«ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΚΟΡΕΑΣ», ήταν μια παροιμιώδης φράση που ακουγόταν στην Ελλάδα μέχρι και τη δεκαετία του 1980, για να δείξει την αναστάτωση, την ένταση, τη σύγκρουση, την αναταραχή, το ανακάτωμα. Η αναφορά της φράσης ήταν ο πόλεμος της Κορέας (1950-1953), στον οποίο συμμετείχε και η Ελλάδα με το περίφημο Εκστρατευτικόν Σώμα Ελλάδος εις Κορέαν (ΕΚΣΕ).
Ο πόλεμος αυτός, ένα από τα κεφάλαια του Ψυχρού Πολέμου, ξεχάστηκε γρήγορα στον δυτικό κόσμο. Ήταν όμως η σύγκρουση που διαμόρφωσε οριστικά τον χάρτη της κορεατικής χερσονήσου με τα δύο κράτη που ξέρουμε σήμερα (Βόρεια και Νότια Κορέα) και συνέβαλε στην ανάδυση της Κίνας ως του δεύτερου ισχυρού πόλου της «κομμουνιστικής επικράτειας», με πρώτο τη Σοβιετική Ένωση.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ασία τον Αύγουστο του 1945, η Κορέα, που βρισκόταν υπό την κυριαρχία της ηττημένης πλέον Ιαπωνίας, απελευθερώθηκε και μοιράστηκε σε δύο ζώνες: στη Βόρεια, υπό την κατοχή του σοβιετικού στρατού, και στη Νότια, υπό την κατοχή του αμερικανικού στρατού. Το νοητό όριο μεταξύ των δύο ζωνών είναι ο μυθιστορηματικός 38ος παράλληλος.
Τον Φεβρουάριο του 1946 σχηματίστηκε στη Βόρεια Κορέα προσωρινή κυβέρνηση υπό τον κομμουνιστή Κιμ-Ιλ-Σουνγκ. Στις 25 Ιουνίου 1950, ο Κιμ, έχοντας την έγκριση και την υποστήριξη του Στάλιν, εισέβαλε στη Νότια Κορέα, αιφνιδιάζοντας τις ΗΠΑ. Ήταν τέτοιος ο αιφνιδιασμός και η αναποτελεσματικότητα του μηχανισμού πληροφοριών, που ο αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στο Τόκιο, στρατηγός Ντάγκλας Μακάρθουρ, είχε θεωρήσει ότι η εισβολή ήταν ένα συνηθισμένο συνοριακό επεισόδιο.
Οι Αμερικανοί δεν άργησαν όμως να αντιδράσουν, αιφνιδιάζοντας με τη σειρά τους τη Σοβιετική Ένωση, την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, οι οποίες θεωρούσαν ότι ο Νότια Κορέα ήταν αναλώσιμη. Μάλιστα, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Χάρι Τρούμαν φαίνεται να είχε δηλώσει ότι η Κορέα ήταν η Ελλάδα της Άπω Ανατολής. Και ότι έπρεπε και στην Κορέα να κρατήσουν την ίδια αποφασιστική στάση που είχαν κρατήσει και στον ελληνικό Εμφύλιο.
Κι έτσι άρχισε ένας πόλεμος που διήρκεσε 37 μήνες και έφερε αντιμέτωπες στην Κορεατική Χερσόνησο τις δυνάμεις των Ηνωμένων Εθνών με τις κομμουνιστικές. Μπορεί οι Αμερικανοί να αποτελούσαν περισσότερο από το 50% των δυνάμεων στην Κορέα, αλλά τυπικά όλος ο στρατός ήταν υπό τον έλεγχο του ΟΗΕ.
Στην πραγματικότητα, τη στρατιωτική ευθύνη είχαν οι Αμερικανοί, με τον στρατηγό Μακάρθουρ. Η δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στον στρατό ήταν των Νοτιοκορεατών, με 40%. Το υπόλοιπο 10% αποτελούσαν δυνάμεις από τη Βρετανία, τον Καναδά, την Τουρκία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αιθιοπία, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Κολομβία, την Ολλανδία, την Ταϊλάνδη, τις Φιλιππίνες και το μικροσκοπικό Λουξεμβούργο που συμμετείχε με μια διμοιρία σαράντα τεσσάρων ανδρών.
Η Ελλάδα τότε δεν ήταν ακόμη μέλος του ΝΑΤΟ, το οποίο είχε ιδρυθεί το 1949. Αλλά η απόφαση της ηγεσίας της να στείλει εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα ήταν μια έμπρακτη εκδήλωση του ότι ήθελε να ανήκει οριστικά στον δυτικό κόσμο.
Στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1950 ήταν αντικείμενο μεγάλης φιλολογίας και φημολογίας το πώς επιλέγονταν οι άνδρες για την Κορέα ή ποια ήταν τα κίνητρά τους. Άλλοι θεωρούσαν ότι επιλέγονταν άνδρες αριστερών φρονημάτων που στέλνονταν στην Κορέα τιμωρητικά. Άλλοι πίστευαν ότι όσοι στέλνονταν ήταν ακραίοι δεξιοί.
Ο ιστορικός στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου Γιώργος Α. Καζαμίας στο βιβλίο του Η Ελλάδα και ο Πόλεμος της Κορέας (εκδόσεις Βιβλιοπωλείου της Εστίας) παρουσιάζει αυτόν τον «ξεχασμένο» πόλεμο μέσα από την οπτική της ελληνικής συμμετοχής και φυσικά μέσα από την οπτική των ελληνικών πηγών, αρκετές από τις οποίες είναι μαρτυρίες στρατιωτών.
Η έκδοση, που καλύπτει ένα βασικό κενό γνώσης για κεφάλαιο της εντελώς πρόσφατης ιστορία μας, συμπίπτει με την συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από την ανακωχή και το τέλος του πολέμου της Κορέας (Ιούλιος 1953).
Η πρώτη αποστολή του εκστρατευτικού σώματος από αξιωματικούς και οπλίτες του τακτικού στρατού συγκροτήθηκε στη Λαμία. Μετά από εκπαίδευση και εμβολιασμούς η αποστολή επιβιβάστηκε στις 13 Νοεμβρίου 1950 σε νυχτερινή αμαξοστοιχία για την Αθήνα.
Στις 14 Νοεμβρίου το εκστρατευτικό σώμα παρέλαβε την πολεμική σημαία από τον βασιλιά Παύλο σε τελετή που έγινε στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Την επόμενη μέρα οι άνδρες μεταφέρθηκαν στον Πειραιά και επιβιβάστηκαν στο αμερικανικό οπλιταγωγό General W.G.Haan για το ταξίδι προς την Κορέα που θα διαρκούσε είκοσι πέντε μέρες.
Πάνω στα αμερικανικά οπλιταγωγά οι Έλληνες στρατιώτες δοκίμαζαν πρωτοφανείς εμπειρίες: δίσκοι φαγητού με ξεχωριστές θέσεις για σαλάτα, σούπα, φρούτο κ.λπ αντί για την καραβάνα· το άγνωστο ποτό κόκα-κόλα και το «θαύμα της τεχνολογίας», ο αυτόματος πωλητής της· ο κινηματογράφος, το νοσοκομείο και το οδοντιατρείο που υπήρχαν στο πλοίο.
Η μόνιμη δύναμη του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος αποτελούνταν σταθερά από 1.000 άνδρες. Με την άφιξη κάθε αποστολής σχηματιζόταν ένα τμήμα επαναπατριζόμενων. Στα τρία χρόνια του πολέμου υπηρέτησαν συνολικά στην Κορέα 5.000 άνδρες σε μια εποχή που η δύναμη του ελληνικού στρατού ήταν 200.000 άνδρες.
Οι επαναπατριζόμενοι παρέδιδαν τον οπλισμό τους στους καινούργιους και πριν αναχωρήσουν από την Κορέα επισκέπτονταν το νεκροταφείο, όπου είχαν ταφεί οι νεκροί συνάδελφοί τους. Ο αριθμός των Ελλήνων που σκοτώθηκαν στην Κορέα ήταν 183.
Εκτός από τον στρατό ξηράς, στον πόλεμο είχε πάρει μέρος και η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία με σμήνος επτά αεροπλάνων τύπου Ντακότα. Από τα αεροπλάνα το ένα γλίστρησε σε αεροδιάδρομο και πυρπολήθηκε από τους χειριστές του για να μην πέσει στα χέρια των Κινέζων που προέλαυναν, ενώ άλλα τρία χάθηκαν σε διάφορες πολεμικές επιχειρήσεις μαζί με τα πληρώματά τους, συνολικά 12 αξιωματικοί και υπαξιωματικοί.=
Στην Ελλάδα των αρχών της δεκαετίας του 1950 ήταν αντικείμενο μεγάλης φιλολογίας και φημολογίας το πώς επιλέγονταν οι άνδρες για την Κορέα ή ποια ήταν τα κίνητρά τους. Άλλοι θεωρούσαν ότι επιλέγονταν άνδρες αριστερών φρονημάτων που στέλνονταν στην Κορέα τιμωρητικά. Άλλοι πίστευαν ότι όσοι στέλνονταν ήταν ακραίοι δεξιοί.
Όσο για τα κίνητρα, αυτά ήταν οικονομικά, καθώς κάθε Έλληνας στρατιώτης είχε αμοιβή 20 δολάρια τον μήνα, ποσό που ήταν σημαντικό. Φαίνεται όμως ότι τα πολιτικά φρονήματα δεν έπαιζαν ρόλο και ότι το βασικό κριτήριο για την επιλογή ήταν η καλή διαγωγή του στρατιώτη. Σημαντική ήταν και η συμβολή της τύχης.
Η πρώτη μαρτυρία για τον πόλεμο της Κορέας-ματιά στον πόλεμο από τα κάτω παρουσιάζεται το 1961. Είναι το βιβλίο Τα ηρωικά κατορθώματα του ελληνικού στρατού στην Κορέα του Χαράλαμπου Γκιόλια που είχε συμμετάσχει στο πρώτο εκστρατευτικό σώμα ως απλός στρατιώτης.
Ακολουθούν μερικές ακόμη μαρτυρίες στρατιωτών που εκδίδονται τα επόμενα χρόνια έως και πρόσφατα. Δίπλα στις μαρτυρίες υπάρχουν και οι ανταποκρίσεις των πολεμικών ανταποκριτών. Ανάμεσά τους αυτές του Γιώργου Καράγιωργα με τίτλο Οι Έλληνες στην Κορέα (1953) και του Κίμωνα Σκορδίλη, Πεθαίνω για την Ελλάδα - Οι Έλληνες εις την Κορέαν (1954).
Πάντως, το αποτύπωμα του Πολέμου της Κορέας στην ελληνική τέχνη είναι πολύ μικρό. Τον βρίσκουμε, ας πούμε, στο μυθιστόρημα του Γιάννη Ξανθούλη, Ο Θείος Τάκης, ενώ έχει κεντρικό ρόλο στο βιβλίο του Ηλία Μαγκλίνη, Πρωινή Γαλήνη. Τον βρίσκουμε επίσης στην ταινία του Νίκου Τζίμα, Ο άνθρωπος με το γαρύφαλλο.
Γενικά, όμως, ο πόλεμος είναι ξεχασμένος. Και για πολλούς ένα μακρινό, άγνωστο επεισόδιο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.