1.
Μυστήριο μπαρ. Το όνομα είναι όμορφο και το βιβλίο είναι κομψό. Το ύφος είναι στρωτό, με ακαριαίες, αναπάντεχες, ποιητικές εκλάμψεις να το κοσμούν θελκτικά. «Πιστοί όλοι στην εντολή του Μητσούλα, κράτησαν τις υποσχέσεις τους. Ο μεζές του παρέμεινε μερακλίδικος, γι' αυτό και άρχισε να γίνεται ευρύτερα γνωστός. Θες το νέο ξύλο, που έδωσε επαγγελματικό αέρα στο μαγαζί, θες λίγο τα δίχτυα που έφυγαν από τη διακόσμηση –μπορεί να ήταν και το στόλισμα του μπαρ με τα μπουκάλια των κρασιών και των ηδύποτων–, όλα αυτά δημιούργησαν ένα παράταιρο σκηνικό, το οποίο έκανε εντύπωση σε κάθε Αθηναίο που ήθελε να ξεσκάσει εντός ορίων πρωτευούσης. Ήλθε, μάλιστα, ένα απόγευμα του Σεπτεμβρίου ένας γηραιός δημοσιογράφος, γεύτηκε μπακαλιαράκι και χταποδάκι σ' ένα "παλιακό αλλά αξιοπρεπές", όπως έγραψε, περιβάλλον, ήπιε και το ουισκάκι του. Δεν μπόρεσε, ωστόσο, να λύσει την απορία, γιατί το ταβερνάκι που ήθελε να γίνει μπαρ, αλλά δεν τα κατάφερνε, λεγόταν "Lola Bar's" και όχι "Lola's Bar"». (Ορσαλία Κασσαβέτη, Λόλα Bar's, εκδ. Ποταμός). Η Ορσαλία Κασσαβέτη (Αθήνα, 1980) κάνει μια δυναμική αρχή που, σίγουρα, θα έχει καλή συνέχεια.
2.
Ο Τάφος του Τζιμ Μόρισον. Δεκαετίες στο λογοτεχνικό κουρμπέτι, με πείσμα προσηλωμένος στη ροκ μυθολογία, ο ποιητής Σταύρος Σταυρόπουλος (Μοσχάτο, 1961) μας προσφέρει έναν ωραίο τόμο με αφορισμούς, νύξεις, ποιητικές πολαρόιντ καμωμένες από σφιχτοδεμένες φράσεις, ποτισμένες με τη λογική του παραλόγου, με έναν λοξό λυρισμό. «Πραγματικά μάτια είναι μόνο τα τυπωμένα», επιμένει. Και: «Αυτό που θα μου λείψει περισσότερο από τη βροχή είναι η ανάμνησή της». Και: «Όταν γιορτάζουν οι χειρονομίες, η ομορφιά γίνεται απροσπέλαστη». Και: «Οι λέξεις έχουν τη μεγαλύτερη άγνοια κινδύνου. Αλλά και τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιγένειας. Μερικές είναι αθάνατες». Και: «Οι άνθρωποι που μιλούν πολύ για κάτι, δεν μιλούν. Το σκοτώνουν με το στόμα, ανίκανοι να περιθάλψουν μέσα τους έστω μια περίληψη της μορφής του». Και: «Ό,τι υπήρξε, δεν υπήρξε ποτέ. Ήταν εκδρομές δωματίου ανάμεσα σε δυο λάθος αιωνιότητες». Ακούς, διαβάζοντας τον Σταύρο Σταυρόπουλο, τα τραγούδια του Λου Ριντ, τη «Μαύρη Θάλασσα» του Διονύση Σαββόπουλου, τις οιμωγές του Τζιμ Μόρισον. Άλλωστε, ο τίτλος του τόμου παραπέμπει στην επιτύμβια επιγραφή στο μνήμα του Μόρισον στο Παρίσι. (Σταύρος Σταυρόπουλος, Κατά τον Δαίμονα Εαυτού, εκδ. Σμίλη.)
3.
Θραύσματα. Σπαρακτικά σπαραγμένη, κομματιασμένη, αποδιαρθρωμένη έτσι ώστε ο αναγνώστης να περισυλλέξει και να αναδιαρθρώσει, στοχαζόμενος, είναι η ποιητική τροπή της Τασούλας Καραγεωργίου (Αλεξάνδρεια, 1954). Τεμαχίζει η Καραγεωργίου, κρατάει ψαλίδι και πέλεκυ, γιατί ζούμε μέσα σε κατατεμαχισμένες πραγματικότητες, ζούμε εντός της αποδιοργάνωσης των πάντων. Μια ποιητική τροπή που ακολούθησε και ο ύστερος Καρούζος όταν τύπωνε κι αυτός σπαράγματα και ατελή προσχέδια ποιημάτων που τσίγκλιζαν τον αναγνώστη να τα συγκροτήσει σε σώμα ποιητικό. Κρατάει μνήμες από την παράδοση, η ποιήτρια. Στρέφει το βλέμμα στο οδυνηρό παρόν και ψαλμωδεί με πόνο. Γράφει η Τασούλα Καραγεωργίου: «Λόγια που δεν ειπώθηκαν στην ξεχασμένη τσάντα / καταραμένε δισταγμέ, που διώχνεις την αγάπη». Και: «Αίμα απ' την τηλεόραση λερώνει το φουστάνι./ Κόκκινο ανεξίτηλο — μικρών παιδιών το αίμα». Και: «Πονάει το βλέμμα του παιδιού που θέλει να δουλέψει / (τ' αφεντικό κοιτάζει αλλού, δεν βλέπει μες στα μάτια)». (Τασούλα Καραγεωργίου, Τι γίναν οι μαστόροι;, εκδ. Γαβριηλίδης.)
4.
Συνθέματα. Η Σοφία Κουκουλά (Αθήνα, 1984) επιχειρεί να συνθέσει, να οργανώσει το υλικό της, να περιμαζέψει τα σκόρπια κομμάτια και να τα μετατρέψει σε κραταιό σύνολο. Συνδυάζοντας λογική και ευαισθησία, η Κουκουλά δείχνει ότι έχει πολλά να προσφέρει. «Δύο μαύρες τελείες», γράφει. «Τώρα το χαρτί δεν είναι πια λευκό. Διαφανές. Γίνεται θάλασσα. Παίρνει τις τελείες και τις ταξιδεύει. Στα κύματα ενώνονται. Ο φόβος τούς φέρνει πιο κοντά. Στα πετάγματα του νου και στις γαλήνιες θάλασσες δε μιλούν. Χαζεύουν το γλάρο που πετάει ελεύθερος και μόνος. Πόσο θα 'θελαν να του μοιάσουν». Οι τρόποι της έχουν μια ευπρόσδεκτη θεατρικότητα, κρατάνε και από τον κινηματογράφο, από τη λογική του μοντάζ. Αλλά και από τη μεταμφίεση του λογικού σε παράλογο, και του παράλογου σε λογικό, όπως μας τη δίδαξε ο μέγας Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς. Γράφει η Κουκουλά: «Μικρά θρυψαλάκια στο πλακάκι. Λαμποκοπάνε. Αμέτρητα όμως και πρέπει να τα μετρήσω. Σαν θα κολλάω τις πλευρές μην και χαθεί κανένα τρίμμα. Στα τρίμματα βρίσκονται οι αλήθειες. Τις χρειάζομαι». (Σοφία Κουκουλά, Πέντε κεράσια στο μωσαϊκό, εκδ. Μωβ Σκίουρος.)
Τα βιβλία της εικόνας:
1. Oρσαλία Kασσαβέτη, Λόλα Bar's, Εκδόσεις Ποταμός, Σελίδες: 118
2. Σταύρος Σταυρόπουλος, Κατά τον Δαίμονα Εαυτού, Εκδόσεις Σμίλη, Σελίδες: 166
3. Τασούλα Καραγεωργίου, Τι γίναν οι μαστόροι;, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Σελίδες: 61
σχόλια