ΣΤΙΣ 25 ΑΠΡΙΛΙΟΥ ΤΟΥ 1945, στην ανατολικογερμανική πόλη Τόργκαου, στον Έλβα, γίνεται η πρώτη συνάντηση στρατευμάτων που είχαν νικήσει τη ναζιστική Γερμανία. Λίγες μέρες αργότερα ο Χίτλερ θα αυτοκτονήσει.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, ο καταστροφικότερος πόλεμος που είχε γνωρίσει η ανθρωπότητα ως τότε τελείωνε. Σε μια δεύτερη, προετοιμαζόταν ένας νέος κόσμος. Οι παλιές αυτοκρατορίες είχαν διαλυθεί, πολλά έθνη είχαν ολοκληρώσει έναν κύκλο εθνικής ανεξαρτησίας και έρχονταν στο προσκήνιο οι νέες «αυτοκρατορίες» ή οι νέες δυνάμεις που θα κυριαρχούσαν στο μεταπολεμικό σκηνικό, οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής και η Σοβιετική Ένωση. Εκεί τοποθετείται συμβατικά και η έναρξη της νέας διπολικής διαμάχης μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, που έμεινε γνωστή ως «Ψυχρός Πόλεμος».
Αντίθετα απ’ ό,τι είναι διαδεδομένο, οι δύο υπερδυνάμεις έμοιαζαν μεταξύ τους. Ήταν και οι δύο δημιουργήματα δύο μεγάλων επαναστάσεων, είχαν παγκόσμιες φιλοδοξίες και αχανή σύνορα, ενώ αμφότερες εισήλθαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς να το θέλουν ιδιαίτερα.
Η αιφνιδιαστική εισβολή των Γερμανών στη Σοβιετική Ένωση και η επιθετική τους στάση απέναντι στις ΗΠΑ προκάλεσαν την είσοδο των δύο χωρών στον πόλεμο, η οποία ήταν καθοριστική για την ήττα του Άξονα. Η διεισδυτική μελέτη της συγκρότησης των δυο νέων αυτών «αυτοκρατοριών» είναι ίσως το βασικό αλλά και απόλυτα συναρπαστικό κομμάτι της μελέτης του Harper, αφού η ίδια τους η συγκρότηση εμπεριείχε το στοιχείο της σύγκρουσης μεταξύ τους.
Ο Harper ανοίγει το πεδίο με την εξαιρετικά στρωτή του γραφή και δείχνει το μέγεθος ενός πολέμου που άλλοτε αντιμετωπίστηκε και ως «μακροχρόνια ειρήνη», μαρτυρώντας την αμφιθυμία απέναντι στο φαινόμενο αλλά και τις διαφορετικές προσλήψεις.
Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν έχει αποκτήσει τη θέση που του αρμόζει στα ελληνικά πράγματα και αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Η έντονη «εμφυλιοπολεμική» ματιά μας στα μεταπολεμικά πράγματα και η έτσι κι αλλιώς ιδιότυπα εσωστρεφής εικόνα μας για τη νεότερη ιστορία, που δεν συνδέεται με τη μεγάλη παγκόσμια εικόνα αλλά επιμένει να συγκροτεί ή να στέκεται σε μια ελληνική «ιδιαιτερότητα», εμποδίζει την ένταξή του σε ευρύτερα παγκόσμια σχήματα.
Ο Ψυχρός Πόλεμος όχι μόνο διήρκεσε πολύ περισσότερο από τον Β’ Παγκόσμιο αλλά είχε παγκόσμια έκταση, αφήνοντας πίσω του εκατοντάδες χιλιάδες θύματα, όχι τόσο στην Ευρώπη όσο σε άλλα πεδία όπως η Αφρική, η Ασία και η Μέση Ανατολή. Ήταν ένας αγώνας για τον έλεγχο ζωτικών εδαφών π.χ. στη Γερμανία, τη Μέση Ανατολή και τη βορειανατολική και νοτιοανατολική Ασία.
Η Ελλάδα ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του πολέμου, καθώς, όπως και ο ίδιος ο Στάλιν επισήμανε στον κομμουνιστή ηγέτη της Βουλγαρίας Δημητρόφ, «Βρετανία και Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα ανέχονταν ποτέ μια “κόκκινη” Ελλάδα που θα απειλούσε τις ζωτικής σημασίας επικοινωνίες τους με τη Μ. Ανατολή».
O καθηγητής John Lamberton Harper, ένας από τους ειδικούς για τα θέματα του Ψυχρού Πολέμου και βραβευμένος ιστορικός, μέσα από το εμβληματικό βιβλίο του για τη συγκεκριμένη περίοδο που μεταφράστηκε στα ελληνικά (Gutenberg, 2021), με πρόλογο του καθηγητή του Αριστοτελείου Θανάση Σφήκα, διευρύνει πολύ τη ματιά μας γύρω από τον πλέον μακρόχρονο πόλεμο του εικοστού αιώνα, ο οποίος συνδέεται και με τις δύσκολες ελληνικές μεταπολεμικές στιγμές. Εμφύλιος πόλεμος, «μετεμφυλιακό» κράτος, δικτατορία, είναι στιγμιότυπα που εντάσσονται στον Ψυχρό Πόλεμο. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Harper:
«Κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ένταξη της Ελλάδας, όπως και άλλων δυτικοευρωπαϊκών εθνών, στη δυτική σφαίρα καθορίστηκε από τη γεωγραφία, από την πολιτική ισορροπία δυνάμεων εντός της Ελλάδας αλλά και σε κάποιο βαθμό από πολιτικές επιταγές που λειτουργούσαν στο εσωτερικό των ΗΠΑ».
Ο Harper ανοίγει το πεδίο με την εξαιρετικά στρωτή του γραφή και δείχνει το μέγεθος ενός πολέμου που άλλοτε αντιμετωπίστηκε και ως «μακροχρόνια ειρήνη», μαρτυρώντας την αμφιθυμία απέναντι στο φαινόμενο αλλά και τις διαφορετικές προσλήψεις.
Πυρηνικά όπλα, αποαποικιοποίηση αλλά και μια διάσταση που συχνά δεν βλέπουμε, έχοντας κατά νου ότι επρόκειτο για έναν πόλεμο δύο πόλων. Η ανάδειξη του τρίτου πόλου, της Κίνας, που σήμερα μοιάζει, αν δεν είναι ήδη, ο παγκόσμιος κυρίαρχος, δείχνει το μέγεθος αλλά και την πολυπλοκότητα του Ψυχρού Πολέμου.
Ο Harper δεν ακολουθεί ένα γραμμικό σχήμα, δεν τον αφορά τόσο η χρονική ακολουθία αλλά τα μεγάλα ερωτήματα: ήταν αναπόφευκτη η σύγκρουση, πώς επεκτάθηκε σε όλο το κόσμο, ποιος ήταν ο ρόλος της διπλωματίας, ποιες οι ημερομηνίες-σταθμοί και γιατί. Χειρίζεται με εξαιρετικό τρόπο την παγκόσμια ιστορία και δεν διστάζει να πάει μπροστά και πίσω στον χρόνο, να αναζητήσει νήματα, αιτιώδεις συνδέσεις.
Το πιο εντυπωσιακό εγχείρημά του μέσα στο βιβλίο είναι ότι δεν διστάζει να πάει στον δέκατο ένατο αιώνα για να αναζητήσει τα αίτια του Ψυχρού Πολέμου που διεξήχθη τον εικοστό. Υιοθετώντας τα σχήματα του γεωγραφικού ντετερμινισμού αλλά και της συγκρότησης της κυριαρχίας του ευρωπαϊκού πολιτισμού μέσα από τη σύζευξη του δυτικού θαλάσσιου εμπορίου και των ασιατικών χερσαίων διαδρομών προς την Ευρώπη αναζητά αίτια και μεγάλες εικόνες που δύσκολα μπορεί κάποιος να συνδέσει.
Η κυριαρχία του θαλάσσιου κόσμου του δέκατου ένατου αιώνα, που επέφερε και την ευρωπαϊκή κυριαρχία στο παγκόσμιο γίγνεσθαι, θα άλλαζε τον εικοστό αιώνα. Ο Harper θεωρεί ότι η επιδίωξη του θαλάσσιου κόσμου, δηλαδή των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας, να ανακόψει τη ρωσική χερσαία κυριαρχία αλλά και να ελέγξει τους νέους δρόμους στον επίγειο χώρο ήταν η βασική αιτία της μεγάλης πολεμικής σύγκρουσης.
Έτσι ο Harper ουσιαστικά αναγνωρίζει το αναπόφευκτο του Ψυχρού Πολέμου, πηγαίνοντας με μεγάλη τόλμη πίσω στον χρόνο, αναζητώντας τη συγκρότηση της Αμερικής και της Ρωσίας, τις βασικές πολιτικές στρατηγικές τους. Τοποθετεί την έναρξή του ‒πιο πολύ συμβατικά και όχι ουσιαστικά‒ το 1918 και ουσιαστικά στη διάθεση των δύο Μεγάλων Δυνάμεων για το τέλος του ευρωκεντρισμού.
Ο Harper, με αυτόν τον τρόπο, τοποθετεί εκεί και το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα, με την κυριαρχία της Ευρώπης και την έναρξη του εικοστού αιώνα. Ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είναι μέρος του εικοστού αιώνα, είναι το κέλυφος κάτω από το οποίο εκτυλίσσεται ο εικοστός αιώνας. Δεν τοποθετεί αναγκαστικά την έναρξή του σε μια ημερομηνία αλλά υπογραμμίζει το ιστορικό βάθος του γεγονότος, που δεν ξεκινά μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο αλλά έχει ρίζες πολύ πιο πίσω.
Ο Harper πάει πιο βαθιά στον χρόνο από τους άλλους αντίστοιχους μεγάλους μελετητές του Ψυχρού Πολέμου, τον Γκάντις και τον Γουέσταντ, και ουσιαστικά χτίζει τη μεγάλη εικόνα. Τα στρατιωτικά και πολιτικά γεγονότα έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν τον αφορούν, ο Ψυχρός Πόλεμος δεν είναι ένα γεγονός, απλώς αλλά μια μετατόπιση της Ιστορίας στη νεότερη εποχή. Ο Harper χτίζει τα θεωρητικά του σχήματα απλά σε μια πρώτη ανάγνωση και απίστευτα διεισδυτικά σε μια δεύτερη.
Ένα εξαιρετικό βιβλίο Ιστορίας με πολλά επίπεδα και αναγνώσεις, που ξεπερνά τις καθιερωμένες γραφές αλλά και συγκεκριμένα σχήματα για την περίοδο, αλλά κυρίως δίνει ερεθίσματα και για άλλες αναγνώσεις σχετικά με τον Ψυχρό Πόλεμο.