χρόνο για σένα, αφήνεις την ομορφιά να σε πλησιάσει. Το «Ζουίρα» ως ιστορία ήταν πολύ σημαντικό για μένα επειδή αυτό το πουλί, από το οποίο εξαρτάται ολόκληρος ο κόσμος, δεν είναι ούτε όμορφο ούτε εντυπωσιακό. Είναι ένα μικρό, γκρίζο, ασχημούτσικο πουλί που δεν το πιάνει το μάτι σου, είναι μια λεπτομέρεια αυτού του κόσμου που συνήθως δεν κερδίζει την προσοχή, σε αντίθεση με όλα τα φανταχτερά που υπάρχουν τριγύρω.
— Είσαι τόσο αισιόδοξος;
Δεν είμαι καθόλου αισιόδοξος. Προσπαθώ, βέβαια, και νομίζω ότι βελτιώνομαι όσο μεγαλώνω, ίσως λόγω και της ιδιότητας του μπαμπά πλέον.
— Τελειώνει με ένα γλυκό κελάηδημα και είναι ό,τι πιο αισιόδοξο, γιατί ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω και για μία μέρα.
Επειδή, όπως είπα, δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, προσπαθώ να αφήνω στις ιστορίες μου μια χαραμάδα έστω για να περνάει λίγο φως. Είναι και δική μου ανάγκη. Μια προσπάθεια να δεις λίγο καλύτερα τα πράγματα απ' ό,τι είναι στ’ αλήθεια, γιατί γενικά η κατάσταση είναι αρκετά ανυπόφορη.
— Το χιούμορ πόσο μεγάλο όπλο είναι;
Το μεγαλύτερο! Το χιούμορ άλλοτε είναι βαρύ σαν πέλεκυς και άλλοτε ελαφρύ σαν χειρουργικό εργαλείο. Πολυεργαλείο της λογοτεχνίας και της ζωής, πιο χρήσιμο από ελβετικό σουγιά. Ποτέ δεν είμαι πιο σοβαρός απ’ όταν αστειεύομαι, είναι η αλήθεια. Απολαμβάνω την πολυσημία που μπορεί να έχει το χιούμορ, το γεγονός ότι, ιδίως όταν δεν γνωρίζεσαι με τον άλλον, του αφήνεις όλους τους δρόμους ανοιχτούς και από αυτόν που θα επιλέξει εκείνος, από το πώς θα ερμηνεύσει το αστείο, καταλαβαίνεις πολύ περισσότερα γι' αυτόν απ' ό,τι μέσα από οποιαδήποτε συζήτηση.
— Στο Facebook αυτά που γράφεις είναι πολύ πιο αιχμηρά, θα μπορούσα να πω ότι είσαι αντιδραστικός.
Είμαι αντιδραστικός από τη φύση μου μάλλον.
— Πώς μπορείς να ορίσεις ποιο χιούμορ είναι καλό και ποιο κακό;
Από άποψη ποιότητας εννοείς; Ο καθένας ψωνίζει απ' όπου του αρέσει. Στο χιούμορ ισχύει ό,τι και με το φαγητό. Όπως όλα τα πράγματα, κάθε είδος χιούμορ έχει το φανατικό κοινό του. Άλλος προτιμά εκλεκτά γεύματα και απολαμβάνει τις λεπτές γεύσεις που του ευφραίνουν τον ουρανίσκο και άλλος προτιμά να καταπίνει φτηνές τροφές ολόκληρες και σε μεγάλες ποσότητες.
— Πες μου για τον τίτλο, «Τέλος Πάντων».
Εντάξει, ένας τίτλος είναι, τέλος πάντων! Μου άρεσε από την αρχή που τον σκέφτηκα και, για να το συνηθίσω και να δω τις αντιδράσεις των άλλων, ξεκίνησα να το αναφέρω σε φίλους. «Έχω ένα βιβλίο το οποίο θα λέγεται "Τέλος Πάντων" και θα περιέχει ιστορίες για το τέλος του κόσμου», έλεγα και το διασκέδαζα. Εκτός του ότι είναι το τέλος των πάντων, το τέλος πάντων έχει κάτι από παραίτηση ή αποδοχή, σαν να λέμε «να τελειώνουμε τα επουσιώδη για να πάμε παρακάτω». Από νωρίς μου άρεσε το ότι παίζει σε πολλά επίπεδα, τέλος πάντων.
— Έχει και το κυριολεκτικό όμως, τέλος των πάντων.
Ναι, βέβαια. Επίσης, μου δίνει τη δυνατότητα να διασκεδάζω προσθέτοντας ένα «τέλος πάντων» στο τέλος κάθε φράσης μου, τέλος πάντων.
— Αν έπρεπε να εντάξεις αυτό που γράφεις σε κάποιο λογοτεχνικό είδος, ποιο θα ήταν;
Συντε(λο)γοτεχνία ή κάτι τέτοιο. Γι' αυτό το βιβλίο σε αυτό έχω καταλήξει. Είναι ένα πρόβλημα η τοποθέτηση ετικέτας, και έχω μια αλλεργία σ' αυτό, να σου πω την αλήθεια.
— Χωρίς ετικέτα δεν ξέρουν πού να σε τοποθετήσουν σε ένα βιβλιοπωλείο, σε ποιο ράφι, μπορείς να χαθείς. Και στη μουσική είναι ακόμα χειρότερα, γιατί χωρίς ταμπέλα δεν μπορείς να ανεβάσεις τη μουσική σου σε καμία πλατφόρμα, δεν υπάρχεις πλέον χωρίς tags.
Λόγω της αντιδραστικότητας που λέγαμε πριν, δεν το μπορώ αυτό. Ξέρω ότι είναι εις βάρος σου πολλές φορές το να μην μπορεί να σε κατατάξει ο άλλος ακριβώς σε ένα είδος, αλλά επειδή αυτό που κάνω έτσι κι αλλιώς είναι αρκετά μεικτό ως είδος, αποφεύγω την κατηγοριοποίηση, φτιάχνοντας δική μου κατηγορία, όπως με τα φωτογραφηγήματα, ας πούμε, στα δύο προηγούμενα βιβλία μου. Το ίδιο έχω προκαλέσει στον εαυτό μου και τους υπόλοιπους Bog Αrt και στη μουσική. Επιμένω χρόνια ότι παίζουμε container rock, κατά το garage rock, επειδή κάποτε προβάραμε σε ένα κοντέινερ από σεισμό στα Λιόσια. Κατά τ’ άλλα, καταλαβαίνω τους λόγους που επιβάλλουν τη χρήση της ετικέτας.
— Έτσι κι αλλιώς, όταν συστήνεσαι πια είναι απαραίτητο να λες και μια ιδιότητα, γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να μη σε ρωτήσει το άτομο που σου συστήνουν «με τι ασχολείσαι».
Είναι φοβερά αμήχανο αυτό... Εντυπωσιάζομαι ακόμα, μετά από τόσο καιρό, που κάποιος που τον βλέπω για πρώτη φορά μού συστήνεται και ρωτάει με τι ασχολούμαι. Μου φαίνεται φοβερό ότι αισθάνεται απευθείας την ανάγκη να σχηματίσει μια εικόνα, να σου δώσει έναν ρόλο όπως τον φαντάζεται, να φτιάξει ένα πλαίσιο και να σε τοποθετήσει μέσα σε αυτό για να είναι εντάξει, να νιώσει ασφαλής.
— Γράφεις ή διαβάζεις πιο πολύ;
Νομίζω ότι γράφω πιο πολύ. Θα ήθελα να διαβάζω πολύ περισσότερα από τα βιβλία που γεμίζουν το σπίτι μου, αλλά δεν προλαβαίνω. Το γράψιμο καλύπτει μια μεγαλύτερη και βαθύτερη ανάγκη μου, ακόμα κι αν γράφω σε ένα κομμάτι χαρτί ή στο κινητό μου, καθισμένος στο πεζούλι μιας παιδικής χαράς.
— Γενικά γράφουμε πιο πολύ απ’ ό,τι διαβάζουμε πια όλοι μας. Αν μετρήσεις τον χρόνο που γράφουμε στα social media ακόμα και σχόλια, είναι πολλές εργατοώρες την ημέρα.
Γράφω συστηματικά και σε καθημερινή συνήθως βάση τις πολύ πρωινές ώρες, όμως γράφω και ιστορίες κατευθείαν στο Facebook, οι οποίες προκύπτουν σε φλούδες ελεύθερου χρόνου, στην παιδική χαρά που σου έλεγα πριν, παρέα με την ενήλικη θλίψη μου, όπως συνηθίζω να λέω, ή όσο περιμένω κάποιον που έχει αργήσει σε ένα ραντεβού.
Το πρότζεκτ με το οποίο ασχολούμαι τελευταία είναι η δημιουργία ιστοριών με βάση φωτογραφίες αντικειμένων που συναντώ πεταμένα γύρω από κάδους σκουπιδιών. Αυτά τα αποκαλώ σκουπιδιηγήματα. Είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι που λειτουργεί ως εξάσκηση και σε κρατάει σε εγρήγορση. Πάντα βλέπεις ενδιαφέροντα πράγματα στον δρόμο. Η μνήμη του τηλεφώνου μου έχει γεμίσει από φωτογραφίες σκουπιδιών και κάθε τέτοιο σκουπίδι είναι από μόνο του πρώτη ύλη για τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου.
— Σκέφτεσαι να τα εκδώσεις;
Το μέσο προσδόκιμο ζωής αυξάνεται συνέχεια, άμα προλάβω...
— Από πότε γράφεις;
Δεν θυμάμαι ακριβώς. Η πρώτη ιστορία που σκέφτηκα και ολοκλήρωσα πρέπει να ήταν γύρω στην Ε' Δημοτικού, την ώρα του μαθήματος, όπου αναγκάστηκα να γράψω μια ιστορία με μερικές συγκεκριμένες λέξεις. Λέω «αναγκάστηκα» επειδή ήταν μια εργασία για το σπίτι που εγώ αμέλησα να κάνω και, επειδή θίχτηκα που με έπιασε ο δάσκαλος, του είπα να γράψω την ιστορία εκείνη την ώρα. Όσο οι υπόλοιποι έκαναν μάθημα, εγώ καθόμουν και έγραφα με μανία, και θυμάμαι ότι ήταν η πρώτη φορά που μου άρεσε.
Ήταν μια ιστορία με μια αλεπού, δεν θυμάμαι άλλες λεπτομέρειες. Θυμάμαι ότι η Ελενίτσα που καθόταν δίπλα μου ενθουσιάστηκε με το τελικό αποτέλεσμα και του έλεγε του δασκάλου «κύριε είναι πολύ καλό», εκείνος όμως δεν έδωσε σημασία και δεν έκανε σχόλιο, αφού προφανώς θα προτιμούσε να είχα κάνει την εργασία όταν έπρεπε, στο σπίτι. Αυτή, λοιπόν, ήταν η πρώτη στιγμή που έφτιαξα κάτι για το οποίο αισθάνθηκα ικανοποιημένος. Έκτοτε όμως δεν έγραφα όμως συνέχεια. Σιγά σιγά και για πολλά χρόνια κυρίως διάβαζα βιβλία, μέχρι που ένιωσα την ανάγκη να γράψω. Σε αυτό βοήθησε το γεγονός ότι ήμουν ένας αρκετά εσωστρεφής και συχνά μοναχικός νέος.
— Η μουσική ήρθε πριν ή μετά;
Το να παίζω μουσική ήρθε μετά το γράψιμο, και χάρη σε αυτό. Ακουγα πάρα πολλή μουσική από το γυμνάσιο και κάποια στιγμή άρχισα να γράφω στίχους, με τους οποίους αργότερα θέλησα να φτιάξω τα δικά μου τραγούδια, όπως έκαναν οι μουσικοί που θαύμαζα. Παραμένω φανατικά αυτοδίδακτος, μουσικός, συγγραφέας, άνθρωπος. Αισθάνομαι τυχερός που παίζω με τους ίδιους δύο ανθρώπους τόσα χρόνια, 16 με τον Παναγιώτη και 21 με τον Μάριο, ως Bog Αrt, και έχουμε κυκλοφορήσει τρεις δίσκους με πρωτότυπο υλικό.
— Ο γιος σου σε διαβάζει;
Οχι ακόμα, είναι μικρός, αλλά χαίρεται γι' αυτό που κάνω και καταλαβαίνω ότι είναι περήφανος, ακόμη και αν δεν θέλει να το ξέρω για να μην παίρνω αέρα.
— Ακούει μουσική;
Ακούει συνέχεια το «Seven nation army». Συνέχεια όμως! Παρατηρώντας την άμεση απήχηση που έχουν ορισμένα κομμάτια στα παιδιά, καταλαβαίνεις ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο το ότι έγιναν εμπορικές επιτυχίες. Είχα καιρό στο σπίτι το «Never mind the bollocks» των Sex Pistols, χωρίς να ακούω Sex Pistols. Κάποια στιγμή, επειδή στον νεαρό Μιχάλη άρεσαν τα χρώματα κίτρινο και ροζ, έβαλε το CD να παίζει. Ενώ εγώ ήμουν στην κουζίνα και κάτι έκανα, εκείνος, νομίζοντας ότι είναι μόνος του στο σαλόνι, άρχισε να χορεύει μπροστά στα ηχεία και να χτυπιέται πάνω κάτω, άναρχα, αλλά στον ρυθμό, όπως χορεύουν σε μια συναυλία πανκ, χωρίς να έχει δει ποτέ. Η κίνηση έβγαινε από μέσα του αυθόρμητα.
— Πες μου μερικούς συγγραφείς που σε έχουν καθορίσει κάπως.
Ίταλο Καλβίνο, Κορτάσαρ, Περέκ...
— Περέκ, «τέλος πάντων»...
Τον αναφέρω τον Ζορζ Περέκ στο βιβλίο, ναι. Το «Τέλος Πάντων» είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο μέχρι τώρα. Το βασικό στοιχείο του Περέκ που λατρεύω είναι η αμφισβήτηση εκείνου που θεωρείται δεδομένο. Πρόκειται για μια προσπάθεια διαρκή. Περιέχει κομμάτια της δικής μου ιστορίας, τα οποία έχουν γλιστρήσει διακριτικά μέσα σε κάποια από τα διηγήματα. Γι’ αυτό υπάρχουν στις σελίδες του ο Περέκ, οι Roxy Music ή ο David Bowie.
— Ποια είναι η αγαπημένη σου ιστορία απ’ το βιβλίο;
Η ιστορία με την αριστοκράτισσα κυρία που έχασε τα πάντα, το «Τέλος εποχής».
Εν τω μεταξύ, ενώ τα περιουσιακά στοιχεία της γυναίκας έφευγαν από τα χέρια της, κάτι παράξενο φαινόταν να συμβαίνει σταδιακά στην ίδια: μικρές ρυτίδες άρχισαν να εμφανίζονται στο μέχρι πριν από λίγο τεντωμένο από τις φροντίδες ενός δεξιοτέχνη πλαστικού χειρουργού πρόσωπό της· ρυτίδες σαν ραγίσματα σε άνυδρο έδαφος σχηματίζονταν γύρω από τα μάτια της (κρυμμένες πίσω από τα γυαλιά ηλίου που φορούσε), στο μέτωπό της και στα σημεία όπου κάποτε κατέληγε το χαμόγελό της· η επιδερμίδα της γινόταν όλο και πιο χλωμή, ο τόνος της φωνής της πιο ασθενικός, η μεγαλοπρέπεια στον τρόπο ομιλίας και στις κινήσεις των χεριών της έφθινε όσο η πολυτελής οικία της απογυμνωνόταν. Με το πέρασμα της ώρας, η ίδια της η παρουσία, καθώς το σώμα της λουζόταν από το πρωινό φως που έμπαινε από τη μεγάλη ανοιχτή ανατολική μπαλκονόπορτα, έμοιαζε να ξεθωριάζει, χωρίς αυτό να επηρεάζει τους άντρες, οι οποίοι εξακολουθούσαν να είναι απασχολημένοι με το να γεμίζουν το φορτηγό με τα υπάρχοντά της. Την ίδια ώρα εκείνη συνέχιζε να συνομιλεί στο κινητό της, σε όλο και χαμηλότερη ένταση. Κάποια στιγμή, όταν ολόκληρο το σπίτι είχε αδειάσει, ο δικαστικός κλητήρας τής έκανε νόημα με το δεξί του χέρι να σηκωθεί προκειμένου οι εργάτες να πάρουν και το τελευταίο αντικείμενο που είχε μείνει: την καρέκλα στην οποία καθόταν. Εκείνη φάνηκε πρόθυμη να υπακούσει στη διαταγή και να αποδεχτεί τη μοίρα της, παρότι η χειρονομία του άνδρα τής είχε φανεί χυδαία. «Σε αφήνω, Νινέτ», είπε στη φίλη της. Αυτό ήταν. Ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Τι «ποιου κόσμου», χρυσή μου; Του δικού μου κόσμου.
— Τι διαβάζεις αυτήν τη στιγμή;
Ξεκίνησα χθες το βιβλίο του Κωνσταντίνου Δομινίκ «Ώπα ώπα μπλάτιμοι» και το απολαμβάνω. Ωραία γραφή και γλώσσα, σκοτεινή ατμόσφαιρα, απόκοσμη, με ωραίες ιστορίες που φέρνουν στο μυαλό τον Λάβκραφτ και τον Πόε, αλλά με κάτι περισσότερο γήινο.
— Αν δεν είχες πρωινή δουλειά, θα έγραφες πιο συχνά; Πόσα βιβλία θα έπρεπε να γράφεις τον χρόνο, για να πεις ότι νπορείς να ζεις απ' τη συγγραφή;
Αν προσπαθήσεις να ζήσεις απ’ τα βιβλία στην Ελλάδα, το πιθανότερο είναι να πεθάνεις ή να μισήσεις το γράψιμο και τον εαυτό σου. Γενικά, νομίζω ότι από ελάχιστα πράγματα τα οποία αγαπάς μπορείς να ζήσεις. Αν δεν είχα πρωινή δουλειά ίσως να μην αισθανόμουν το ίδιο ισχυρή την ανάγκη να γράφω.
— Δεν περιμένουν να ζήσουν απ’ αυτό όσοι γράφουν.
Ευτυχώς, από μια άποψη, τα πράγματα είναι αρκετά ξεκάθαρα, δηλαδή το να ξέρεις ότι δεν πρόκειται η συγγραφή να σου εξασφαλίσει το ενοίκιό σου σε προφυλάσσει από το ενδεχόμενο να κάνει εκπτώσεις σ’ αυτό που αγαπάς, κι έτσι το κρατάς αγνό, αποφεύγεις να επιδιώξεις να δημιουργήσεις κάτι τόσο μαζικά αρεστό ώστε να μπορείς να ζήσεις από αυτό για κάποιο διάστημα. Η ελληνική αγορά βιβλίου είναι μικρή και γεμάτη στρεβλώσεις. Λίγοι είναι εκείνοι που διαβάζουν, ωστόσο νομίζω ότι πάντα έτσι ήταν. Οι περισσότεροι από αυτούς που άφησαν σημαντικά έργα πίσω τους, πλην εξαιρέσεων, δεν ζούσαν απ’ αυτό. Ακόμα και μεγάλα ονόματα, αξιοσέβαστοι συγγραφείς, έκαναν κάποιο άλλο επάγγελμα. Θα ήταν ωραία να ήταν διαφορετικά τα πράγματα, αλλά δεν είναι.
— Τι σου δίνει ελπίδα;
Πολλές φορές και μόνο που ξυπνάω το πρωί. Άλλες πάλι η σκέψη ότι, ενώ έχω βρεθεί αρκετές φορές σε δύσκολη θέση, χωρίς καμία ελπίδα, τελικά με πείσμα και προσπάθεια δεν βούλιαξα.
— Τι ώρα ξυπνάς το πρωί;
Χαράματα, όταν κελαηδάει το ζουίρα.