1.
Απόηχοι και Συνειρμοί. Πιο πολύ από τις άλλες τέχνες, η ποίηση είναι ένα μεγάλο παιχνίδι ανασύνθεσης των αναμνήσεων. Σε ένα ποίημα ακούς, οσφραίνεσαι, βλέπεις, γεύεσαι και ψαύεις. Να τι είναι ποίηση: κάτι που έφτασε στα αυτιά σου (μια μελωδία, μια φράση, ένα ουρλιαχτό, ένας ψίθυρος), κάτι που επισκέφθηκε αναπάντεχα τα ρουθούνια σου (το άρωμα των μαλλιών μιας άδολης κοπέλας, το μοσχοβόλημα των ανθέων σ' έναν κήπο, η ευωδιά ενός φούρνου τα χαράματα), κάτι που άγγιξαν τα μάτια σου (ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, ένα χειρόγραφο, μια οδομαχία), κάτι που γεύτηκες (ένα ροδάκινο, μια γουλιά κρασί, μια μπουκιά ψωμί), κάτι που δόθηκε σαν δώρο στα δάχτυλά σου (ένα σπάνιο βιβλίο, ένα ξύλινο αλογάκι, μια πένα από μαύρη ρητίνη). Πιο πολύ από τις άλλες τέχνες, η ποίηση είναι ένα αίνιγμα που εμπεριέχει όλα τα αινίγματα. Είναι μια πύκνωση των πάντων μέσα από τις λέξεις που συνδυάζονται αιφνιδιαστικά και σχεδόν πάντοτε απρόβλεπτα, για να μας μιλήσουν για την άλλη πραγματικότητα, εκείνη την πραγματικότητα που παραμένει κρυμμένη και κρυφή. Πολλοί ποιητές επεδίωξαν να απαντήσουν στο ερώτημα τι είναι η ποίηση, πώς μας δίνεται το ποίημα, γιατί έγιναν ποιητές, με δοκίμια, με σημειώσεις στο περιθώριο της δημιουργίας τους, με αφορισμούς και σύντομους στοχασμούς. Ο Χάρης Βλαβιανός (Ρώμη, 1957) είναι ένας από αυτούς. Στέργει να παίξει το παιχνίδι των απόηχων και των συνειρμών, στην προσπάθειά του να απαντήσει τι είναι η ποίηση, γιατί γράφει ποιήματα.
2.
Φλόγα και δαμάσκηνο. «Επειδή μια φλόγα που φωτίζεται από άλλη φλόγα μπορεί να δημιουργήσει τη δική της σκιά», απαντάει ο Βλαβιανός στο ερώτημα «Γιατί γράφω ποίηση». Και μας έρχεται στον νου ο Μπόρχες και τα παιχνίδια με τα κάτοπτρα, τις αντανακλάσεις και τις σκιές. Αλλά και ο Φερνάντο Πεσσόα, και η φιλοσοφική του διάθεση. Επίσης, ο Άλεν Γκίνσμπεργκ και ο ορισμός του για το τι είναι ένα ποίημα, σύμφωνα με τον οποίο το ποίημα είναι ένα κεράκι που με τη μικρή του, αλλά τόσο πολύτιμη φλόγα φωτίζει το δάσος. «Επειδή όταν δαγκώνω ένα δαμάσκηνο, ακούω τον Ουίλιαμς να μου ψιθυρίζει στο αυτί: "Eίναι κρύο; Είναι ζουμερό;"», απαντάει ο Βλαβιανός στο ερώτημα «Γιατί γράφω ποίηση». Και σκεφτόμαστε μεμιάς πόσο η ποίηση, και πώς, κυρίως πώς, ξέρει να συνδυάζει τα όσα συμβαίνουν στην καθημερινή μας ζωή με τα όσα μπόρεσαν να απαθανατίσουν οι μεγάλοι μάστορες της ποίησης, πάει να πει ξέρει να επαναφέρει στο προσκήνιο όσα κακώς απορρίπτουμε ως ασήμαντα, ελάσσονα, μικροπράγματα. Μια άλλη διατύπωση: ποίηση είναι ο θρίαμβος της Ρolaroid. Και τα ολιγόλεκτα θραύσματα της ποιητικής του Βλαβιανού είναι ένα είδος Ρolaroid που μας υπενθυμίζουν ότι το ζουμί, η ουσία, το μεδούλι, δεν βρίσκεται πια στις λεγόμενες μεγάλες αφηγήσεις αλλά στο θαύμα του στιγμιαίου.
3.
Επειδή. Ο Βλαβιανός στήνει, σκηνοθετικά μπορείς να πεις, με περίσκεψη και στοχαστικότητα, αλλά και με εσκεμμένη απλότητα, με έναν λιτό λόγο, μια σκαλωσιά αποτελούμενη από εξήντα ένα «επειδή», προκειμένου να μιλήσει για την εργασία του, για τη διαρκή εδώ και τρεις δεκαετίες προσήλωσή του στο ποιητικό σύμπαν. Στο τομίδιο Γιατί γράφω ποίηση (εκδ. Άγρα) συνομιλεί με τους προγόνους του, με τους ποιητές εκείνους που τον κέρασαν σοφία και πάθος, που τον μύησαν στα μυστικά της μαγικής αυτής τέχνης. Και, παράλληλα, αυτοβιογραφείται. Μας κερνάει, με τη σειρά του, ολιγόλεκτα ταμπλό από εκείνες τις στιγμές που είναι, τελικά, αιώνιες, που απλώνονται στον χρόνο, που μέσα από το εφήμερο φτάνουν στο παντοτινό. Αυτή η διελκυστίνδα ανάμεσα στο δημόσιο και στο ιδιωτικό, ανάμεσα στο αντικειμενικό, αν μπορούμε να μιλήσουμε για αντικειμενικό όταν μιλάμε για ποίηση, και στο υποκειμενικό, κάνει τόσο ενδιαφέρον το εγχείρημα του Βλαβιανού. Μέσα από τούτη τη διαλεκτική έχει ο αναγνώστης την ευκαιρία να θυμηθεί δικά του διαβάσματα, να ξαναζήσει δικές του στιγμές. «Επειδή μιλάω τέσσερις γλώσσες, γράφω σε δύο, αλλά δακρύζω σε μία», απαντάει ο Βλαβιανός στο ερώτημα «Γιατί γράφω ποίηση» και μας έρχονται στον νου οι ποιητές που μένουν πάντα εξόριστοι από την παιδική ηλικία, σύμφωνα με τα λόγια του Ζαν-Πολ Σαρτρ, οι ποιητές που περιπλανιούνται στα κοσμοβριθή τοπία των μεγαλουπόλεων με διαβατήριο τις συσσωρευμένες γνώσεις και την εξοικείωση με τις γλώσσες, αλλά διαρκώς επανέρχονται στους τόπους και στους τρόπους της παιδικής ηλικίας και δεν ντρέπονται να βουρκώσουν, να δακρύσουν, να κλάψουν σαν μικρά παιδιά, αλλά και σαν σοφοί ενήλικες.