AΠΟ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΗ ΠΑΝΤΑΖΟΠΟΥΛΟ
Ο 23χρονος Στέλιος Λευκόπουλος είναι πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας. Σπούδασε στο Βιολογικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και σήμερα μένει μόνιμα στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, όπου κατέχει θέση υποψήφιου διδάκτορα στο Μαξ Πλανκ Ανοσολογίας & Επιγενετικής. Το πρώτο βιβλίο με τίτλο «Το τέλος μιας Αρχής» είναι μια gay ιστορία που μιλά για τους ανθρώπους που συναντάμε, την φυγή, την αρχή και το τέλος των ανθρωπίνων σχέσεων.
«Φαντάζομαι ότι θα περίμενε κανείς να ακούσει πως μεγάλωσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον γεμάτο βιβλία. Ότι οι γονείς μου προσπάθησαν να με μυήσουν στον κόσμο της λογοτεχνίας από νωρίς και απόρροια αυτών μου των ερεθισμάτων ήταν να κρατώ σήμερα στα χέρια μου το πρώτο μου μυθιστόρημα» λέει. «Τα πράγματα, όμως, δεν έγιναν καθόλου έτσι. Οι γονείς μου δεν με πίεσαν ποτέ να αγαπήσω το βιβλίο. Ήμουν πάντα πολύ καλός μαθητής και απαιτούσαν με τη στάση τους να συνεχίσω να είμαι, αλλά ποτέ δε με πίεσαν συγκεκριμένα για κάτι. Ποτέ δεν με έσπρωξαν προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Όταν ήθελα να κάνω μαθήματα μουσικής και κιθάρας, με άφησαν να το κάνω. Όταν ήθελα να κάνω πολεμική τέχνη, επίσης με άφησαν. Όταν ήθελα να διαβάσω βιβλία, μου αγόραζαν τα βιβλία. Οπότε, αν έπρεπε να το προσδιορίσω με μια λέξη, θα έλεγα ότι μεγάλωσα σε ένα ελεύθερο περιβάλλον, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο επέλεγα να αξιοποιήσω τον ελεύθερο χρόνο μου.
Το «σ' αγαπάω», κι όχι «σ' αγαπώ», σημαίνει ότι δεν μπορώ να είμαι καλά, όταν εσύ δεν είσαι. Επίσης, «σ' αγαπάω» θα πει νιώθω όσα νιώθω, όπως εσύ θα ήθελες να τα νιώθω, για να είσαι καλά. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που κατάλαβα πολύ πρόσφατα.
Υπάρχουν πολλά πράγματα που θυμάμαι, αλλά δίχως να έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία ή τουλάχιστον, δεν έχω καταφέρει ακόμη να την προσδιορίσω. Οι πιο ισχυρές μου αναμνήσεις, όμως, σχετίζονται με τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Κάθε χρόνο μαζευόμασταν όλη η οικογένεια στο σπίτι των παππούδων μου, τρώγαμε μέχρι σκασμού, κι έπειτα ανοίγαμε τα δώρα που βρίσκονταν ήδη κάτω από το χριστουγεννιάτικο δένδρο. Θα έλεγα ότι αυτές μου οι αναμνήσεις είναι και αυτές που μπορώ να ανασύρω με μεγαλύτερη ευκολία, αλλά όχι τόσο με τη μορφή συγκεκριμένων σκηνικών, όσο συναισθημάτων. Δηλαδή, μου είναι πολύ εύκολο να θυμηθώ ακριβώς όλα όσα ένιωθα καθώς βρισκόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι, καθώς ανοίγαμε τα δώρα, αλλά και καθώς απομονωνόμουν κάποια στιγμή, για να διαβάσω κάποιο βιβλίο ή για να κάνω τον απολογισμό του έτους (χασούρες και κέρδη σε υλικό, πνευματικό ή συναισθηματικό επίπεδο), που κάνω μέχρι και σήμερα.
Η αλήθεια είναι πως ήθελα να γίνω συγγραφέας από τη στιγμή που διάβασα το πρώτο μου λογοτεχνικό βιβλίο, δηλαδή πολλά χρόνια πριν. Δεν κατάλαβα ποτέ ποιο ήταν το ερέθισμά μου. Δεν είχα καν την πνευματική και συναισθηματική ωριμότητα, εκείνον τον καιρό, για να καταλάβω. Αλλά και σήμερα ακόμη που, τουλάχιστον υποτίθεται πως, την έχω, δυστυχώς δεν έχω κάποια απάντηση να σου δώσω. Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι η συγγραφή είναι για μένα ένας πολύ χρήσιμος και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, τόσο για να κάνω την προσωπική μου ψυχανάλυση, όσο και για να πω κάποια πράγματα που θέλω στον κόσμο –συγκεκριμένο και μη. Είναι το μέσο με το οποίο επέλεξα να εκτονώσω την ένταση των συναισθημάτων μου, πράγμα πολύ χρήσιμο για χαρακτήρες σαν το δικό μου, που δυσκολεύονται να εκφράσουν σε πρακτικό επίπεδο αυτό που νιώθουν. Ταυτοχρόνως, είναι το μέσο με το οποίο αποφάσισα να δώσω την ευκαιρία στον εαυτό μου να καταλάβει κάποια πράγματα που αδυνατούσε να κατανοήσει, τόσο για εκείνον όσο και για τους άλλους (είναι αλλιώς να τα δεις γραμμένα). Και από την άλλη, ακριβώς λόγω της προαναφερθείσας αδυναμίας μου να εκφραστώ σε πρακτικό επίπεδο, είναι ο τρόπος με τον οποίο, συχνά, επιλέγω να μιλήσω στους ανθρώπους γύρω μου και να πω όσα σκέφτομαι ή νιώθω. Με δυο λόγια, γράφω και για να βοηθήσω τον εαυτό μου να χειριστεί καταστάσεις που αδυνατεί να χειριστεί στην καθημερινότητα, αλλά και για να πω όσα δεν μπορώ, δε θέλω ή δεν τολμώ να πω έξω από τα κείμενά μου. Για το συγκεκριμένο βιβλίο, πάντως, θεωρώ ότι το έγραψα, εκτός των άλλων, κυρίως για να προσφέρω κάτι σε έναν ή περισσότερους ανθρώπους που ήθελα να ευχαριστήσω, αλλά και για να μην πέσω στα ψυχοφάρμακα.
Δυστυχώς, όσα βιβλία και να διαβάσω και όσο «ψαγμένος» κι αν πιστεύω, πολλές φορές, ότι είμαι σαν άνθρωπος, υπάρχουν πράγματα για τα οποία αδυνατώ ακόμη και να εκφέρω άποψη. Εν προκειμένω, όσο περίεργο κι αν ακουστεί, δεδομένου ότι έχω γράψει και το συγκεκριμένο βιβλίο, που εμπεριέχει ορισμένες μορφές της διαφορετικότητας, είμαι ένας άνθρωπος που, συχνά, δυσκολεύεται να σεβαστεί τη διαφορετικότητα των άλλων –και ντρέπομαι γι’ αυτό. Ίσως φταίει η εγωκεντρική φύση των ανθρώπινων όντων. Δυσκολευόμαστε να αποδεχτούμε αυτό που δεν κατανοούμε. Και δεν κατανοούμε αυτό που δε μας χαρακτηρίζει ή δε μας αφορά. Αυτό, λοιπόν, που προσπαθώ εγώ να κάνω, ώστε να αποφύγω την παγίδα στην οποία πέφτω μερικές φορές και κατακρίνω, είναι να μεγιστοποιήσω, κατά το δυνατόν, στο μυαλό μου την απόσταση μεταξύ του «κατανοώ» και του «σέβομαι-αποδέχομαι». Με άλλα λόγια, προσπαθώ (όχι πάντα επιτυχώς) να μην κατακρίνω αυτό που δεν κατανοώ, ακριβώς όπως απαιτώ από τους άλλους να σεβαστούν –αν όχι και να αποδεχτούν- στοιχεία της προσωπικότητάς μου που είναι τελείως ξένα για εκείνους. Όπως καταλαβαίνεις, βέβαια, και πάλι δεν έχω καταφέρει να αποδεχτώ. Προσπαθώ, απλώς, να δεχτώ ότι υπάρχουν πράγματα που δεν μπορώ να κατανοήσω και δεν έχω κανένα δικαίωμα να τα χαρακτηρίσω ως σωστά η λανθασμένα, ελπίζοντας πως αυτή μου η αντιμετώπιση είναι ένα είδος σεβασμού. Όλο αυτό, όμως, είναι μια προσωρινή λύση, έως ότου βρω τον πραγματικό τρόπο να σεβαστώ και να αποδεχτώ τη διαφορετικότητα των άλλων. Ίσως το πρώτο βήμα να είναι η πλήρης αποδοχή της διαφορετικότητας του ίδιου μας του εαυτού. Ίσως, όσο κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει, οι περισσότεροι από εμάς δυσκολευόμαστε να σεβαστούμε ακόμη και τον ίδιο μας τον εαυτό.
Μερικές φορές, οι αναγνώστες πιστεύουν πως ο συγγραφέας ενός βιβλίου είναι ο παντογνώστης όσων γίνονται σε αυτό. Ότι, δηλαδή, γνωρίζει και μπορεί να ερμηνεύσει τις ενέργειες κάθε χαρακτήρα. Αυτό, όμως, δεν ισχύει, διότι αν μπορούσα να εξηγήσω τα πάντα αναφορικά με την ψυχοσύνθεση, τις πράξεις και τα κίνητρα αυτών για κάθε χαρακτήρα του μυθιστορήματός μου, τότε όλοι οι χαρακτήρες θα ήταν, στην ουσία, προβολές του εαυτού μου και, συνεπώς, δε θα υπήρχε κανένα είδος πλοκής. Αυτή, λοιπόν, η πράξη του Σταύρουκαι του κάθε Σταύρου στην πραγματικότητα, να «τελειώσει» μια σχέση με ένα μήνυμα, είναι κάτι που, προσωπικά, δε θα έκανα ποτέ και, επομένως, δεν μπορώ να εξηγήσω. Και δε θα το έκανα ποτέ, επειδή, αν είχα μπει στη διαδικασία να βάλω έναν άνθρωπο στη ζωή μου, θα θεωρούσα μεγάλη ασέβεια προς το άτομό μου, αλλά και προς αυτόν τον άνθρωπο να του φερθώ έτσι στο τέλος. Ένας λόγος, λοιπόν, μπορεί να είναι η έλλειψη αυτοσεβασμού και, φυσικά, η επιπολαιότητα. Κάτι ακόμη, όμως, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοια συμπεριφορά είναι η αδυναμία χαρακτήρα, η αδιαμαρτύρητη αποδοχή της οποίας, βέβαια, συνεπάγεται και πάλι έλλειψη αυτοσεβασμού.
Ταυτίζομαι με τους ανθρώπους που φεύγουν. Βασικά, μέχρι πριν από δυο χρόνια θα έλεγα ότι η φυγή δεν είναι ποτέ η λύση, όταν παρουσιάζεται κάποιο πρόβλημα σε μια σχέση σου –φιλική ή ερωτική. Εξακολουθώ, μάλιστα, να πιστεύω ότι ακόμη κι αν φύγεις, δεν έχεις λύσει το πρόβλημα. Κι αυτό γιατί, έχεις απομακρυνθεί από αυτόν με τον οποίο σχετίζεται, αλλά το κουβαλάς πάντα μέσα σου, αφού αποτελείς επίσης κεντρικό κομμάτι του. Ωστόσο, είναι μερικές φορές που δεν υπάρχει πραγματική και εφικτή λύση. Μερικές φορές που η κατάσταση, ο άλλος ή ακόμη κι ο ίδιος σου ο εαυτός δε σου επιτρέπουν να μείνεις πιο πολύ. Από τη μία, λοιπόν, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κίνηση αδυναμίας. Από την άλλη, όμως, είναι αμυντική κίνηση και την κάνεις όταν καταλαβαίνεις ότι αυτή σου η προσπάθεια να ξεπεράσεις την προαναφερθείσα αδυναμία καταστρέφει το μέσα σου. Πιστεύω, λοιπόν, πως οι άνθρωποι που επιλέγουν τη φυγή, το κάνουν για να προστατευτούν, όταν για διάφορους λόγους δε διαθέτουν άλλα όπλα για να «πολεμήσουν». Απλώς είμαστε και μερικοί που… επιστρέφουμε.
Έχω προδοθεί πολλές φορές, από τελείως διαφορετικούς ανθρώπους, αν μιλάμε για προδοσία της εμπιστοσύνης ή και της πίστης μου σε αυτούς. Όσο για το τι μαθαίνεις, ειλικρινά, δεν ξέρω. Οι μεγαλύτεροι, συνήθως, λένε ότι, όταν σε προδίδει κάποιος, μαθαίνεις να είσαι σε εγρήγορση και να κρίνεις καλύτερα αυτόν που έχεις απέναντί σου, την επόμενη φορά. Με βάση αυτό το σκεπτικό, εγώ θα έπρεπε σιγά-σιγά να νιώθω ότι προδίδομαι λιγότερο συχνά, σε σχέση με μερικά χρόνια πριν, αφού υποτίθεται ότι έχω διδαχτεί από τα λάθη και την ευπιστία του παρελθόντος που με οδήγησε στο να γευτώ την προδοσία. Σε πληροφορώ, όμως, ότι κάθε νέα φορά που προδίδομαι φαντάζει μακράν πιο εκκωφαντική της προηγουμένης. Δεν αισθάνομαι να έχω διδαχτεί απολύτως τίποτα, όσο περίεργο κι αν ακούγεται. Το μόνο συμπέρασμα στο οποίο οδηγούμαι είναι ότι, ίσως, ο μόνος ασφαλής τρόπος είναι να μην εμπιστεύεσαι κανέναν. Και κάπου εκεί, τα ελάχιστα λεπτά κατά τη διάρκεια του χρόνου που κάνω έντονα αυτή τη σκέψη, τρώω και ένα κιλό παγωτό μόνος μου, για να ξεπεράσω την προσωρινή μου «κατάθλιψη» που, φυσικά, επιστρέφει το επόμενο πρωί, όταν ανεβαίνω στη ζυγαριά.
Υπάρχει «κάτι» που μου λείπει πάρα πολύ. Και, δεδομένου ότι γνωρίζω τον εαυτό μου και δεν είμαι ο άνθρωπος που θα νοσταλγήσει εύκολα κάτι, πιστεύω πως θα μου λείπει για πολύ καιρό ακόμη. Αλλά, δυστυχώς, δεν μπορώ να μοιραστώ το «τι» είναι αυτό.
Το «σ’ αγαπάω», κι όχι «σ’ αγαπώ», σημαίνει ότι δεν μπορώ να είμαι καλά, όταν εσύ δεν είσαι. Επίσης, «σ’ αγαπάω» θα πει νιώθω όσα νιώθω, όπως εσύ θα ήθελες να τα νιώθω, για να είσαι καλά. Αυτό το τελευταίο είναι κάτι που κατάλαβα πολύ πρόσφατα. Όταν είμαι ερωτευμένος, είμαι με το δικό μου τρόπο. Όταν εκφράζω τα φιλικά μου συναισθήματα, το κάνω επίσης με το δικό μου τρόπο. Όταν αγαπάω, όμως, αργά ή γρήγορα το κάνω με τον τρόπο που θέλει ο άλλος να το κάνω. Και ο λόγος είναι η ίδια η αγάπη. Δε μιλάμε δηλαδή για αίτιο και αποτέλεσμα, είναι αλληλένδετα, πάνε μαζί. Είναι το σημείο στο οποίο καταλαβαίνεις ότι, αυτό που μετράει περισσότερο για σένα, είναι να είναι ο άλλος καλά. Οπότε εκφράζεις τα συναισθήματά σου με γνώμονα τα «θέλω», τα συναισθήματα, τις αντοχές και τη γενικότερη κατάσταση του άλλου, όχι τη δική σου.
Όνειρα κάνω κάθε ώρα και κάθε στιγμή της ημέρας. Ένα όνειρό μου, για παράδειγμα, ήταν να γίνω συγγραφέας. Έκανα μια μικρή, αδύναμη και ίσως πενιχρή αρχή. Πάντως, την έκανα. Εύχομαι μια μέρα να μπορέσω να αισθανθώ ότι πραγματοποίησα πλήρως αυτό μου το όνειρο. Έπειτα, είμαι καριερίστας. Θα ήθελα, δηλαδή, να πετύχω στο επαγγελματικό μου αντικείμενο αφού όπως ξέρεις, είμαι βιολόγος και δεν έχω καμία σχέση με το χώρο της λογοτεχνίας. Αν προσπαθήσω, όμως, να εντοπίσω το σημείο εφαρμογής όλων των ονείρων μου και να κοιτάξω λίγο πιο βαθιά, αυτό που θα ήθελα είναι να μπορέσω να πω, λίγο πριν το τέλος της ζωής μου, ότι είμαι ευτυχισμένος. Να μπορέσω να πω ότι άρπαξα όλες μου τις ευκαιρίες, τις έζησα όπως εγώ γούσταρα, επωφελήθηκα ακόμη κι αν έκανα λάθη, δε μετάνιωσα για κάτι που έκανα, αλλά ούτε και μου έμεινε κάποιο απωθημένο για κάτι που δεν έκανα».
Το βιβλίο του Στέλιου Λευκόπουλου «Το τέλος μιας Αρχής» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bookstars.
σχόλια